Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
[1963 – 1966]
Όλοι γνωρίζουμε το πώς γεννήθηκε ο πολιτισμός: από την ανάγκη του
ανθρώπου να διαμορφώσει τα μέσα προκειμένου να γνωρίσει και να αντιμετωπίσει τη
φύση, να την υποτάξει, στο μέτρο του δυνατού, στους σκοπούς του, ή, ακόμη, στα
πιο παράτολμα όνειρά του και στις πλέον τολμηρές φιλοδοξίες του, να την
καθυποτάξει. Την ίδια όμως στιγμή γεννιόταν στη συνείδηση του ανθρώπου η
επιθυμία ενός ηθικού νόμου και η αγωνία να συσχετίσει τις γνώσεις που σιγά σιγά
αποκτούσε με το μυστήριο της παρουσίας του στον κόσμο, με το λόγο που
προξενούσε τον συναισθηματικό δεσμό του με τους άλλους ανθρώπους και με την
αιτία της αλληλοδιαδοχής των γενεών: γεννήσεις και θάνατοι, παρελθόν και
μέλλον˙ τέλος, με τα αίτια των φαινομένων. Έτσι, στην πορεία των αιώνων,
διαμορφώθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, έτσι κι ο άνθρωπος, από τότε που ήταν
ακόμη πρωτόγονος, αισθάνθηκε πως του είχε δοθεί η ανεξιχνίαστη εντολή να
συνεισφέρει στο ιστορικό γίγνεσθαι εξελίσσοντας τα υλικά του μέσα τα οποία ήταν
χρέος του, αδιάφορο αν το εκπλήρωνε ή όχι, να συνδέσει με τη λατρεία του ιερού,
δηλαδή της ποίησης και κατά συνέπεια της τέχνης. Για τις απαρχές του ανθρώπινου
πολιτισμού, έχοντας ο ίδιος ζήσει για πολλά χρόνια στις παρυφές της ερήμου, δεν
δυσκολεύομαι να σχηματίσω μια ιδέα, και βλέπω με τη φαντασία μου πρωτόγονες
οικογένειες να μεταναστεύουν τα πανάρχαια χρόνια διασχίζοντας απέραντες
ερημιές. Ο γενάρχης που τις καθοδηγούσε μέσα στην έρημο, συμβουλευόταν τα
αστέρια, ανακάλυπτε τα σημεία του ορίζοντα και τους αριθμούς. Ήδη από εκείνη
κιόλας την εποχή τα αστέρια θεωρήθηκαν Άγγελοι -απρόσιτοι οδηγοί, επειδή
ακριβώς είχαν σταθεί για τους ανθρώπους οδηγοί προσιτοί και τους είχαν
προσφέρει νέες δυνατότητες- [i] και
συνεπώς τα αστέρια που οδηγούσαν τους Μάγους στο σπήλαιο της Βηθλεέμ ήσαν κι
αυτά Άγγελοι. [Αστέρι δεν ήταν άλλωστε ο Άγγελος που φρουρούσε την Πύλη της
Εδέμ, με το σπαθί του Ήλιου στο χέρι; Στη Βηθλεέμ οι Άγγελοι είχαν έλθει για να
αποκαλύψουν ποιος θα άνοιγε τούτη ακριβώς την πύλη.]
Επρόκειτο για μια
θρησκευτική οργάνωση του πολιτισμού προς την οποία ο άνθρωπος, θα έλεγες,
εξακολουθεί ενδόμυχα να στρέφεται ακόμα κι όταν δεν το ομολογεί.
[Αλλά ας παραμείνουμε στην
αρχαιότητα, κι ας αναφερθούμε πάλι σε οικείους για μένα χώρους, σταματώντας για
λίγο στον πολιτισμό που η δημιουργία του ενθαρρύνθηκε από τους Φαραώ. Έναν
πολιτισμό ο οποίος βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου σε μια συγκεκριμένη δοξασία περί
ζωής – στη μόνη αληθινή, στην αιώνια, στη ζωή που κλείνουν μέσα τους οι τάφοι.
Η Αίγυπτος είναι μια όαση, μια χώρα που αποφέρει δύο ή τρεις σοδιές το χρόνο,
είναι το πλουσιοπάροχο θαύμα του Νείλου. Όλο τούτο το ξεχείλισμα ζωής
εκδηλώνεται στο μέσο μιας απέραντης ερήμου, στη μέση του θανάτου. Τα
θρησκευτικά σύμβολα της αγροτικής αυτής χώρας δημιουργήθηκαν από την εξοικείωση
με τη ζωή στους αγρούς, και η τέχνη της, ανάμεσα στις πιο ξεχωριστές και
θαυμαστές του κόσμου, θα χαράξει τα είδωλα της δύναμης του Φαραώ που πήγαζε από
το μόχθο της γης, των ζώων και των ανθρώπων. Είναι μνημεία – τάφοι που
φτιάχτηκαν με την ψευδαίσθηση πως θα μπορούσαν ν’ αντέξουν παντοτινά και,
απαθανατίζοντας το όνομα του Φαραώ, να του χαρίσουν ζωή αιώνια.]
