εκδόσεις φαρφουλάς 

σελίδες 64




ΦΕΔΕΡΙΚΟ

Σιδερένιες οι μέλισσες

που πλαγιάσαν στο αίμα βουίζοντας θάνατο

Κορμί σιωπηλό τις αγκάλιασε. 

Το άγνωστο χώμα βύζαξε

άπληστα

τον Τσιγγάνο-Νεκρό

κι από τότε

μέλι ξερνάει και σίδερο.

Μόνον η νύχτα το ξέρει.

Φαγωμένη σελίδα

η Γρανάδα

στη σιωπή την απώτατη κάηκε

και στράβωσαν οι ρίζες του κόσμου.

μα το είπες:

“στη στάχτη ωριμάζει ο καρπός του ντουέντε”




ΜΙΣΟΦΩΤΕΙΣΜΕΝΟ



Οι δρόμοι με θυμώσανε .

Οι γοργές αναπνοές 

οι πηλοί στα νύχια

στα χαλίκια, στα κατράμια

τα γούνινα καθαρματάκια

που ρουφούσαν το φεγγάρι

τα τσιγκέλια των δέντρων στη πλάτη

το μαύρο μέταλλο

που έβραζε από χάος και από χάος

το ξεραμένο μου λαρύγγι 

και στα πλευρά της Ανδρομέδας

μπηγμένη

του μυαλού η αποκριά .

Τελικά ο επίλογος υπήρξε τροχοφόρος.