Ο φονιάς

Ήταν
μια ωραία, λαϊκή ιστορία. Έπειτα από τέτοιο μακελειό, εκείνος φεύγει το χάραμα,
αφήνοντας ανοιχτές πόρτες και παράθυρα. Αυτή που τον φωνάζει, γυμνή με τις
σινδόνες να κρύβουν το φύλο της είναι ένα μυθικό πια πρόσωπο. Τ΄όνομά της
το΄δωσαν στο δρόμο και το σπίτι της δεν το γκρέμισαν. Στέκει εκεί δίχως σκεπή,
με τους τέσσερεις πύργους και τα τ΄αναμμένα φεγγάρια του παλιού σαλονιού.

Αργά
τ΄απόγευμα εκείνος επιστρέφει μεθυσμένος, βρίζοντας, παραπατώντας. Τα παιδιά
που σκορπούν από φόβο, που γυρνούν στις μανάδες, στο βάθος μιας αυλής ή μιας
αυτοκρατορίας. Είναι απ΄εκείνες τις στιγμές που κάνει απόλυτη ησυχία. Που
κανείς δεν μιλά και οι βιαστικοί διαβάτες αψηφούν τα ραντεβού των οκτώ, ανάβουν
ταυτόχρονα τα τσιγάρα τους και καίγονται αργά μες στον αέρα.

Κατά
την έξοδο αναγνωρίζεται η Ιουδήθ στα χέρια του με κάτι μαύρους καταρράκτες,
διάφανη καταστρέφοντας για πάντα τις θεωρίες και τα σχήματα. Και αφού όλοι
βεβαιώνονται  πως το κορίτσι είναι νεκρό
και πως το δράμα παίρνει τέλος, γυρνούν στις ασχολίες τους, τις αρρώστιες, τους
έρωτες και τα μυστήρια.

Την
αποχαιρετά μ΄ένα φιλί που αφήνει εποχή. Περνά μέσα απ΄το πλήθος. Οι άνδρες
βγάζουν τα καπέλα τους, σαν από ευλάβεια και οι γυναίκες στρέφουν το βλέμμα κατά
το χώμα. Ο φονιάς χάνεται στα παγωμένα μονοπάτια.

 Από έρωτα, είπαν, από έρωτα τη σκότωσε. Μια
στιγμή παθητική, είπαν, μια στιγμή παθητική και  τον συγχώρεσαν για πάντα.

  

Χάρτινα
Κρινολίνα

Ερχόταν
τ΄απογεύματα, μόνη, ντυμένη με  φορέματα
εποχής και κρινολίνα. Στεκόταν κοντά στην αποθήκη των κιβωτίων και έκλαιγε,
έκλαιγε πικρά για τη χαμένη της ευτυχία. Μιλούσε με τα φεγγάρια και ακουγόταν
που υποδυόταν το ρόλο της μητέρας σ΄ένα φανταστικό παιδί. Του΄κανε παρατηρήσεις
και έφερνε το χέρι της  σε κάτι μάτια
πυρεττώδη, έξαλα. Μετά έρχονταν οι δικοί της άνθρωποι. Της έλεγαν πως ο Ανέστης
επέστρεψε, πως την προσμένει στο σπίτι ενήλικας πια, μ΄όλα τα δώρα του κόσμου,
με καρτ ποστάλ και φωτογραφίες της τάδε κωμοπόλεως. Και εκείνη υπάκουε, ερχόταν
μετά χαράς, ζητώντας να μάθει αν είναι προσεγμένη αρκετά. Σταματούσε κάθε τόσο,
κάτι πάσχιζε να εξομολογηθεί. Έπειτα χυνόταν ξανά στους δρόμους, βαδίζοντας
αποφασιστικά απ΄την εποχή της ως τούτο τ΄απόγευμα, αγκαλιασμένη μ΄άλλους
ανθρώπους συντριμένους.

 Εμείς θυμόμαστε τα κρινολίνα, το φόρεμά της
από υλικά του φθινοπώρου, την παραπλανημένη της όψη όταν αργά φαινόταν, σαν να
βγαινε μέσα απ΄τους παλιούς σταθμούς και τα υποστατικά. Εμείς θυμόμαστε
πράγματα σκόρπια και μυθολογικά απ΄την εποχή της.

Φιλμ ερωτικά

Η
τελευταία σκηνή του φιλμ θέλει τον ήρωα, γερασμένο και όμορφο να βαδίζει ως την
άκρη του λιμανιού. Εκείνη πλάι στο μικρό τραπέζι που ανεμίζει του χαμογελά
φτιάχνοντας πεταλούδες με λίθους, ιχθείς και αναμνήσεις. Εκείνος σταματά, την
κοιτά μ΄όλο το θαυμασμό του κόσμου. Πίσω ανάβουν τα φώτα της παραλίας και τα
μικρά, θαλάσσια λυχνάρια μ΄όνόματα θρησκευτικά ή ενδεικτικά μιας αθώας
αρχαιοπρέπειας. Σε κάποιον προσεύχονται, σε κάποιον κρεμούν το φυλαχτό.Η Ωραία
Ελένη, η Μαγδαληνή, η Κάρμεν, ο Άγιος Νικόλαος σε μια πανδαισία χρωμάτων.

Μετά
εκείνος πλησιάζει. Την αγκαλιάζει διακριτικά και εκείνη χαμηλώνει τα μάτια,
δηλώνοντας τον έρωτά της μ΄όλους τους τρόπους. Ο κόσμος που τρέμει μες στο
παλιό του ρούχο και οι νύχτες που μας καθηλώνουν. Το φιλμ τελειώνει μ΄ ένα
μακρινό πλάνο της παραλίας και έπειτα η 
πόλη που σφύζει από ζωή, γεμάτη μικροπωλητές και θαυματοποιούς.