Ο πολιτισμός στο Μεσαίωνα
συνδέεται με τα Μοναστήρια, τις Σταυροφορίες, τις Συντεχνίες, ή έναν
πεφωτισμένο Αυτοκράτορα όπως ο Φεντερίκος Β΄ της Σουηβίας, κι είναι γνωστό το
τι μπορεί να προκύψει από έναν τέτοιο συνδυασμό: η ποίηση των ημερών του Δάντη
που του επιτρέπει να κρίνει τον άνθρωπο που συγκρούεται με την ιστορία – και η
οποία ιστορία από τη σκοπιά της χάρητος και του δέους της αγάπης μπορεί να
αντιμετωπιστεί συνολικά σαν να είχε ήδη φθάσει το τέλος του κόσμου. Η ζωγραφική
που την ίδια εποχή απολήγει στον Τζιότο, είχε ως πρόδρομους τους Βενεδικτίνους
της Φλάνδρας και της Ολλανδίας που ιστορούσαν τις περγαμηνές θέλοντας να
δοξάσουν τον Θεό για το πρωτότυπο κατόρθωμά τους – στο οποίο αναφέρεται κι ο Δάντης – να συγκρατούν με τάφρους τη θάλασσα και να
επεκτείνουν τη στεριά.
Στην Αναγέννηση η εκκλησία
και οι ηγεμόνες αναλαμβάνουν την αποστολή να γίνουν οι στυλοβάτες του
πολιτισμού. Η ιδέα περί σύμπαντος που ο άνθρωπος ήταν ικανός να συλλάβει είχε
αντιστραφεί, και δεν ήσαν πια τα αστέρια που περιστρέφονταν γύρω απ’ τη γη,
αλλά η γη στρεφόταν γύρω από τον ήλιο. Τα μέσα του ανθρώπου αναπτύχθηκαν σε
τέτοιο βαθμό που μπόρεσε να ανακαλύψει την Αμερική και να πραγματοποιήσει,
παρακάμπτοντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, τον περίπλου της Αφρικής ώστε να
φθάσει στις Ινδίες. Τώρα πια όλος ο αρχαίος κόσμος τού ήταν ως χώρος γνωστός,
είχε δε καταφέρει να ξεθάψει μέσα από τους κώδικες και τις πέτρες την
προχριστιανική ελληνορωμαϊκή γνώση, με αποτέλεσμα να επιφέρει στην εποχή του
ένα βαθύτατο πολιτισμικό χάσμα που έπρεπε να γεφυρωθεί. Ο εξωτισμός ερχόταν από
τον Νέο Κόσμο, με μια βία που συντρίβεται για να ανασυγκροτηθεί κάθε φορά με
διαφορετικό τρόπο, και ο πολιτισμός μας κανένα στοιχείο δεν μπόρεσε να
προσεταιριστεί χωρίς κραδασμούς. Ο εξωτισμός τούτος αφομοιώθηκε από το μπαρόκ
που εκείνη την εποχή ωριμάζει, κάτι το οποίο προβλέπει κατά τρόπο δραματικό ο
Μιχαήλ Άγγελος, ταλαντευόμενος -στην Κρίση, και στις Πιετά,
ιδιαίτερα στις πιο όμορφες, σε αυτή που κάποτε θαυμάσαμε στην Παλεστρίνα[ii], και σ’
εκείνη την ύψιστα εκφραστική που ανήκε πλέον στους Ροντανίνι- ανάμεσα στον
παγανιστικό ευδαιμονισμό και στο χριστιανικό αίσθημα της θυσίας και της
λύτρωσης. [Στην απόλαυση της ζωής, η οποία γνώριζε καλά τη βιαιότητα της
έριδας, αντιτασσόταν ο πόνος όσων την απαξίωναν ξέροντας πως ήσαν προορισμένοι
να πεθάνουν, πόνος απαρηγόρητος ακόμα κι αν ο θάνατος δεν είναι παρά η εξιλέωση
–που ο τρομερός κριτής επέβαλε και στον ίδιο τον εαυτό του- για να κερδίσει κανείς την αιωνιότητα.
Και τώρα ας κάνουμε ένα
μεγάλο άλμα κι ας έρθουμε στην εποχή μας.]
