απo την ταινία Στάλκερ του Ταρκόφσκι.

Μικρά τα βήματα,
δειλά περπατάνε τα πόδια στη ζωή δίχως σου.

Σήμερα στο σούπερ μάρκετ
συνάντησα δύο αγγέλους. Ένα μωρό σε μάρσιπο με το μουτράκι χωμένο στο στήθος
της μαμάς του έστριψε το κεφαλάκι και μου ‘ριξε ένα σαλιωμένο χαμόγελο. Βγαίνοντας
απ’ το σούπερ μάρκετ, ένας γέρος μου χάρισε ένα κλαδί αμυγδαλιάς. Αν τριτώσει
το αγγελικό, είμαι πολύ τυχερή.

Στο δρόμο για το σπίτι, βρήκα
πεταμένες μπάλες. Κατακόκκινες με χρυσόσκονη στο χρώμα, ελαφριές κι άθραυστες.
Έψαχνα πού θα τις στολίσω στο σπίτι μου με τη σιγουριά ότι κρύβουν μια μπάλα που
με περιμένει κάπου να παίξουμε. Η Μαίρη μου είπε ότι είναι χριστουγεννιάτικα
στολίδια για δέντρο. «Ε, είμαι κινούμενο δέντρο» απάντησα και συνέχισα να
περιμένω. Αποφάσισα να αποφεύγω τη Μαίρη, παραείναι προσγειωμένη για μένα.

Κάθε μέρα μαζεύω καρφιά απ’
το δρόμο. Περιμένω τα κάδρα να τα καρφώσω. Είμαι σίγουρη ότι θα βρω υπέροχα
έργα αφού βρήκα τα καρφιά. Θέλω λουλούδια, να ξυπνάω και να τα βλέπω στον
απέναντι τοίχο.

Μαζεύω και κάτι κίτρινα
πλαστικά σταυρουδάκια. Μου πετάνε οι θεοί σταυρουδάκια, εμένα της άθεης; Τα
δείχνω στον Ιορδάνη που σκάει στα γέλια.

«Γιατί γελάς;»

«Αυτά είναι τα πλαστικά που
χρησιμοποιούν οι μαστόροι για να στρώνουν πλακάκια με ακριβές διάστημα στον
στόκο. Το λένε σταύρωμα».

«Δηλαδή δεν μου τα ρίχνει ο
ουρανός;»

«Όχι… απλώς εδώ γύρω υπάρχει
οικοδομή».

«Κι άμα βρω βουδάκια, τι θα
πεις;»

Κόβω και τον Ιορδάνη αφού
τον συστήνω στη Μαίρη. Να δω τι ζευγάρι θα κάνουν αυτοί που δεν
ονειροπιάνονται.

Να δω αν θα κάνω
καινούργιους φίλους που βλέπουν το ανείδωτο και το αποδέχονται. Θα κάνω.

Από τότε που έφυγες.

Μ’ αρέσουν τα απλά
πράγματα.

Το κλάμα του κόσμου.

Οι φαντάροι που σε κάθε
μεγάλη γυναίκα βλέπουν τη μάνα τους.

Τα γέρικα σκυλιά με το
βλέμμα σοφού γέροντα.

Τα σφιχτοδεμένα κάτω απ’ το
τραπέζι χέρια των ζευγαριών.

Το κοκκινιστό της μαμάς με
το ατζέμ πιλάφι της.

Το ψαλίδι ραπτικής του
μπαμπά.

Οι παραμάνες σε στριφώματα
και μανίκια στις στολές της λυρικής.

Τα άγνωστα γέλια.

Τα κουρεία.

Οι βιεννέζικες καρέκλες.

Η κλασική μουσική.

Τα άγουρα πράσινα ματάκια
στα δέντρα.

Η Ομόνοια.

Η νοσταλγία. Τα αρβυλάκια.
Οι μαγκούρες. Οι σπουδές. Ο ύπνος. Η βροχή.

Τα λάστιχα Κormoranτων αστικών λεωφορείων. Τα καπάκιαCofuncο της ΕΥΔΑΠ. Τα λεωφορείαIrisbus.

Οι κορμοράνοι έγιναν
ελαστικοί, ο Κομφούκιος νερουλάς, οι ίριδες σταθμεύουν σε νεκροταφεία.

Από τότε που έφυγες, το
λίγο της φύσης που μου αναλογεί, εμφανίζεται σε γλάστρες αφημένες σε
πεζοδρόμια. Μάζεψα ένα γιασεμί, μια λεμονιά, έναν πυράκανθο, μια αζαλέα, μια
ελιά και μια αρμπαρόριζα σε μια βδομάδα. Αρμπαρόριζα να σε όριζα κι απ’ τη μάνα
σου να σε χώριζα.

Από τότε που έφυγες. ‘Ξύπνα
διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου που ‘χω δυο λόγια να σου πω του
παραπονεμάτου’.

Από τότε που έφυγες.

Τρεις μετακομίσεις. Και μία
η δική σου, η τελευταία. Τέσσερις.

Blade Runner, All that Jazz, Stalker.

Δεξί ημισφαίριο σε βουβό
αναβρασμό. Αριστερό βλακωδώς λαλίστατο.

Λόγια. Άλλα λόγια ν’
αγαπιόμαστε. Μπαρούφες.

Σ’ ένα τρένο επιστροφής
έφτιαξα τη νέα μου μεγάλη φιλία.

Είμαι ζωντανή. Έφυγες.
Έζησα. Ζω.

Μόνο οι ανόητοι είναι
αγνώμονες, είπε ο Γκαίτε.