Ο Γιάννης τράβηξε λίγο ακόμα τη
μπανέλα για να σιγουρέψει τη σκηνή. Έριξε μέσα ό,τι δε χρειαζόταν άμεσα και
έσκυψε να ανάψει το γκαζάκι. Όσο περίμενε το νερό να βράσει, προσπάθησε να
ξεχαστεί κοιτώντας τον ήλιο να κρύβεται πίσω από τη θάλασσα. Δυσκολεύονταν να
εκτιμήσει την πλεονεκτική θέα από το βουνό. Πρόσθεσε το τσάι στο νερό και πάτησε τσιγάρο, μήπως
και καταφέρει να τον πάρει ο ύπνος.
***
«Εδώ είναι καλά.»
«Είστε σίγουρος κύριε Βασίλη;»
«Ναι…»
«Γιάννης.»
«Γιάννη. Με συγχωρείς…
καταλαβαίνεις.»
«Μην απολογίστε κύριε Βασίλη, ξέρω.
Εσείς θυμάστε την κουβέντα που κάναμε; Είστε σίγουρος»
«Δε θυμάμαι ακριβώς. Μην ανησυχείς.
Ξέρω… είμαι σίγουρος. Θυμάμαι ακόμα αρκετά. Τώρα που θυμάμαι πρέπει. Έλα.»
Όσο μιλούσαν, ο κύριος Βασίλης
κοιτούσε απέναντι. Ο Γιάννης θύμισε στον εαυτό του πως την απόφαση την είχε ήδη
πάρει και έπρεπε να σταματήσει να την αμφισβητεί.
«Έλα!»
Έκανε γροθιά το χέρι και την
ακούμπησε στο σακίδιο του κύριου Βασίλη. Πήγε να πάρει μια ανάσα αλλά δεν
μπόρεσε. Έσπρωξε. Σταθερά και δυνατά. Ο κύριος Βασίλης πήγε να στρίψει
ανακλαστικά και να πιαστεί από κάπου. Αλλά έπεσε ήσυχα, δεν έβγαλε κραυγή. Ο
Γιάννης είχε την εντύπωση πως τον είδε να χαμογελάει. Μάλλον βλέπω αυτό που
θέλω, σκέφτηκε. Έμεινε για λίγο να κοιτάει το φαράγγι χωρίς να το βλέπει.
Όταν κατάφερε να πάρει ανάσα, συνέχισε στο μονοπάτι.
***
Ο Γιάννης έσερνε αφηρημένος τα
δάχτυλά του στο ζαρωμένο ξύλο του τραπεζιού. Το παρατηρητήριο έδινε μια ανοιχτή
θέα του κάμπου, αλλά ο νους του ήταν στο δρόμο. Μετά την αναμενόμενη
καθυστέρηση, άκουσε το λεωφορείο και λίγο μετά αυτό φάνηκε στη στροφή. Ο κύριος
Βασίλης κατέβηκε στη στάση λίγα μέτρα πριν το κιόσκι του παρατηρητήριου. Αφού
το λεωφορείο συνέχισε και κρύφτηκε στην επόμενη στροφή, ο Γιάννης σηκώθηκε.
«Γεια σας.» του είπε αμήχανα. Ο
κύριος Βασίλης τον κοίταξε με αμφιβολία.
«Γιάννης. Είχαμε μιλήσει»
«Μπράβο, Γιάννης, γεια σου. Με
συγχωρείς αγόρι μου, καταλαβαίνεις.»
«Μην ανησυχείτε κύριε Βασίλη, πάμε.
Το μονοπάτι αρχίζει από ‘δώ μετά τη στροφή. Θυμάστε.»
«…Ναι. Ναι, Γιάννη μου, πάμε. Με
συγχωρείς που δε θυμήθηκα το όνομα σου.»
«Μου το είπ… δεν πειράζει κύριε
Βασίλη, δεν υπάρχει λόγος να ζητάτε συγγνώμη. Πάμε;»
«Πάμε.»
***
Ο Γιάννης γέμισε το παγούρι στην
πηγή και κάθισε σε ένα πλατύ βράχο. Οι υπόλοιποι είχαν στρώσει λίγο παραδίπλα
για να τσιμπήσουν κάτι πριν συνεχίσουν την πορεία. Ο κύριος Βασίλης σηκώθηκε
και πήγε προς το μέρος του. Είχε πατημένα τα εξήντα αλλά μάλλον το είχε
ξεχάσει, παλιοσειρά του ορειβατικού. Ο Γιάννης, τέσσερα χρόνια στο σύλλογο, δεν
είχε καταφέρει να πιάσει το ρυθμό του.
«Ελάτε καθίστε κύριε Βασίλη,
ξεκουραστείτε και ‘σεις λίγο.» του είπε.
«Εντάξει είμαι Γιάννη μου… καλά δε
το λέω, Γιάννης;»
«Ναι, ναι… Πολύ ωραία διαδρομή.
Θέλω να την κάνω και φθινόπωρο σίγουρα.» Ο κύριος Βασίλης στάθηκε για λίγο.
«Ναι. Είχε άλλη ομορφιά το
φθινόπωρο. Αν θυμάμαι καλά.» Κάθισε δίπλα στο Γιάννη.
«Γιάννη παιδί μου, θέλω να σου
ζητήσω κάτι.»
«Ό,τι θέλετε.»
«Άκουσέ με πρώτα. Μαζί δεν τα λέγαμε
τις προάλλες; Πως κάθε πορεία την κρατάμε για πάντα, η εμπειρία γίνεται
ανάμνηση, όλα αυτά;»
«Ναι… με τη Φωτεινή και το Νίκο,
στη Βαλιά Κάλντα πέρυσι.»
«Πέρυσι, μπράβο. Πως να στο πω…
φοβάμαι… ξέρω μάλλον. Ξέρω πως θα τα χάσω όλα αυτά.»
«Χαζομάρες κύρ Βασίλη! Μου ρίχνετε
τριάντα χρόνια και δυο χιλιόμετρα τουλάχιστον σε κάθε πορεία.» του είπε
χαριτολογώντας. Ο κύριος Βασίλης χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο δεν άγγιξε τα
μάτια του.
«Δεν είναι αυτό… Θα χάσω και τα
παλιά, και το σημερινό, τη κουβέντα αυτή.» Ο Γιάννης έψαξε κάτι να πει. Δε βρήκε τίποτα. Κατάλαβε πως ήταν
καλύτερα έτσι.
«Δε θέλω. Θέλω να προλάβω. Τις
αναμνήσεις, τα βουνά, όλα… δε θέλω να τα χάσω.» Σταμάτησε.
«Σας ακούω κύριε Βασίλη.»
«Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Γιάννης;
Σωστά;»
«Γιάννης. Ό,τι θέλετε. Πείτε μου.»