ΟΥΔΕΙΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ
Αληθινή ιστορία από τον Κωνσταντίνο Μπούρα
Αγαπητοί φίλοι, ακροατές,
αναγνώστες και συνδημιουργοί, σας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αφήγηση σε
τρίτο πρόσωπο, όμως – σας ορκίζομαι – πως η ιστορία είναι αληθινή. Φαίνεται ότι
όντως η πραγματικότητα υπερβαίνει κάθε φαντασία (τι κοινοτοπία, θεέ μου,
αναγκάζομαι να γράψω…). «Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι
εντελώς μα εντελώς συμπτωματική. Χμμμμμ!
Ήταν
τεσσάρων χρονώ σε ένα λόφο της Καλαμάτας έξω από την πόλη. Εκεί που ήταν η
αρχαία Αμφεία (που από μικρός τη συνέχεε με τα άμφια, και θα καταλάβετε αμέσως
γιατί). Ήταν το πιο ολιγομίλητο, εσωστρεφές και ντροπαλό παιδί του κόσμου. Όχι
όμως κι ακοινώνητο. Του άρεσε να χώνει τη μούρη του παντού και να φυτρώνει εκεί
που δεν το σπέρνουνε. Τη μια πίσω από τις μισόκλειστες γρίλλιες των σπιτιών
μέσα στην κάψα του μεσημεριού. Την άλλη στον προθάλαμο της μοδίστρας, όπου
πήγαιναν όλες να ραφτούν. Αλλά και έξω από το παράθυρο της μαίας, που κι εκεί
πήγαιναν κάποιες για να …ραφτούν. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις έδιναν κι έπαιρναν,
όσο για την αιμομειξία… καλά να μην το συζητήσουμε αυτό το θέμα, γιατί υπάρχει
κι η Αγορανομία, το ληξιατρείο(!) και
κανείς δεν θέλει τα μυστικά του φάτσα-φόρα. Όπως έλεγε η φίλη μου, η γηραιά
ηθοποιός διεθνούς βεληνεκούς και χιούμορ, όταν της πρότειναν (η καλή κι
αχώριστη φίλη της – Θειός συχωρέστην! – να ασχοληθεί με την πολιτική) εκείνη η
θυμόσοφος απάντησε: «Δεν θέλω να κρέμονται τα εσώρουχά μου σε κοινή θέα». Και
πέθανε ευθυτενής, περήφανη, ασυμβίβαστη και …τζώρας. Γι’ αυτό τη συμπαθούσα.
Μοιάζαμε. Η Αλήθεια πάνω απ’ όλα. Και σ’ όποιον αρέσει. «Να μην τα κάνατε,
κυράδες μου, να μη σας σούρναμε όσα δεν σούρνει η σκούπα». Από νωρίς όμως έμαθα
πως η Αλήθεια έχει ένα τίμημα. Και μάλιστα, ακριβό.
Εκείνο
το απόγευμα, Ιούλιος θα ήταν, το θερμόμετρο είχε χτυπήσει κόκκινο, τα σύρματα τσίριζαν
στις παλιές κολώνες της Δ.Ε.Η. (εκείνα τα κυπαρισσόξυλα τα αλειμμένα πίσσα),
ένα μάλιστα έπεσε και χτυπιόταν στα πόδια μας, σα φίδι κολοβό (που του είχες
κόψει την ουρά, έτσι για να παίξεις – ήμασταν σκληρά παιδιά τότε, όχι
μαμόθρεφτα)… Πλατειάζω όμως και δεν μου αρέσει. Το γήρας. Ου γαρ έρχεται μόνον.
Κάθε απόγευμα πηγαίναμε με τη γιαγιά μου την Αγγελική στο απέναντι πυργόσπιτο,
χτυπάγαμε το ρόπτρο στη μεγάλη ξύλινη καστρόπορτα με τους ατσάλινους
μεντεσέδες, περνούσαμε από καμάρες, ανεβαίναμε κάτι θεώρατα πέτρινα σκαλιά και
σε μία μισοφωτισμένη κάμαρη που μύριζε ούρα, γεροντίλα, τσάι του βουνού και
μέλι ευωδιαστό, βασιλικό και γεράνι (που θεραπεύει την κατάθλιψη) επισκεπτόμασταν
την υπέργηρη φίλη της [λησμονώ πια το όνομά της]. Όμως η δική μου γιαγιά έπασχε
από αρθριτικά, δεν έβλεπε και καλά από το γλαύκωμα, την πείραζε κι ο καύσωνας
κι εκείνη ειδικά την αποφράδα μέρα (θα καταλάβετε αμέσως το γιατί) η γιαγιά
Αγγελική μου ανακοίνωσε με στεντορεία φωνή (χωρίς να περιμένει βέβαια απάντηση
από το ιδιόρρυθμο τέκνο του υιού της του μονάκριβου) ότι δεν θα πάμε στης φίλης
της σήμερα, αλλά θα το αναβάλλουμε για άλλη, δροσερότερη μέρα. Τότε (το θυμάμαι
ακόμα, με ανάμεικτα αισθήματα) ο μικρός προφήτης που δεν ήξερα ότι ήμουν πήγε
στην άκρη της ξύλινης βεράντας (χαγιάτι το λέγαμε τότε) πήρε στάση Τειρεσία και
σα να παίζει στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου χωρίς μικρόφωνο-ψείρα, ανήγγειλε
στην πάντα ωτακούστρια γειτονιά: «Γιαγιά Αγγελική, γιαγιά Αγγελική, να πάμε
σήμερα στη φίλη σου, γιατί αύριο, τέτοια ώρα, θα την έχουνε
φυτέέέέέψειειειειει!!!». Μάλιστα, τόσο καλά. Πείτε μου τώρα αν το πιστεύετε.
