Έχει κάθε χωριό κι ένα φονιά;
Δεν ξέρω. Εμείς όμως έχουμε το Λιμογιάννη. Δεν τον γνώριζα, γιατί τη χρονιά που
γεννήθηκα είχε σκοτώσει τον αδερφό του κάτω στο ρέμα για ένα χωράφι και τον
είχαν δέκα χρόνια φυλακή. 

Έλεγαν οι άλλοι την ιστορία.
Οι δυο του κόρες είχαν μείνει απροστάτευτες και είχαν γίνει του Θεού. Και η
γυναίκα του το ίδιο. Σπάνια έμπαινε στα σπίτια των αλλονών συγχωριανών, πάντα
ήταν μαζεμένη στη θέση της: λίγα λόγια, σταυρωμένα χέρια, καμιά έκφραση στο
πρόσωπο. Ούτε στεναχώρια, ούτε αναστεναγμός, ούτε χαρά, ούτε κάτι να πεις,
πως  σου μένει να τη θυμάσαι.

Αλλά κι ο γιός είχε φύγει από
το χωριό. Δεν ήθελε, λέει, να δει ούτε τον πατέρα του, ούτε τη μάνα του, ούτε
τις αδερφές του. Αυτός δεν ήταν του Θεού, αλλά δεν ήταν και κακός. Έζησε μόνος
του στην Αθήνα, πούλησε όλο του τον κλήρο στο χωριό και ως το θάνατό του μια
φορά μόνο ματαήρθε.

Δεν είχα δει ποτέ μου φονιά κι
όταν μετά τη φυλακή ξαναγύρισε, περνούσαμε όλα τα παιδιά έξω απ΄ το σπίτι του
με φόβο, βιαστικά, για να πάμε στο σχολειό. Ο Λιμογιάννης δεν ξαναπείραξε όμως
άνθρωπο. Άρχισε αραιά και που να έρχεται στο καφενείο και μέσα σε δυο χρόνια
ξανάχτισε απ΄ την αρχή το σπίτι με τα ίδια του τα χέρια και νοικοκύρεψε το βιός
του. Έφευγε το πρωί πάνω στο γαϊδουράκι και γύριζε το βράδυ, σιγανά, αμίλητος.
Δεν ξέρω, αν ήταν σκεφτικός. Δεν ξέρω, τι σκέφτεται ένας φονιάς – ο μόνος
φονιάς του χωριού.

Έχει πεθάνει. Νομίζω, ήξερε
πως όλοι περίμεναν να πεθάνει. Οι κουβέντες και οι αναφορές στο Λιμογιάννη
έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια. Ούτε το φόνο, ούτε και τον ίδιο θυμάται
κανένας πια. Τη γυναίκα του, σαν πέθανε, την έθαψαν σε άλλο μνήμα. Ο γιός
θάφτηκε, άγνωστο πού, στην Αθήνα. Το σπίτι στέκει πάλι παραμελημένο στο πιο
ψηλό σημείο του χωριού κι η μόνη φοινικιά του τόπου – φυτεμένη απ΄ τον ίδιο
μετά την επιστροφή του – ανεμίζει τον ξερό της κορμό ακλάδευτη στον αέρα.