« Η περίπτωση της υβριδικής λογοτεχνίας »

Η «Συνωμοσία της Πυρίτιδας»
λαμβάνει χώρα στην Αγγλία το 1605. Μία ομάδα Καθολικών, γνωστότερος και ως
ήρωας έμεινε ο Guy Fawkes, θα προσπαθήσει να ανατινάξει με τριάντα έξι βαρέλια
πυρίτιδας το αγγλικό κοινοβούλιο, στις 05/11/1605, με σκοπό την δολοφονία του
βασιλιά Ιάκωβου Α΄. Όμως τα Βαλκάνια, ως γνωστόν, είναι η πυριτιδαποθήκη της
Ευρώπης. Αρκετοί  πόλεμοι εκτυλίχθηκαν
στο σώμα τους κι ένας παγκόσμιος ξέσπασε σ’ αυτό. Ένας απ’ τους πιο αιματηρούς,
ειδεχθείς και βίαιους  εμφυλίους πολέμους
σφράγισε το τέλος του πιο πολεμοχαρούς και  αιμοσταγούς αιώνα. Εδώ, λοιπόν, που δεν είναι
παίξε γέλασε, θα εξυφανθούν και οι πιο περίπλοκες και μυθιστορηματικές
συνωμοσίες.  

Τα τελευταία χρόνια, τα
χρόνια της «κρίσης», όπως αποκαλούνται, έχουν εξυφανθεί και εκφραστεί (αλλά και
έχουν διατρανωθεί προϋπάρχουσες) αρκετές συνομωσιολογικές θεωρίες για το πώς
και γιατί δημιουργήθηκε και τι συμβαίνει εν ώρα κρίσης. Περίφημη και πάντα στο
«τερέν» είναι η θεωρία ότι κάποια κέντρα εξουσίας (το αφηρημένο στοιχείο είναι
απαραίτητο) επιθυμούν την εξαφάνιση μιας μικρής και όχι σημαντικής οικονομικής
δύναμης χώρας που βρίσκεται στα ανατολικά της Μεσογείου. Η καταστροφή της
Ελλάδας, πολιτιστική, θρησκευτική αλλά και οικονομική είναι σύμφωνα με αυτή τη
θεωρία το μέγιστο ιστορικό στοίχημα (έκπαλαι) του εβραϊκού (ή καλύτερα
εβροαμερικανικού)  και μασονικού λόμπι. Τώρα
τελευταία προστίθεται και ο ανερχόμενος μουσουλμανικός φονταμενταλισμός. Μία
άλλη πιο πρόσφατη θεωρία (που υποστηρίχθηκε μέχρι και από  στόματα πολιτικών) είναι ότι τα αεροπλάνα
(κατόπιν εντολής κάποιων) ψεκάζουν τους Έλληνες για να μην αντιδρούν στην
προαναφερόμενη καταστροφή τους. Με άλλη θεωρία (οικονομικού και πολιτικού
ενδιαφέροντος) υποστηρίζεται ότι παλιός (και από καιρό συγχωρεμένος) Έλλην
μεγιστάνας παγκόσμιας εμβέλειας (αυτή τη φορά αναφέρουν και όνομα) έχει
καταθέσει σε τράπεζα υπέρογκο χρηματικό ποσό προκειμένου να σωθεί η Ελλάδα αν
περιέλθει σε κρίση, αλλά με τον όρο να μην αναμειχθούν οι πολιτικοί, και άρα
γι’ αυτό οι πολιτικοί από εξουσιομανή εγωισμό δεν κάνουν χρήση αυτού του ποσού.
Συνεπώς οι πολιτικοί φταίνε.

Με την «Συνωμοσία της πυρίτιδας»
ο Θοδωρής Ρακόπουλος μας δίνει με έναν ευφυή, αστεΐζοντα και καυστικό λόγο μια
ολοκληρωμένη οπτική για τις εξελίξεις στο γίγνεσθαι του ελλαδικού χώρου, που
δεν αναπνέειsuigenerisκαι
αποκομμένος απ’ την υπόλοιπη υφήλιο. Απέναντι στην εύκολη και ευπώλητη σοβαροφάνεια
των ειδησεογραφικών εντάσεων  ο
συγγραφέας παρατάσσει την  γραφίδα του προκειμένου
να αποδομήσει την, φευ, πανταχόθεν προερχόμενη συνωμοσιολαγνεία και
τρομολαγνεία της εποχής. Έτσι λοιπόν στο βιβλίο ανακατεύονται με την μέθοδο της
ατάκτως ερριμμένης τράπουλας, τρεις ενότητες μικρών πεζών κειμένων:

Η ενότητα «ανοίγοντας τα γράμματα του γείτονα» 

