Μια γριά στην εγγονή της:
«Παιδί μου για μένα, υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων: Ο μελοδραματικός
που λέει, είμαι αξιολύπητος, λυπηθείτε με γι’ αυτό αγαπήστε με. Ο τίμιος που κρατάει
το κεφάλι ψηλά και εννοεί, εκτιμήστε με γι’ αυτό αγαπήστε με. Εγώ έκανα αγώνα
στη ζωή μου, να ξεπεράσω την ομορφιά μου, να σπουδάσω, να δουλέψω σαν σκυλί, να
ορμάω πάντα μπρος, να αγωνίζομαι για να με εκτιμάνε κι όποιος γουστάρει να μ’
αγαπάει όπως είμαι, όχι όπως θα γίνω για χάρη του.
Εσύ κάνεις ακριβώς το αντίθετο:
Εκλιπαρείς ελεημοσύνη, έγκριση και τρέμεις μήπως ψυλλιαστούν τι φελλός είσαι. Δεν
εξελίσσεσαι. Μεμψιμοιρείς τη γαμημένη τη ζωή σου όμως δεν την αλλάζεις με
τίποτα, γιατί κατά βάθος τη γουστάρεις. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να κάνεις τους
άλλους να σε λυπούνται. Και καμιά φορά πετυχαίνεις. Όμως δε σε εκτιμούν. Κάποια
στιγμή βαριούνται και φεύγουν και ξαναμένεις μόνη σου και ξανά θεωρείς τον
εαυτό σου αδικημένο.
Εγώ δεν επιτρέπω να με λυπηθούν
ούτε να με θεωρήσω αδικημένη. Παλεύω με νύχια και με δόντια κι όταν ακόμα με
αδικούν, ψάχνω να βρω το λάθος μου, όχι σε τι έφταιξαν οι άλλοι. Αναλαμβάνω τις
ευθύνες μου, ενώ εσύ τις ξεφορτώνεις στους άλλους, δε φταις ποτέ, η πουτάνα η
ζωή φταίει, σε αδίκησαν κι επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη συνεχώς. Γιατί κατά
βάθος, κι ας μην το παραδέχεσαι, γουστάρεις να σε λυπούνται, γουστάρεις όσα σου
συμβαίνουν, γουστάρεις να κυλάς σαν βάρκα χωρίς κουπιά στο ποτάμι της ζωής, γουστάρεις
να είσαι το ‘καημένο’ ώστε να μην αναλάβεις ευθύνες. Γιατί οι ευθύνες είναι
δύσκολη υπόθεση, σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, τις αντοχές σου, το
πείσμα σου, τους στόχους σου, το μέλλον σου. Εσύ εγκλωβίζεσαι στο παρελθόν. Ο
μπαμπάς σου που δε σ’ αγάπησε κι η μαμά σου που δεν σε νοιάστηκε. Ωραία και
μελοδραματικά όλ’ αυτά, όμως απ’ τα δεκαοχτώ και μετά η ζωή είναι δική σου και
τώρα είσαι τριάντα-έξι. Ακόμα οι γονείς σου φταίνε; Και δε θα τους συγχωρέσεις
ποτέ; Ούτε θα τους κατανοήσεις; Τι φαντάστηκες; Ότι υπάρχει σχολείο γονέων και
σωστής ανατροφής παιδιών κι οι δικοί σου έκαναν κοπάνα; Απλώς αυτά λες στον
εαυτό σου και τους άλλους για να βολεύεσαι στη γκρίνια, τη μιζέρια και την
αδράνεια. Και τελικά λέγε-λέγε τα ‘χεις πιστέψει. Όμως αν έλεγες κάθε μέρα στον
εαυτό σου ότι μπορείς να πετύχεις τα πάντα, θα το είχες κάνει. Και μην
ισχυριστείς ότι κάνεις λίγα γιατί είσαι τελειομανής και αν έκανες πολλά δεν θα
ήταν τέλεια, γιατί αφενός δεν έχεις παρουσιάσει τίποτα τέλειο και αφετέρου αυτή
είναι η δικαιολογία των τεμπέληδων, των μεμψίμοιρων, των πανικόβλητων για να
μένουν στην αδράνεια.
Γιατί η πράξη σημαίνει αλλαγή,
σημαίνει σύγκρουση με τον εαυτό σου, σκέψη ώστε να διαλέξεις τι κρατάς και τι
αφήνεις, να πάρεις αποφάσεις κι ύστερα να διαπιστώσεις αν ήταν σωστές ή λάθος.
Άρα το τέλειο δεν υπάρχει, είναι δικαιολογία ν’ αποφύγεις τη ζωή. Και τελικά θα
γεράσεις και ίσως τότε καταλάβεις ότι δεν έζησες αλλά δεν έφταιξε κανείς, εσύ
έφταιξες γιατί δεν τόλμησες να ζήσεις. Και ίσως να μην σου άξιζε ούτε αυτό που
έχεις τώρα. Άντε παιδί μου φύγε, κουράστηκα να σε βλέπω να σέρνεσαι».