Στα θεμέλια του σπιτιού, οι παλιοί έσφαζαν πάντα έναν κόκορα.
Θυμάμαι πέντε χρονών παιδάκι, τη γιαγιά να σφάζει έναν κόκορα να τον παραδίδει
στα χέρια του πρωτομάστορα κι εκείνος να το περιχύνει στα φρεσκοσκαμμένα
θεμέλια πριν πέσει το πρώτο μπετόν. Ο πατέρας μου χάραξε το έτος 1959 σε μια
πλάκα στην είσοδο, κι έτσι θυμάμαι το έτος κατασκευής του σπιτιού, τέρμα
Καραγάτση στη Λάρισα. Ή πάλι μπορεί να είναι μια πλαστή ανάμνηση: να θυμάμαι
απλώς την τελετουργία από τις διπλανές οικοδομές, αργότερα, με την έκρηξη της
ανοικοδόμησης που σημειώθηκε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960.
Με ρωτούσε σε προχθεσινό μέιλ κάποιος νέος ποιητής «αν
μπορούσε να γράψει αναίμακτα ποίηση». Ήμουν έτοιμος να του απαντήσω πως αν δεν
χυθεί αίμα από τις φλέβες του, αν δεν ματώσει προσωπικά ο ίδιος, δεν θα
μπορούσε να γράψει ποτέ όχι ποίηση, αλλά ούτε ένα ποίημα που να αξίζει τον
τίτλο του ποιήματος. Είπα όμως να είμαι ευγενικός απέναντί του και λόγω του
πολύ νεαρού της ηλικίας του, και του απάντησα με το δημοτικό θρύλο για το
γεφύρι της Άρτας: «αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και μη
στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη
γυναίκα, που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».
Μόνο δια της (αυτό-)καταστροφής δίδεται το προνόμιο της δημιουργίας.