Οσυγγραφέας, εδώ,  λειτουργεί εντελώς διαφορετικά σε σχέση με τον
συμβολικό, αλληγορικό, μυθοπλαστικό και υπονοούμενο λόγο των «Κοραλλιών», η πρώτη
ενότητα του «Ορυκτού δάσους». (Νεφέλη
2013, στη λίστα των βραβείων ποίησης του περ. Ο Αναγνώστης).  Με διάθεση «γυμνισμού», και τραβώντας το
παραβάν των όποιων ερμηνειών, επιδιώκει να «εμφανίσει» το ζοφερό, το άνετο και
το παρ/άλογο  της εύκολης και ανέξοδης διατύπωσης
θεωριών, με το μοναδικό όπλο του, τον λογοτεχνικό λόγο. Σημειωτέον ότι
πρόκειται για μεικτό λόγο: στην «Συνωμοσία της πυρίτιδας», ο Ρακόπουλος γράφει
και στα δύο “είδη” λογοτεχνίας, συνδυάζοντας ποίηση και πεζό. Σ’ αυτή την
ενότητα συνθέτει σκηνικά «εθνικοαπειλητικά», τα οποία προφανώς διακωμωδούν όλες
τις αναφορές σε εξωτερικούς εχθρούς, ακόμη κι αν το έξω βρίσκεται μέσα, που
παγκοσμίως έχουν ένα και μοναδικό στόχο: την πολιτική, υπαρξιακή, εδαφική,
πολιτιστική και οικονομική εξάλειψη απ’ την Γη της χώρας, της, μεγαλύτερης  κατά άλλους ποιητές και λοιπούς εθνικούς
στοχαστές, που ονομάζεται Ελλάδα. (Όμως δεν
πρόκειται να το πετύχουν! Όπως υπόσχεται η ανθεκτική και αείζωη ελληνική
ραχοκοκαλιά, στο κείμενο με τον τίτλο «Φάμπρικα»).
Χαρακτηριστικά, εκτός
των άλλων, ποιήματα αυτής της οπτικής θα μπορούσαν να είναι τα εξής: «Τα Νεκρά
Φωνήεντα»: Η τόση και έντονη ανησυχία για την εξαφάνιση της ελληνικής γλώσσας,
αφού τα ελληνόπουλα μαθαίνουν πρωτίστως αγγλικά και άλλες ξένες γλώσσες,
επέφερε τω όντι την εξαφάνιση άλλων είκοσι έξι φωνηέντων που διασώζονται σε
διάφορα, κυρίως πατερικά, κείμενα. Την λεπτή ειρωνεία του ποιητή μπορείτε και
μόνοι σας ν’ αντιληφθείτε.

 Ένα ακόμη είναι «Η Αμήχανη Αποκάλυψη των
Μικρανθρώπων»: σ’ αυτό το κείμενο καυτηριάζεται η μόνιμη τάση να καταγγέλλονται
εισβολείς εκ των έξω, σαν να μην φέρει ποτέ ευθύνη ο , εκάστοτε, γηγενής, και
δη εντός της Ε.Ε., για την χώρα του. Δεν είναι βεβαίως διόλου τυχαία η επιλογή
του τίτλου της ενότητας, αφού μόνο οι «λαθραναγνώστες» της πολιτικής, εκείνοι
δηλαδή που διαβάζουν τα κρεμασμένα πρωτοσέλιδα, επικεντρώνοντας τη ματιά τους
κυρίως στις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες, ευνοούν την εξύφανση ανύπαρκτων
συνομωσιών .

Η ενότητα «χιλιαστές»

Με μια σειρά από απλές ιστορίες
και με μια κάπως πιο «ήρεμη πεζογραφική διάσταση», εμμέσως στιγματίζεται η
εντύπωση ή η φιλοδοξία επιστροφής μεσαιωνικών μεταφυσικών αντιλήψεων, οι οποίες
επιθυμούν, και πάλι, να ποδηγετήσουν. Ας μην θεωρηθεί αστοχία, ειδικά μετά την
11/09/01, ή, για να θυμηθούμε τα καθ’ ημάς, με τα γεγονότα απ’ το 1997 ως την
αποκορύφωσή τους το 2000 για το ζήτημα της αναγραφής θρησκεύματος στις
ταυτότητες. Κορυφαίο, ίσως σημείο αυτής της ενότητας είναι η όγδοη ιστορία των
χιλιαστών, που είναι και η τελευταία του βιβλίου. Όμως ας γίνει μνεία της
τέταρτης ιστορίας και δωδέκατης στο βιβλίο.

Σ’ αυτή την ιστορία μια
καθαρίστρια κατά την ώρα της εργασίας της βλέπει τα φυλλάδια του ΙΚΕΑ και των
χιλιαστών και κάποια στιγμή την εντυπωσιάζει η ομοιότητά τους και τα μπερδεύει.
Αν δεν γίνεται κάποια αναφορά στην σχεδόν παντοτινή σύμπλευση κεφαλαιοκρατικών
και θρησκευτικών πρακτικών για την επικράτηση αμφοτέρων (κάτι που το κείμενο
αυτό υποστηρίζει), τότε σίγουρα έχουμε μια υπόμνηση (στα όρια της παρωδίας) της
αντιστοιχίας των ευαγών και μεσσιανικών υποσχέσεων καταναλωτισμού και
μεταφυσικής αποκατάστασης.

