Ο Ιάκωβος ήταν ταβερνιάρης
στην επαρχία. Είχε κληρονομήσει την ταβέρνα από τον πατέρα του, που κι αυτός με
τη σειρά του την είχε κληρονομήσει από τον δικό του κι αυτό το βιολί πήγαινε
πίσω πέντε γενιές.
Η ταβέρνα λεγόταν «ο
Πουνέντες» και κανείς δεν είχε καταλάβει από πού ορμώμενος ο προ-προ-προ-προ
πάππος Ιάκωβος είχε εμπνευσθεί, καθώς η θάλασσα απείχε καμιά σαρανταριά
χιλιόμετρα και πουνέντες ουδέποτε φύσηξε στο χωριό.
Παρ’ όλ’ αυτά, το όνομα είχε
εδραιωθεί, τόσο που αντί για το κανονικό όνομα, τον Ιάκωβο τον φώναζαν στο
χωριό, ο Πουνέντες.
Πατημένα εξήντα, κάθε μέρα την ίδια
τελετουργία. Άνοιγμα από τις 8, η ταβέρνα εκτελούσε και χρέη καφενείου,
σκούπισμα, ξεσκόνισμα, τακτοποίηση τραπεζοκαθισμάτων, και μετά ξεκινούσε το
μαγείρεμα. Έφτιαχνε μόνος του τις δύο συνταγές που είχε κρατήσει από τους
προγόνους, κόκορα κρασάτο και ντολμάδες αυγοκοφτούς. Στο ενδιάμεσο έψηνε και
κανέναν ελληνικό με διπλό καϊμάκι για τους πρώτους μερακλήδες πελάτες
Μέχρι τη μία είχε έτοιμα τα
φαγητά, και εκείνη την ώρα κατηφόριζε και η κυρά του να βοηθήσει με τις
παραγγελίες, να ψήσει και τις πίτες της που όμοιές της δεν είχες ξαναφάει. Από
βραδύς ξεκούραζε τη ζύμη και το πρωί άνοιγε το φύλλο, έβαζε τη γέμιση και τις
άφηνε στο ψυγείο. Μέχρι να συγυρίσει, να μαζέψει έφτανε η ώρα να κατέβει στο μαγαζί.
Έπαιρνε τα ταψιά στην αγκαλιά και κατέβαινε στην ταβέρνα.
Σαράντα χρόνια παντρεμένη με τον Ιάκωβο, ίδιο
βιολί. Είχανε γίνει ένα καλοκουρδισμένο σύνολο. Καλός άνθρωπος, της τον έδωσαν
με προξενείο, τον αγάπησε με τα χρόνια, έκαναν και δυο παιδιά κι αυτό ήταν όλο.
Τίμιος ήταν, καλός ήταν, δεν χαρτόπαιζε, δεν έπινε, νοικοκύρης, τα παιδιά του
τα ανάθρεψε, τα προίκισε, τα πάντρεψε. Τι άλλο να ζητούσε η Κατίνα; Τότε βέβαια
δεν είχαν τηλεόραση και κανείς δεν της είπε ότι μπορούσε κι αυτή να ερωτευτεί.
Αυτό το κατάλαβε μεγάλη όταν είδε στην τηλεόραση ένα απόγευμα Κυριακής ένα
τούρκικο σήριαλ. Από τότε δεν έχασε επεισόδιο, και κάθε βράδυ έφτιαχνε ιστορίες
με εκείνη και τον Ιάκωβο να μένουν σε ξενοδοχεία, να έχουν αλυσίδες εστιατορίων
και να φοράνε ρούχα ακριβά και χρυσαφικά.
Μια φορά τόλμησε κάτι να πει
στον παπά την Κυριακή της εξομολόγησης, αλλά αυτός
την κατακεραύνωσε που έβλεπε
τέτοια ανήθικα πράγματα και μάλιστα των εχθρών της ορθοδοξίας που είπε να μην
επεκταθεί σε άλλες αμαρτωλές λεπτομέρειες.
Το πρωί της δεκάτης τετάρτης
Ιουλίου ο Ιάκωβος ετοίμαζε το μαγαζί ως συνήθως. Την ώρα που έβαζε τον κόκορα
να βράσει, χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησε τον κόκορα στην κατσαρόλα με το μάτι
σβηστό κι έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα κι αποφασιστικά. Ή
τουλάχιστον έτσι του φάνηκε τότε.
Με το λαχάνιασμα στο λαιμό
απάντησε ως συνήθως – Πουνέντες λέγεται.
Από την άλλη άκρη της γραμμής,
μια φωνή αιθέρια, με προφορά λίγο ξενική του απάντησε λέγοντας
Ο κύγιος Ιάκωβος Παπαναστασίου;
Σάστισε, κανείς ποτέ σε αυτό
το τηλέφωνο δεν του είχε απευθυνθεί με αυτόν τον τρόπο. Όλοι έλεγαν ρε Πουνέντε
έμεινε καθόλου κόκορας;, είναι εκεί ο Μήτσος ο Αράντζογλου; Ναι η γυναίκα του
Θωμά είμαι πείτε του κυρ-Ιάκωβε να μαζευτεί επιτέλους και άλλα παρόμοια. Μόνο
στις τράπεζες και στην εφορία του είχαν μιλήσει έτσι. Προς στιγμήν, θορυβήθηκε,
σκέφτηκε δεν είναι για καλό αυτό το τηλεφώνημα. Αλλά η γυναικεία φωνή επέμενε.
