ΑΠΟΥΣΙΑ

Άδειο το φλιτζάνι μου απόψε,

Κι είν’ οι μεριές του στεγνές και κρύες,

Καθώς το χαϊδεύει τ’ ολόδροσο αεράκι που

Αθώρητα μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο.

Κενό και άδειο, πάλλευκο λάμπει στο σεληνόφως.

Γιομάτη η κάμαρα με την αλλόκοτη ευωδιά

Που αναδύουν τα άνθη της γλυσίνας.

Στου φεγγαριού λικνίζονται το φέγγος

Κι ανάερα χτυπούν στης κάμαρας τον τοίχο.

Μα το φλιτζάνι της καρδιάς μου παραμένει ατάραχο,

Και αδειανό, και κρύο.

Σαν έρθεις, κατακόκκινο

Και σύγκορμα παλλόμενο

Από αίμα ξεχειλίζει,

Της καρδιάς αίμα προς πόση ολόδική σου·

Με αγάπη να γεμίσεις το στόμα σου

Και με τη γλυκόπικρη γεύση μιας ψυχής.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Όλη τη μέρα κοίταγα τα πορφυρά τα φύλλα

Καθώς το κλήμα άφηναν κι έπεφταν στο νερό.

Και τώρα φεγγαρόλουστα να πέφτουν συνεχίζουν

Μα κάθε φύλλο απόψε γαρνιρισμένο είναι με κρόσσι αργυρό…