Η τσίγκινη ψησταριά τρίζει απ’ τα
κάρβουνα, οι μπριζόλες τσιτσιρίζουν, τα ψάρια φουσκαλιάζουν, οι πατάτες στη
χόβολη αναστενάζουν, οι σαλάτες περιμένουν έτοιμες στο τραπέζι, το κρασί, οι
μπίρες, το ούζο, ανοίγουν τα στόματα, κάποιος βάζει έναcdτου Χατζιδάκι κι έρχεται η πρώτη κόντρα: «Τέτοια
μέρα χρειάζεται Μίκης όχι Μάνος».
«Τέτοια μέρα χρειάζεται περίσκεψη».
«Να βράσω την περίσκεψή σας
μουχλιασμένοι αφώτιστοι».
«Εσείς μιλάτε; Εσείς, που δεν κερδίσατε
τίποτα απ’ την κρίση;»
«Εμείς δεν κερδίσαμε γιατί εσείς
διασπάσατε το εργατικό κίνημα».
«Καλά, πάρε γραμμή από Μόσχα και τα
λέμε».
«Μια ανταρσία θα μας σώσει».
«Μάλιστα. Και ποιος θα κάνει την
ανταρσία; Είστε λιγότεροι κι απ’ το πλήρωμα του Μπάουντι».
«Αν μη τι άλλο, δεν είμαστε σαλονάτοι».
«Γιατί εμείς δεν κατεβαίνουμε πρώτοι
στους δρόμους;|
«Ναι, στους δρόμους κατεβαίνετε αλλά στη
βουλή ίσα που υπάρχετε».
«Το διεθνιστικό κίνημα συνεχίζει την
πορεία του έστω και με άλλους δρόμους».
«Το διεθνιστικό κίνημα το σκότωσε ο
Στάλιν, όταν έφαγε τον Τρότσκι».
Είναι όλοι τους αριστεροί. Φίλοι απ’ το
πανεπιστήμιο, πριν τριάντα και, χρόνια, που
ποτέ δεν κατάφεραν να περάσουν μια ήσυχη παραμονή εκλογών.Μερικές φορές,
επίτηδες, επέλεγαν να μη συναντηθούν για να μη σφαχτούν και να αναγκάζονται
μετά
να τηλεφωνιόνται για συγγνώμες. Αυτή τη φορά αποφάσισαν ότι αφού υπάρχει
βεράντα, αφού κάνει ζέστη, αφού αγαπιόνται, θα το κάνουν το απονενοημένο
και
υποσχέθηκαν στην οικοδέσποινα ότι δεν θα μαλώσουν. Όμως μαλώνουν.
Μια μπριζόλα εκσφενδονίζεται στον αέρα
και συγκρούεται με ένα ψαροκόκαλο.
Κοιτάζουν όλοι την μετωπική και σκάνε στα
γέλια.
«Δεν έχουμε κι έναν χρυσαυγίτη ανάμεσά
μας, να τον δείρουμε» φωνάζει κάποιος.
«Ο γιος μου κατάντησε χρυσαυγίτης»
μουρμουρίζει μια μάνα και βάζει τα κλάματα.
«Η κόρη μου μεταναστεύει στη Γερμανία»
λέει μια άλλη κι αγκαλιάζονται.
«Η δικιά μου παίρνει ψυχοφάρμακα».
«Ο γιος μου πήρε διδακτορικό στα
πετρελαϊκά και δουλεύει σε κινητή τηλεφωνία».
«Ο δικός μου μας ανακοίνωσε ότι είναι
γκέι και θα πάει στο Βερολίνο».
«Γιατί Βερολίνο;»
«Δεν ξέρω».
«Καλύτερα γκέι παρά χρυσαυγίτης».
«Τα έμπλεξα με έναν τριαντάρη».
«Καλά έκανες. Κι εγώ ερωτεύτηκα μια
φοιτήτριά μου».
Πέφτει σιωπή. Τα φαγητά καίγονται στην
ψησταριά ή παγώνουν στα πιάτα. Τσουγκρίζουν βουβοί τα ποτήρια τους. Η θλίψη
ξεχειλώνει, γίνεται καπνιά που τους πνίγει, αυτοί οι πενηντάρηδες τα έχουν
χαμένα, πίνουν να μεθύσουν, να μην ξέρουν τι κάνουν, να πάνε να ψηφίσουν
άρρωστα, όπως άρρωστες είναι και οι ζωές τους.
«Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου
μπροστά, ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά;»
Σκυμμένα κεφάλια, μάτια θολά, χείλη
τρεμάμενα, χέρια δεμένα, δάχτυλα με προέκταση τσιγάρου κι ο Γκάτσος να
επιμένει: «Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά, μα ήρθαν καιροί που σε
πιστέψανε βαθιά».
Κοιτάζονται. Τριάντα χρόνια φιλίας,
τριάντα χρόνια αγώνων, τριάντα χρόνια ελπίδας, και τώρα αυτό το σαββατιάτικο
συναπάντημα. Τσουγκρίζουν σκεφτικοί τα ποτήρια τους.
«Αν καταφέρναμε να ενωθούμε» ψιθυρίζει
κάποιος χωρίς να τους κοιτάζει.
«Ήμουνα νια και γέρασα με τα ‘αν’ της ένωσης
των κομουνιστών».
«Για ένα ‘αν’ ζούμε ρε παιδιά».
Δειλά χαμόγελα στα πρόσωπά τους καθώς το
«ναι» στο ‘αν’ μπαίνει μέσα τους.
Απ’ το απέναντι μπαλκόνι ακούγεται
βροντερά: «Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη…»