Ήτανε νύχτες που περνούσανε αργά πλάι στα χαλάσματα
Από βαθιά δεν έφτανε παρά σιωπή
Άλλοτε αγκαλιασμένοι στα χορτάρια, άλλοτε ανεβασμένοι στις
σήτες
και είχαμε τον ίλιγγο του παρανόμου.
Ήτανε νύχτες που κρυβόμασταν στις φυλλωσιές
ανάμεσα στα τελάρα με τις χασαμπαλιώτικες πέτρες
– εμείς θα κληρονομούσαμε τον κόσμο –
κι ανοίγαμε τους τάφους για να βρούμε το τρύπιο πετσί
της ύστερης κλοτσιάς.
Τι αμαρτίες παίρναμε ;
Ιστορία παλιά, που ακόμα μας στοιχίζει.
Η ομίχλη σβήνεται στα φώτα αλογόνου και στις σόμπες
δεν έφτασε ποτέ στο πρόσωπό μας
σαβανωμένοι γεωυφάσματα και φυλλοβόλους σταυρούς
και αμμόχωμα μην τύχει και ανθίσει ένα λουλούδι.
Η μυρωδιά της μπύρας και ο άνεμος των συγχυσμένων μουσικών
πολλές φορές ξαλαφρώνουμε στο στύλο
με την αφίσα κάποιας εκδήλωσης ψυχολογίας ή της παράστασης
του Θεσσαλικού
Άγιε Αχίλλιε, ορμητήριο ληστών !
Ο δρόμος που ανοίγει είναι ακανόνιστος
όπως οι πλάκες που πονούν στα βήματά μας.
Θα πεις : Από ψηλά
υπάρχει μια πεποίθηση ολοκλήρωσης.
Μα ποιος έχει τη χάρη να κοιτά ψηλά ;
Είναι λοιπόν, προτιμότερο το πλέξι γκλάς στα κενοτάφια
ώστε να βλέπει ο επισκέπτης που πρόκειται να πάει,
τι πρόκειται να γίνει.
Ας είναι δίγλωσση η επιγραφή καθώς η φύση μας
και στα λουτρά, τα σπαραγμένα ας αναρωτηθούμε
Αυτό το έργο, ποιανού είναι ;