το νήμα της
κουκουβάγιας
Σε μια πλατφόρμα μια
ομάδα ατόμων αφήναμε μεγάλα σκοινιά, πιο χοντρά από σπάγκο, ίσια και
ευθυγραμμισμένα. Το τοπίο ήταν αχνό, σαν να το κάλυπτε ομίχλη ολόγυρα. Μεγάλες
κουκουβάγιες με διάπλατα τα φτερά τους πλησίαζαν από τον ορίζοντα προς την
αποβάθρα. Έπαιρναν τα σκοινιά στο ράμφος τους και έφευγαν πάλι πετώντας προς
τον ουρανό…
Το κορίτσι με τα σπαθιά
Κάτω από το νερό
διαδραματίζεται μια ασυνήθιστη μάχη. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι παλεύουν και ο
καθένας προσπαθεί να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Το αγόρι είναι γυμνό από τη
μέση και πάνω και τα χέρια του από τον αγκώνα και κάτω γίνονται δύο σκουριασμένα
σπαθιά. Το κορίτσι έχει κι εκείνο σπαθιά αντί για χέρια λίγο πιο κυρτά από αυτά
του αγοριού. Και κρατώντας τις ανάσες τους κάτω από το νερό χτυπάνε τα σπαθιά
μεταξύ τους με σκοπό κάποιο θανάσιμο τραυματισμό. Το κορίτσι άπλωσε τα χέρια
οριζόντια και με δύναμη τα ένωσε περνώντας τα σπαθιά από τη μέση του αγοριού
που έσκισε πλέον στα δύο.
Το Άγιο Φως
Βρισκόμαστε σε ένα βαγόνι ενός τρένου και μαζί μας κάθεται και ο ελεγκτής που μας έχει πιάσει κουβέντα. Μας αφηγείται κάτι ιστορίες του πολέμου και πως οργάνωναν οι ελεγκτές τα βαγόνια. “Κάθε μέρα συνεννοούμασταν για το ποιο όνομα θα βγάζαμε από τα βαγόνια. Για παράδειγμα, λέγαμε την Τρίτη θα κατέβουν όλες οι Μαρίες. Έτσι, άδειαζαν κάποια βαγόνια και εκεί πήγαιναν οι ελεγκτές με τις κοπέλες τους.” Με κάτι τέτοιες ιστορίες φτάσαμε μέχρι τον προορισμό μας. Τη στιγμή που έπρεπε να κατέβουμε και μόλις πατήσαμε το πόδι μας σε στέρεο έδαφος, είδαμε ένα κάτασπρο φως να πλημμυρίζει τον τόπο. Ήταν τόσο λαμπερό και φωτεινό που σχεδόν δεν μπορούσες να το κοιτάξεις. Ήταν η Αγία Αικατερίνη που έλαμπε από ένα μικρό εκκλησάκι. Κι εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να ήμουν σίγουρη για τον κόσμο. Σαν να μου λύθηκαν όλες οι απορίες και όσα διλήμματα είχα. Ένιωθα πιο χαρούμενη και ελεύθερη από ποτέ. Ήξερα πως όλα όσα έχω πασχίσει να είμαι θα είχαν αντίκρυσμα. Πως έχει σημασία που είμαι δίκαιη και ευγενής και πως δε θα έχω την ίδια τύχη με έναν αχρείο εκμεταλλευτή.
Και φτάσαμε σε ένα μέρος, ένα περιφραγμένο μεγάλο οικόπεδο. Στο κέντρο του είχε ένα σπιτάκι. Εκεί πήγαμε να μείνουμε. Αλλά η περίφραξη δεν ήταν πολύ καλή και σε μερικά σημεία άνοιγε. Μια μεγάλη τίγρης μας γυρόφερνε στο σπίτι. Κάποιοι δεν την είδαν αλλά εγώ την είχα δει. Ήθελε να μας φάει έναν έναν. Πότε πότε την έβλεπα από το τζάμι. Ο μπαμπάς μου δεν πίστευε πως υπάρχει τίγρης εκεί κοντά και με πήγε σε ένα σημείο εντελώς ανοιχτό που έβλεπε θάλασσα και μου ζήτησε να τον περιμένω καθώς θα γύριζε λίγο στο σπίτι. Κι εγώ έμεινα εκεί κοιτάζοντας έντρομη δεξιά κι αριστερά μην εμφανιστεί το ζώο και με κατασπαράξει.