Τα ποιήματα δεν είναι αυτεξούσια, δεν είναι αυθύπαρκτα. Χρωστούν την ύπαρξή τους στον χρόνο, στον χώρο και στην αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον∙ πρωτίστως όμως στους ανθρώπους που ήρθαν και έφυγαν από τη ζωή μας. Ουσιαστικά, τα ποιήματα συνθέτονται αφορμή των άλλων και «ενσαρκώνονται» τις ώρες της μοναξιάς, ακριβώς γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έκτοτε, κάθε ποιητική σύνθεση φέρει μέσα της την ίδια ακριβώς κυτταρική μνήμη με τον δημιουργό τους. Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, πολλά γύρω από το γιατί και το πώς της ποιητικής δημιουργίας. Το άρρητο θα παραμείνει το βασικότερο συστατικό της, γιατί εκείνα που τελικά δεν λέχθηκαν ποτέ, κρατούν την πεμπτουσία της επόμενες σύλληψης.
Ο λόγος για τη νέα ποιητική συλλογή της Ελένης Αλεξίου με τίτλο Ποιήματα που γράψαμε μαζί που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του περασμένου έτους από της αθηναϊκές εκδόσεις Μελάνι. Η δεύτερη ποιητική απόπειρα της Ελένης Αλεξίου, μετά από Το Φλας του 2009 από τις εκδόσεις Λογείον, περιέχει 30 ποιήματα και ποιητικά σχεδιάσματα μοιρασμένα σε δύο ενότητες.
Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου έχει κάτι το εξομολογητικό, κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό που ζητά να κοινοποιηθεί για να υπάρξει, να βρει υπερασπιστές, συνοδοιπόρους, από κοινού εκφραστές. Κατορθώνει να αγγίξει στοχαστικά λεπτές αποχρώσεις της εποχής μας, πλησιάζοντας στο μύχιο και επιτακτικό του έρωτα και της συνύπαρξης.
Λέγεται συχνά ότι, εκείνος που ζει πραγματικά δεν έχει καμία ανάγκη τη γραφή, το διάβασμα, τις άδειες σελίδες. Ζει και αρκείται στη ζωή του. Κάποια έλλειψη, ωστόσο, φαίνεται να υπαγορεύει μέσα μας την ανάγκη επαφής με τις λέξεις και τον στίχο. Κάποια ανικανότητα ή δισταγμός απέναντι στο χάος που εκτυλίσσεται μπροστά μας απ’ τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κι οι ποιητές, όντα απ’ τη φύση τους ευαίσθητα, επιχειρούν να διεισδύσουν στο μυστήριο της ζωής, του έρωτα, του θανάτου, μήπως και βάλουν κάποια τάξη στο προσωπικό, ανθρώπινο και κατ’ επέκταση κοσμικό χάος.
Στους στίχους της Ελένης Αλεξίου βρήκα ρέοντα λόγο και σιωπή. Βρήκα σάρκα, αισθήσεις, απόγνωση, λύπη, συγκρατημένο ενθουσιασμό. Βρήκα όσα θα επιδίωκα ν’ αναζητήσω στο σκηνικό της ζωής μας. Μου ‘δειξε τι πάει να πει ύστατη απώλεια: Δεν είχαμε άλλον συγγενή να χάσουμε / παρά ο ένας τον άλλον. Μου ‘δειξε τι μορφή παίρνει μέσα της η άρνηση, η αδιαφορία απέναντι στον έρωτα: διέψευσαν τον έρωτα / αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε / και στρέψαμε αλλού το βλέμμα / σαν να ‘μασταν άγνωστοι / ή πεθαμένοι.
Ένας παλλόμενος ποιητικός χρόνος που διαπερνά ζωές, έρωτες, παιδικά χρόνια, παραισθήσεις προσεγγίζοντας ακόμα και τον Παράδεισο: ξωκλήσι πεσμένο / δίχως τοίχους, πόρτες, παράθυρα / να βρίσκω εύκολα / τον δρόμο μου προς τον Παράδεισο. Στους στίχους της εντοπίζουμε διακριτούς τόπους και χρόνους, στοιχεία ταυτισμένα με την ποιητική σύνθεση. Η Κέρκυρα, ο χιονισμένος Όλυμπος Αύγουστο μήνα, η αμήχανη παρουσία σε κάποιο μπαρ 10:45 τη νύχτα, η ανάμνηση κάποιου τοπίου, η σύντομη Κυριακή, τα Χριστούγεννα, ο Μάης, το καλοκαίρι που δεν έφτασε ποτέ…
Δεν είμαι άνθρωπος που υπερθεματίζω το τυχαίο, ούτε παραδίνομαι άνευ όρων στη μοιρολατρία. Πολλές φορές όμως, ό,τι συμβαίνει είναι αναπόφευκτο να συμβεί. Δεν χωρούν πολλά γιατί. Ίσως, πίσω από όσα γίνονται κρύβεται μία αφανής νομοτέλεια, την οποία μόλις και μετά βίας διακρίνουμε. Αυτές περίπου τις σκέψεις έκανα μόλις αντίκρισα το τελευταίο 3στιχο της συλλογής. Οι τελευταίοι στίχοι, του τελευταίου ποιήματος: Κι η Ευτυχία / το τόπι που κλωτσάω για να φύγει κι ύστερα τρέχω / να το πιάσω. Γιατί έτσι συμβαίνει με την ευτυχία. Με την όποια ευτυχία. Την κλωτσάμε σαν τόπι κι έπειτα τρέχουμε ξωπίσω της για να την πιάσουμε. Αν την πιάσουμε…
Τα ποιήματα μπορεί να απαιτούν την μοναξιά μας για να ενσαρκωθούν, στην ουσία όμως τα γράφουμε μαζί. Κι ας είναι πολλοί στίχοι γραμμένοι με κόκκινο στυλό – για το ενδεχόμενο να είναι όλα λάθος. Η ποίηση της Ελένης Αλεξίου είναι ένα ανοιχτό εισιτήριο με άγνωστο προορισμό, ακριβώς γιατί δεν ξέρεις αν θέλεις να επιστρέψεις κι από πού…