Η ενότητα «το ζωικό βασίλειο (του Ιουλίου Βερν)»

Μοιάζει να είναι η πιο
«δύσβατη». Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι μια ενότητα που μας φέρνει
αντιμέτωπους με μια ειλικρινή και διόλου πολεμοχαρή σχέση μας και του καθενός
εξ’ ημών με το ιστορικό παρελθόν μας. Ας μην ξεχνάμε την φυσική και φυσιολογική
καταγωγή μας. Ταυτοχρόνως παρουσιάζεται (πάλι αλλά με άλλο τρόπο) η αίσθηση του
περίεργου όντος, του περίεργου συμβάντος που αν δεν κυριαρχεί τουλάχιστον
εισβάλλει ενίοτε στην καθημερινότητά μας απειλώντας τις όποιες σταθερές
προκείμενες.

Το βιβλίο ως όλο

Πέρα απ’ την χαρτογράφηση των
ενοτήτων θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για ένα γλωσσικό παιχνίδι που
διαπερνάει όλο το βιβλίο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης αναρωτιόμαστε πότε
ο συγγραφέας μιλάει «σοβαρά», πότε κάνει χιούμορ, πότε τίποτε απ’ τα δύο μα
κάτι άλλο απροσδιόριστο. Δεν αντιλαμβανόμαστε (όχι εξαιτίας μιας θολής γραφής)
πότε έχουμε να κάνουμε με αλήθεια και πότε με ψέμα. Και φυσικά αυτά δεν
συμβαίνουν λόγω συγγραφικής αδυναμίας. Ακριβώς το αντίστροφο. Ο τρόπος γραφής
αυτών των μικρών υβριδικών κειμένων δεν έχει ανάγκη από σαφήνεια. Μόνο με την
απροσδιοριστία θέλει να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας το στοίχημα του περιεχομένου
των κειμένων που άλλοτε μοιάζει να βάλλει εναντίον του, άλλοτε να το κοιτά
ευσπλαχνικά. Δεν ξέρουμε πια αν έχουμε να ερμηνεύσουμε κάτι πίσω απ’ αυτές τις
γραμμές. Δεν ξέρουμε αν έχουμε κάτι να ανακαλύψουμε πέραν της προφανούς
δαιδαλώδους δεινότητας του λόγου ως σύμπλευση (σε άπειρες πιθανότητες) λέξεων.
Με αυτή την σύμπλευση όλα μπορούν να ειπωθούν, όλα να φανούν ως αλήθεια ή ως
άποψη ενός συνομωσιοπαθούς όντος. Και ο Ρακόπουλος μοιάζει (τις περισσότερες
φορές) να μη θέλει να πάρει θέση απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα. Απλά μας
καταδεικνύει, με λογοτεχνική ωστόσο δεινότητα, που και πως μπορεί να μας
οδηγήσει η λογομανία και η λεξιμαχία.

Ο Ρακόπουλος με αυτό το
βιβλίο δείχνει να συνεχίζει και επάξια να προοδεύει τον λογοτεχνικό λόγο ίσως
διαφορετικών συγγραφέων και με διαφορετικές απαιτήσεις, αλλά που όλοι τους
μοιάζει να εντάσσονται στην απαίτηση του καλά δουλεμένου με μοντέρνες
αναζητήσεις κειμένου. Αναφέρομαι σε βιβλία όπως «Τα στοιχεία για την δεκαετία
του 60» του Θανάση Βαλτινού, «Ιστορίες για τα βαθιά» της Τζένης Μαστοράκη, την
«Κρύπτη» του Γονατά.

Το νέο αυτό βιβλίο του Ρακόπουλου
θα πρέπει να θεωρηθεί και ένα πολιτικό έργο. Ένα έργο, δηλαδή, του οποίου η
ματιά αγκαλιάζει τις τρέχουσες εξελίξεις και με στοίχημα παροντικής κατάθεσης,
αλλά και με διιστορική τόλμη.

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα
συγγραφέα που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τον λογοτεχνικό λόγο και που δεν
φοβάται να δώσει διαφορετικές προοπτικές των αναζητήσεών του. Τούτο δεν τον
παγιώνει ως ένα συγγραφέα ενός και συγκεκριμένου ύφους μέσα στο οποίο με άνεση
θα κινείται για τα επόμενα χρόνια, αλλά ως ένα λογοτέχνη του οποίου τα κείμενα
πάντα θα έχουν κάτι να καταδείξουν και να πουν.

  

.