Είναι η εποχή του
πολιτισμού των μηχανών. Σε καμιά άλλη ιστορική περίοδο όπως το τελευταίο
τέταρτο του αιώνα τούτου δεν έχουν τόσο πολλαπλασιαστεί τα μέσα του ανθρώπου,
με τρόπο μάλιστα ασύγκριτο, απρόσμενο και θαυμαστό. Και όχι μόνο: είναι η
βιομηχανία πλέον που, με τις μηχανές της, με την οργάνωση της λειτουργίας τους,
προσφέρει στον άνθρωπο όλα τα μέσα για την πρόοδό του, μια πρόοδο τώρα πια
μυθική. Η βιομηχανία σήμερα έχει επωμιστεί το καθήκον να παροτρύνει ή
τουλάχιστον να συνοδεύει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς του
πολιτισμού. Από την πληροφόρηση μέχρι και την αυστηρώς επιστημονική έρευνα και
ανακάλυψη, ο άνθρωπος εξαρτάται από τα εργαλεία που, με τη συνδρομή της
βιομηχανίας, συνεχώς τελειοποιεί, ανανεώνει, ενισχύει και πολλαπλασιάζει. [Δεν
εξαιρείται ούτε ο συγγραφέας που μπορεί σήμερα να χρησιμοποιεί το μαγνητόφωνο,
τη γραφομηχανή, και τα μικροφίλμ εκείνα τα οποία, δίχως να μετακινείται απ’ το
δωμάτιό του, του επιτρέπουν την ανάγνωση εγγράφων από αρχεία και βιβλιοθήκες
που ενδεχομένως βρίσκονται στο άλλο ημισφαίριο. Η βιομηχανία επίσης σχεδιάζει,
παράγει και διανέμει τα φάρμακα και τον εξοπλισμό που χρειάζονται οι
νοσοκομειακοί γιατροί ή οι χειρουργοί. Η αρχιτεκτονική μεταβάλλεται
χρησιμοποιώντας τα υλικά που σιγά σιγά της προτείνει η βιομηχανία. Η γεωργία
μηχανοποιείται και η βιομηχανία δεν παραμελεί ούτε τις κρεατοτροφές – δίχως να
ισχυρίζομαι πως η υπεραφθονία των κρεάτων συμβαδίζει με την ποιότητα των γαστρονομικών απολαύσεων.
Πραγματοποιούνται δε οι
πιο απίστευτες καινοτομίες: η δυνατότητα να βλέπουμε από το σπίτι μας ό,τι
συμβαίνει στα πλέον απόμακρα σημεία του κόσμου, ή η δυνατότητα να μεταφερόμαστε
από τη μία άκρη της γης στην άλλη σε λιγότερο χρόνο από όσο χρειαζόταν ο Δάντης
για να πάει από τη Βενετία στην Πομπόζα[iii]. Η
ατομική ενέργεια, μα και η κατασκευή μηχανών για διαπλανητικές πτήσεις, κ.λπ.,
κ.λπ., κ.λπ.]
Η λατρεία όμως του ιερού,
με άλλα λόγια η ποίηση και η τέχνη, τι θέση άραγε έχουν ανάμεσα στις τόσες
καινοτομίες;
Θα ’λεγα ότι έχουν θέση
σημαντική και ότι, μοιραία μάλιστα, με πάμπολλους τρόπους άμεσους ή έμμεσους, η
ποίηση κεντρίζεται –όσο δεν κεντρίστηκε μέχρι τώρα από κανένα άλλο μέσο- από τη
βιομηχανική εξέλιξη: μήπως η νέα όψη που προσλαμβάνει τώρα ο κόσμος δεν είναι
συνέπεια της βιομηχανίας;
Ο καθένας από τους
συγχρόνους μας αντιλαμβάνεται και αισθάνεται τον πολιτισμό μας με διαφορετικό
τρόπο, ως λιγότερο ή περισσότερο σύνθετο, ή σχολαστικό, ή προσηλωμένο σε μια
ενδοσκόπηση για να ανακαλύψει το ίδιο του το μυστικό˙ ποτέ δεν είναι όμως –τη
στιγμή που, εξαπλούμενος σε όλους τους λαούς σήμερα χάρη στη δυνατότητα της
ταχύτατης αναμεταξύ τους επικοινωνίας, επιχειρεί να καταστεί ενιαίος– ορατός,
ορατός από όλους ανεξαιρέτως, στα πράγματα που μας περιστοιχίζουν.
Εντούτοις, στις εκδηλώσεις
του δεν παύει να μας προξενεί μια κατάσταση δυσφορίας, ή μάλλον πανικού, από
την οποία εξάλλου μονάχα αυτός έχει τη δύναμη να μας απαλλάξει, και που με την
ίδια του τη διαλεκτική καλείται να μας απαλλάξει.
Ο Δάντης και ο Τζιότο
δημιουργούν μια προοπτική, παράδοση που ακολουθεί ο Πετράρχης, ο Βοκκάκιος και
η Αναγέννηση γενικότερα, καθώς και όλες οι επόμενες γενιές μέχρι το ρομαντισμό.
