Θέλω ζεστό τσάι και μπουγάτσα Σαλονίκης για
πρωινό. Από τέτοιες ασήμαντες συνήθειες κρίνεται όλη μου η ζωή. Να βγαίνω μετά
στο μπαλκόνι για τσιγάρο και να παρατηρώ τους απέναντι ενοίκους να κατεβάζουν
τα χθεσινά σκουπίδια∙ ή πίσω απ’ τα τζάμια του ουζερί να μυρίζω οινόπνευμα και
κάτι ανεπαίσθητα πικρό στα ρούχα των θαμώνων, σαν χάδι στο πρόσωπο από κάπου
μακριά. Λίγο πριν το μεσημέρι η ζωή δεν έχει πια το χρώμα που της δίνω γιατί
είναι, λέει, υπεράνω ηθικής∙ ψωνάρα κι αυτή, χαζογκόμενα απ’ τις λίγες.