Ο φόνος της Παρασκευής 



Ο δολοφόνος της γειτονιάς σας

Άπειρος ακόμη

Σκέφτομαι να σκοτώσω τα θύματα σας

Όμως

Πώς νεκρός να χαρώ τον θάνατό σας;

Σκέφτομαι καλύτερα να σκοτώσω την αγνότητα σας

Έτσι ναι θα την δω να καίγεται.

Θα χαρώ να την βασανίσω.

Που επιπλέει αντί να βυθίζεται σαν πέτρα

Που βλέπει το όπλο του κυνηγού

Και της μοιάζει σαν προσευχητάρι

Που προτιμά τον θάνατο από την μοχθηρία

Που προτιμά την θυσία του ιδιοκτήτη της

Απο την νηνεμία της επιβίωσης.

Που υπάρχει ακόμη.

Έχω πολύ δουλειά!

Η γειτονιά παρακαλά για φόνους

Κι εκείνη δειλά ακόμη τους προστατεύει…

Περικοπή 



Στο δρόμο

Οι ήχοι των παπουτσιών

Κροτίδες με στόχο το κεφάλι μου.

Καθώς πλαγιάζουν τα φαντάσματα,

Τα σύννεφα συνωστίζονται κάτω από τα μάτια μου.

Η καρδιά σε ανακοίνωση:

Περίοδος μουσώνων κι απόψε.

Πρόσκληση, επίκληση, έκκληση.

Έκκληση.Ας πάψουν τώρα οι ουρανοί.

Γιατί είναι ανυπόφορο κι αδύνατο, λένε

Να κλείνεις εσύ έναν χαλασμένο διακόπτη.

Παράκληση

Γιατί εγώ εδώ

Στο δρόμο

Χαλασμένος,

Τραυματισμένος από πετροβολισμούς,

Ακόμα και δεμένος από το σήμερα,

βρεγμένος από καταιγίδες

Προτιμώ να σε αγκαλιάζω

Παρά να κλείνω διακόπτες.


Κάτι

Υπάρχει κάτι περισσότερο

Από αυτό που βλέπω

Και κάτι λιγότερο

Από αυτό που είμαι ή φαίνομαι.

Ίδιο μένει και είναι

Αυτό που φοβάμαι .

Νιώθω και τρέμω

Πώς σήμερα

Το αύριο θα μοιάζει

Κάτι περισσότερο

Και κάτι λιγότερο

Από αυτό που πιστεύω.

Σε λίγο θα φύγει το τώρα

Και αργότερα θα μείνεις

Εσύ να τρεμοπαίζεις.