Η γέννα
Ξύπνησε στην άκρη του
κρεβατιού. Θυμήθηκε το νυφικό στεφάνι της μάνας της. Μπουσούλαγε ακόμα όταν την
βρήκαν νύχτα με το πέπλο στα δόντια. Φορούσε το στεφάνι της μάνας της,
περασμένο ως στον λαιμό. Εκείνη όταν την βρήκε γέλαγε. Αργότερα κατάλαβε, μα ήταν αργά.
Θυμήθηκε τα τελευταία του
λόγια, θα ξαναγεννηθώ από τα βλέφαρά σου.
Εκείνη δεν τον πίστεψε. Θα ανοίξει
διάπλατα ο κόλπος σου και θα πεταχτώ από την κόρη του ματιού. Βλέννες θα
γεμίσουν τα τσίνορά σου, βλέννες γέννας κι αίμα Από το στεφάνι της μάνας σου το
νυφικό θα έχεις πλέξει φωλιά να κοιμηθώ και με τον λώρο σου θα με σκεπάσεις
πριν να κλάψω. Αργότερα κατάλαβε, μα ήταν αργά.
Ξύπνησε στην άκρη του
κρεβατιού. Με το νύχι έξυσε την σπείρα του αφαλού της. Σε λίγο θα τον γεννήσει,
τα στήθια βαριά και τρίζουν, φωτιά που σβήνει. Θυμήθηκε τον χορό της. Τα στήθια
τώρα στάζουν κόκκινη κλωστή κι ο ρόγχος του, αόρατο κουβάρι στα δάχτυλά της.
Τώρα κατάλαβε, μα είναι αργά.
Αν σε ρωτήσω ποιος είναι ο πατέρας μου δεν έχεις
απάντηση. Ας είναι. Μου φτάνει που θα με γεννήσεις. Να μην ξεχάσεις το όνομά
μου. Θέλω το ίδιο να ναι. Αυτό που κουβαλώ, στάχτη στον πληγωμένο μου σβέρκο
ανά τους αιώνες. Να χω ανοιχτά τα μάτια θέλω, μάνα, να σε βλέπω να πονάς όταν
επιστρέψω γυμνός, στην πιατέλα. Να χυθούν υπνωτισμένα φίδια στο πάτωμα τα μαύρα
σου μαλλιά κι εσύ αμετανόητη να με βουτάς στην μαύρη κολυμβήθρα. Εγώ όμως στην
πλάτη σου αγκάθια θα ανθίσω μάνα.
Έπεσε στο πάτωμα, ουρά σκυλιού
κομμένη. Άνοιξε διάπλατα ο κόλπος της κι έβλεπε το κεφάλι του να ξεπροβάλλει
από την κόρη του ματιού. Βλέννες γέμισαν τα τσίνορά της. Βλέννες γέννας κι
αίμα. Δεν πρόλαβε να τον κοιμίσει στο μητρικό στεφάνι. Δεν πρόλαβε να τον
σκεπάσει με τον λώρο. Γεννήθηκε με το κεφάλι του στην πιατέλα. Τα στήθια τώρα
στάζουν κόκκινη κλωστή κι ο ρόγχος του, αόρατο κουβάρι στα δάχτυλά της. Στην πλάτη σου τώρα βοήθα με αγκάθια να
ανθίσω μάνα.
Έτριψε τα μάγουλα της στο αθάνατο
κεφάλι και θυμήθηκε τον χορό της:
Ιωάννη θα σε λέω.