Και βέβαια όχι. Αλλά ούτε κι ότι είχα μάθει μόνος μου να διαβάζω από τα τέσσερα
και μελετούσα Βίλχεμ Ράιχ, Παπαδιαμάντη και την Αγία Γραφή, ενώ συνέθετα
απαραιτήτως τέσσερα ποιήματα καθημερινώς, ανεβασμένος στην ελιά του κήπου, που
έγερνε και μου έδινε σκαλοπάτι για ν’ ανέβω…ούτε αυτό [σας καταλαβαίνω – δίκιο
έχετε!] θα πιστεύατε, ακόμα κι αν ήσασταν μπροστά. Όπως όλοι οι αυτήκοοι
μάρτυρες, όταν εκείνη ειδικά τη νύχτα ακούσανε κραυγές από το απέναντι σπίτι
και μοιρολόγια και τσιρίδες κι έτρεξαν – βεβαίως – να πληροφορηθούν από πρώτο
χέρι τα καθέκαστα – σιγά που θα ολιγωρούσαν – όταν έμαθαν ότι η γιαγιά που δεν
δέχτηκε την επίσκεψή μας το προηγούμενο απόγευμα είχε πεθάνει μέσα στη νύχτα
από βαθιά γεράματα, και την επόμενη μέρα τη θάψανε για να μη βρωμίσει λόγω
ζέστης – γι’ αυτό βρίσκανε και πολλά πτώματα μπρούμυτα όταν τα ξεθάβανε,
βιαζόντουσαν γαρ να τα ξεφορτωθούνε… Όλ’ αυτά δεν ήταν καθόλου καλά, βέβαια,
για τη φήμη μου ως παιδί με ειδικές ικανότητες. Με το που τέλειωσε η κηδεία και
πίναμε όλοι τον καφέ της παρηγοριάς, σ’ εμένα δεν έδωσαν, ούτε κονιάκ και
θύμωσα θυμάμαι πολύ, όχι γιατί με τραβούσε το αλκοόλ, αλλά γιατί σιχαινόμουνα
τις διακρίσεις εις βάρος μου και υπέστην πολλές έκτοτε… είδα με τρόμο να
έρχεται κατά πάνω μου – κυριολεκτικά – τον πανύψηλο, λιγδιασμένο, βρωμιάρη
παππά, που έδερνε την παπαδιά με το τσεκούρι (από το πίσω μέρος, εκείνο που δεν
κόβει) κάθε φορά που τσακωνόντουσαν… τρόμαξα τόσο που μου λύθηκαν τα γόνατα.
Όμως ο εφιάλτης δεν τελείωσε εκεί. Με έβαλε κάτω από το πετραχήλι του, έζεχνε,
ούτε χωματερή ούτε υπόνομος δεν βγάζει τέτοια μπόχα κι άρχισε να ψέλνει
διάφορες ευχές για να με ξορκίσει. Ήταν το πρώτο (μεγάλο) σοκ της ζωής μου (ή
μήπως το δεύτερο, αν εξαιρέσεις τη γέννα;). Κάποια στιγμή τέλειωσε το μαρτύριο
κι από τότε αποφάσισα να το ράψω το ρημάδι μου και να μην λέω τίποτα για
κανέναν. Ούτε για το καλό του. Αφού έπασχα από το σύνδρομο της Κασσάνδρας και
δεν με πιστεύανε. Άσε που νόμιζαν ότι είχα προκαλέσει εγώ το Κακό! Ποιος; Εγώ.
Ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου (λέμε τώρα – τουλάχιστον καλών προθέσεων – το
συμβιβάσαμε).
Γιατί
τα θυμήθηκα αυτά σήμερα, Πέμπτη; Γιατί τη Δευτέρα είχα προειδοποιήσει την
προϊσταμένη μας στη δουλειά (άτιμη φτώχεια! Βιοπορισμός με όλα τα
συμπαρομαρτούντα) ότι ο καλός συνάδελφος και φίλος Βρασίδας θα πάθαινε κολπική
μαρμαρυγή. Φτάνοντας σήμερα καθυστερημένος στο γραφείο τους είδα όλους να με
κοιτάνε περίεργα. Για να τους πειράξω, τους είπα ότι του χρόνου τέτοια μέρα
άλλοι τρεις από την δική μας πτέρυγα του ορόφου θα βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα.
Φτύσανε όλοι τον κόρφο τους, αλλά για σήμερα τουλάχιστον δεν με ενόχλησαν και
με άφησαν να δακτυλογραφώ ανενόχλητος, χωρίς να διαμαρτύρονται ότι τους
ενοχλούν τα πλήκτρα, ενώ εκείνοι ακούνε τον …Τράγκα στη διαπασών και σκυλάδικα
και καραγκούνικα («μπήκαν τα βόδια στο μαντρί τα πρόβατα στη στάνη» – έτσι δεν
το λένε, ή μήπως αντί για «βόδια» είναι «γίδια»;). Τι να σας πω θα σας γελάσω.
Πάντως, είναι δύσκολο – κι επικίνδυνο ενίοτε – να είσαι προφήτης στις μέρες
μας. «Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού χώρα». Αυτά φίλοι μου. Όποτε θέλετε να σας
πω τη μοίρα, μπορείτε να μου γράψετε. Περισσότερες πληροφορίες στο: www.konstantinosbouras.gr
[από τον υπό έκδοσιν τόμο: ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΚΙ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ(Ανάλεκτα. Δραματικά και …άλλα) (μετα-μεταμοντέρνο
σπονδυλωτό μυθιστόρημα που του λείπουν κάποιες …ψηφίδες και κάποιοι …σπόνδυλοι
έχουν γείρει ανεπιστρεπτί)]