Από τον ιμπρεσιονισμό, το συμβολισμό κι έπειτα, συνέβησαν πάλι διάφορα άλλα
γεγονότα, ενώ στον αιώνα μας –ας μελετήσουμε τη ζωγραφική, την ποίηση, το μυθιστόρημα,
και την τέχνη συνολικά- η προοπτική τα τελευταία πενήντα χρόνια απουσιάζει
εντελώς. Η προοπτική στάθηκε ένα είδος μεταφοράς προκειμένου να βρεθεί σ’ έναν
ψευδαισθητικό χώρο ένας προσωπικός χρόνος του οποίου ο ρυθμός θα μπορούσε να
συντονιστεί με τον ιστορικό χρόνο, καθώς και με το χρόνο πέρα από το χρόνο, και
εννοώ τον καθολικό χρόνο του Δημιουργού.
Από την άλλη πλευρά, ο 19ος
αιώνας, τελειοποιώντας την επιστημονική έρευνα των τριών αιώνων που είχαν
προηγηθεί, είχε υποστηρίξει μια αντίληψη για το σύμπαν που πίστευε πως δεν θα
ανατρεπόταν ποτέ. Ωστόσο σήμερα, τόσο ο μικροφυσικός κι ο μακροκοσμολόγος, όσο
κι ο ζωγράφος κι ο ποιητής την αμφισβητούν. Στην πραγματικότητα, ακόμα και για
τον κοινό άνθρωπο, κι όχι αναγκαστικά μόνο για τον επιστήμονα ή τον ποιητή, ο
χρόνος κι ο χώρος έχουν καταστεί έμμονες ιδέες – τέτοια είναι η ταχύτητα των
αλλαγών των οποίων γινόμαστε όλοι μάρτυρες ή στις οποίες συμμετέχουμε.
Δεν ξέρω με ποιο τρόπο,
αλλά πρέπει να γίνουμε κραταιότεροι από τα μέσα που οι ίδιοι διαμορφώσαμε, και
τα οποία καθιστούμε διαρκώς ισχυρότερα. Δεν ξέρω πως˙ όμως τα επίπεδα του χώρου
δεν θα έπρεπε να στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο μες στο μυαλό μας, πάντα στο
ίδιο σημείο, λες κι ο άνθρωπος πηγαίνει σημειωτόν, τη στιγμή που, απεναντίας
μάλιστα, τρέχει τόσο. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο, αλλά θα έπρεπε να ξαναβρούμε το
χρόνο ν’ αναμετρηθούμε ασφαλέστερα με το παρελθόν και το μέλλον. Δεν ξέρω με
ποιο τρόπο, αλλά η ιστορία θα έπρεπε να καταστεί και πάλι οικεία ως προς τους
σκοπούς της, και επιστρέφοντας στον κύκλο της να αντανακλά τ’ ανεξιχνίαστα
σημάδια της αιωνιότητας.
Κάθε εποχή εμφανίζει τη
δική της πολιτισμική κρίση. Η τωρινή προκαλείται από την τεχνολογική εξέλιξη. Η
έξοδος από την κρίση της εποχής μας είναι ο πιο φιλόδοξος στόχος που τέθηκε
ποτέ στον άνθρωπο. Σε καμιά άλλη εποχή ο πολιτισμός, στο σύνολό του, και
ιδιαίτερα ο καθαρά πνευματικός πολιτισμός, ο ποιητικός, δεν διέθετε μια τέτοια
εσωτερική δύναμη ικανή να τον κλονίζει αυτόν καθαυτόν σε τέτοιο βαθμό. Κάθε
ανοδική πορεία έχει το τίμημά της.
Μετάφραση: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΛΥΜΟΥ
[i]Τα αστέρια, λόγω της μεγάλης σημασίας στην τότε
καθημερινή ζωή, είχαν προσλάβει έναν μεταφυσικό χαρακτήρα.
[ii]Παλεστρίνα: κοινότητα στην επαρχία της Ρώμης.
[iii]Πομπόζα: τοποθεσία στην επαρχία της Φεράρας, γνωστή
για την περίφημη Βασιλική του 1321. Ο Δάντης την επισκέφθηκε επιστρέφοντας από
τη Βενετία.
*Το κείμενο του Ουνγκαρέτι πρωτοδημοσιεύτηκε το 1963.
Μέσα στις αγκύλες παρατίθενται οι προσθήκες του ιδίου στο χειρόγραφο του 1966.
**Η μετάφρασή μου έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο «Κείμενα για την Ποίηση»,
εκδόσεις Σοκόλη, Παγκόσμια Βιβλιοθήκη – 7, με εισαγωγή και επιμέλεια του Νίκου
Αλιφέρη, Αθήνα 2007, στο πλαίσιο Δ.Δ.Π.Μ.Σ του Ε.Κ.Π.Α.