![]() |
photo: Julie Blackmon |
Μου ζήτησες να γράψω κάτι πιο χαρούμενο αυτή
την Κυριακή λέγοντας, «εσείς στην πατρίδα, πολύ μελαγχολία, βρε παιδί μου» κι
έσκασα στα γέλια. Κοιτούσα την κοιλίτσα σου απ’ τη θολή οθόνη τουSkype.
Έβλεπα το θαύμα να μου γνέφει. Διπλό. Μία γιατί εσύ με είπες παιδί σου και μία
γιατί εσύ, θα κάνεις παιδί.
Σε λίγες μέρες γεννάς. Δεν θα είμαι δίπλα σου
κι αυτό με πονάει. Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω ένα αεροπλάνο, να έρθω, να σ’
αγκαλιάσω, να σε νταντέψω, να σου πω, «μπράβο, είμαι περήφανη για σένα». Όμως
έχουμε τη βεβαιότητα της αγάπης μας.
Ξεκινήσαμε πριν είκοσι χρόνια. Εσύ ένα
κορίτσι με λαμπερά μάτια και τεράστιο χαμόγελο, πυκνά μαλλιά κατάμαυρα, κορμί
θηλυκό κι αθώο ακόμα, μυαλό ξυράφι, πείσμα για ζωή, για επιτυχία. Εγώ να σου
μιλάω και να τσεκάρω τις δυνατότητές σου, τις αντοχές σου, ν’ ακούω τα όνειρά
σου, να σου λέω αποφασιστικά ότι αυτοί είναι οι στόχοι σου.
Εσύ η μαθήτριά μου κι εγώ η δασκάλα σου. Που
μάθαινε μέσα από σένα και τα άλλα παιδιά, πόσο όμορφη είναι η ζωή άμα ανασαίνεις
νιότη.
Τα χρόνια πέρασαν κι ένας ομφάλιος λώρος μας
έδενε αόρατα όλο και πιο πολύ. Σπούδασες, δούλεψες, έκανες καριέρα,
ξανασπούδασες κι όταν σε ρωτούσα «γιατί όλ’ αυτά», απαντούσες, «εσύ φταις» με
το διαπεραστικό σου βλέμμα καρφωμένο πάνω μου.
Κι ύστερα σε είδα νυφούλα και τώρα που γράφω
αυτά τα λόγια, γίνεσαι μάνα. Τώρα πια το παιδί μου, το μικρό μου Παπί, μεγάλωσε.
Κι ενώ το αντιλαμβάνομαι και το απολαμβάνω, δεν το πιστεύω. Γιατί για μένα θα
είσαι πάντα το κορίτσι που έκλαιγε στην αγκαλιά μου, που νόμιζε ότι είναι
άσκημη, άχρηστη, λίγη. Κι όπως σου
χτένιζα τα μαλλιά και σε άκουγα, ξέροντας ότι δεν ωφελούν οι παρηγόριες, σου
μουρμούριζα, «θα δεις, θα έρθουν όλα όσα σου αξίζουν» κι εσύ τσίριζες, «πότε;
πότε; βαρέθηκα!» και χαμογελούσα προσπαθώντας να σου μεταδώσω λίγη
αυτοπεποίθηση.
Να μπορούσα να σου πω με λόγια πόσα με έμαθες
σ’ αυτή τη διαδρομή της ζωής σου όπου μου επέτρεψες να συμμετάσχω, να
παρακολουθήσω, να συμβουλέψω, να μικρύνω, να μεγαλώσω, να ωριμάσω μαζί σου. Να
‘ξερες πόση αγαλλίαση μου χαρίζει στις δύσκολες ώρες εκείνη η κουβέντα σου,
«εμένα και λοβοτομή να μου κάνουν θα σ’ αγαπάω», να ‘ξερες πόσο αγωνιώ μη με
ξεχάσεις, μη φύγεις εντελώς απ’ τη ζωή μου κι ας λέω δήθεν ψύχραιμα στον εαυτό
μου, έτσι είναι, τα παιδιά φεύγουν, εσύ δεν τους διδάσκεις ότι ο μαθητής οφείλει
να ξεπεράσει το δάσκαλο;
Πόσοι αποχωρισμοί στα τριάντα χρόνια που
διδάσκω. Πόσα παιδιά που έγιναν γυναίκες κι άντρες που καμαρώνω γιατί πέρασαν
απ’ τα χέρια μου. Δεν έχω παράπονο. Γνώρισα υπέροχα πλάσματα. Φίλοι μου πια.
Μ’ εσένα είναι αλλιώς. Εσύ με διάλεξες να με
διδάξεις. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ’ αυτήν. Και δεν θα υπάρξει
μεγαλύτερη ευτυχία απ’ το να ακούσω το γιο σου να με φωνάζει ‘θεία’ κι εσύ να
χαμογελάς μ’ αυτό το ολοκαίνουργιο χαμόγελο της γυναίκας που έστησε τη ζωή της
όπως την ονειρεύτηκε.
Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις Παπί μου.