Ναι; Ο κύγιος Ιάκωβος; Προτού
προλάβει να αντιδράσει διαφορετικά, άκουσε τη φωνή του να λέει ναι ο ίδιος, σαν
να τον είχαν γητεύσει.
– Ονομάζομαι Αγιέλ Καγαπάνου
και μόλις ανέλαβα την εκπγοσώπηση της εταιγείας ΠοτηγοΠλαστ ΑΕ. Η εταιγεία στα
πλαίσια της διαφημιστικής της καμπάνιας θα ήθελε να προσφέγει δωγεάν, το τονίζω
δωγεάν 20 συσκευασίες πλαστικών ποτηγιών σε κάθε επιχειγηματία της πεγιοχής.
Ο Ιάκωβος δεν άκουγε πλέον τίποτα, είχε
μαγευτεί εντελώς από αυτή την τόσο ερωτική προφορά του ρο που το μυαλό του
πέταξε, η καρδιά του σκίρτησε και όλες οι λέξεις με ρο μέσα ξαφνικά απέκτησαν
μαγικές ιδιότητες. Ξερόβηξε και μόλις που κατάφερε να πει – Βεβαίως, να
πεγάσετε εεε να περάσετε ήθελα να πω. Αύριο το πρωί; Μα ναι ναι εδώ θα είμαι.
Θα σας περιμένω.
– Ω γεβουάγ !
Αυτό ήταν. Ο Ιάκωβος έπαθε
ταχυπαλμία. Αυτός που ήταν γερός σαν ταύρος, αυτός που ούτε ασπιρίνη δεν είχε
καταδεχτεί να βάλει στο στόμα του, ίδρωνε και φούσκωνε, κρύωνε και ξεφούσκωνε.
Όπως έμαθε από τον κουμπάρο
του, μετά το θάνατο του Δημήτρη Καρκάντζογλου, μεγαλοβιομήχανου της περιοχής
και ιδρυτή της ΠοτηροΠλαστ, η εταιρεία κόντευε να κλείσει λόγω κακοδιαχείρισης,
ώσπου αποφάσισε να αναλάβει η πρώτη του γυναίκα, μια Ελληνογαλλίδα και πολύ σικ
κυρία, όπως του τόνισε ο κουμπάρος, η οποία με πολύ δουλειά και ριζοσπαστικές
ιδέες ρίχτηκε στην αγορά και κατάφερε να ξαναζωντανέψει
την εταιρεία.
– Ατσίδα η γαλλίδα Ιάκωβε. Διαόλου κάλτσα.
– Τι τα θες βρε Παντελή, αυτές οι ξένες είναι
άλλο πράμα.
Το βράδυ στο σπίτι ο Ιάκωβος
άναψε το θερμοσίφωνο. Η γυναίκα του σάστισε. Ο Ιάκωβος να ανάψει το θερμοσίφωνο
Τετάρτη; Κάθε Σάββατο ήταν τα μπανιαρίσματα κι αυτά με το ζόρι.
– Τι έπαθες καλέ;
– Τι να πάθω; Επειδή θέλω να είμαι καθαρός;
– Πού λερώθηκες; Στο μαγαζί με
τις σάλτσες;
– Άσε μας ρε Κατίνα, και βγάλε
καθαρές φανέλες, σώβρακα και κάλτσες.
Εκείνο το πουκάμισο το καφέ
είναι σιδερωμένο;
– Τι σε έπιασε χριστιανέ μου
βραδιάτικα;
– Ωωωωωωωωω! Πες μας τώρα ότι σε ενοχλούμε που
βλέπεις τα τούρκικα κι ας τις
πολλές κουβέντες.
Μια και δυο, σηκώθηκε η Κατίνα και του
ετοίμασε τα ρούχα.
Την άλλη μέρα ο Ιάκωβος, πιο
καθαρός κι από όταν πήγαινε για γαμπρός, άνοιξε το μαγαζί με την καρδιά του να
σκιρτά σαν πουλί νεογέννητο που δοκιμάζει τα φτερά του. Όταν άνοιξε η πόρτα και
μπήκε η Αριέλ τα πάντα άστραψαν. Στη μία ώρα που κάθισε στο μαγαζί ο Ιάκωβος
δεν άκουγε τίποτα άλλο από το ρο, σαν να καταργήθηκαν όλα τα γράμματα από το
αλφάβητο και όλοι οι ήχοι της οικουμένης να ντύθηκαν αυτό το ρο που ακουγόταν
γο και έκανε τα πάντα να κυλούν σαν γάργαρο νερό από ρυάκι.
Ποτέ δεν θα σερβίριζε σε
πλαστικά ποτήρια τους πελάτες. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε πλαστικά ποτήρια στο
σπίτι.
Κι αν έκλεινε συμφωνία όλοι θα
καταλάβαιναν και πρώτη η Κατίνα. Κράτησε όμως σαν πολύτιμο θησαυρό τις είκοσι
συσκευασίες δώγο και όταν κανένα βράδυ η καρδιά του θυμόταν το ρο και σκίρταγε
και φτεροκοπούσε και δεν ησύχαζε με κανέναν τρόπο, άνοιγε το ντουλάπι, έβγαζε
ένα πλαστικό ποτήρι και έπινε λίγο κρασί στην υγειά του έγωτα.
Από το 1ο τεύχος της έντυπης θράκας