Αλέξανδρος Μιχαήλ
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ (ΜΕΡΟΣ Α’)
Είμαι σε ένα δωμάτιο. Μόνο σκοτάδι και τέσσερις τοίχοι.
Αλλά τους τοίχους αυτούς δε μπορώ να τους αγγίξω. Ή να τους βρώ. Έχει και μία
μόνο πόρτα πράσινη. Μάλλον εξόδου. Δεν την έχω δει εγώ αυτήν την πόρτα. Αλλά το
πιστεύω ότι υπάρχει. Πρέπει. Το θυμάμαι νομίζω από παλιά. Ίσως να πέρασα κι εγώ
από μέσα της, όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιο αυτό. Και με το λιγοστό φως του έξω
κόσμου να είδα το πράσινο. Ίσως να μη θυμάμαι καλά. Ίσως να το φαντάζομαι όλο
αυτό και να μην πέρασα ποτέ την πράσινη πόρτα της εισόδου. Να μην υπάρχει
είσοδος. Έξοδος. Να μην υπάρχει έξω κόσμος.
Αλλά και μέσα κόσμος δεν υπάρχει. Γιατί αν υπήρχε θα το
ήξερα. Θα το θυμόμουνα υποθέτω. Βέβαια, μέσα στο σκοτάδι μπορεί να έχω περάσει
ξυστά από οποιοδήποτε αντικείμενο, ακόμα και από την πράσινη πόρτα. Άρα αυτό
που λέω, ότι τίποτα δεν υπάρχει, δεν είναι αλήθεια. Γιατί απλά, εγώ δεν έχω
τίποτα συναντήσει. Αλλά δεν αποκλείεται, μια μέρα, περπατώντας στα τυφλά, να
πέσω πάνω σε οτιδήποτε. Ή ακόμα και μέσα. Και εννοώ την τρύπα στο πάτωμα. Που
αυτή ακόμα κι αν τίποτε άλλο δεν υπάρχει, ακόμα κι αν η πράσινη πόρτα είναι μια
οπτασία, ένα ονειρικό κατασκεύασμα, η ανάγκη μου να πιστεύω ή και να ελπίζω
ακόμα πως κάπου υπάρχει μια έξοδος σε όλο αυτό το μυστήριο, ή η ανάγκη μου να
λύσω το πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, ακόμα και τότε η μεγάλη τρύπα στο πάτωμα είναι
αδιάσειστα αληθινή και δεν την τραντάζει κανένα επιχείρημα. Είναι η μια και
μοναδική, η αλάνθαστη γνώση, η απόλυτη ουσία αυτού του δωματίου και κάθε άλλου
πιθανού δωματίου, ανεξαρτήτως πόρτας οποιουδήποτε χρώματος, ανεξαρτήτως
αποστάσεως τοίχων ή ύψους οροφής. Η μαύρη τρύπα ΕΙΝΑΙ το δωμάτιο. Όχι ότι είναι
ταυτόσημα, που αυτό θα ήταν μια πολύ παράξενη συλλογιστική χώρου, αλλά δεν
υπάρχει δωμάτιο χωρίς στο πάτωμα μια μαύρη τρύπα. Θα μπορούσα ακόμα να
ισχυριστώ, πιστεύω χωρίς να υποπίπτω σε λάθος, πως πρώτα ήταν η τρύπα και μετά
το δωμάτιο. Το δωμάτιο ουσιαστικά θεμελιώθηκε επάνω στην τρύπα και γύρω από
αυτήν προκειμένου να την εξυπηρετήσει. Είναι, ας πούμε, ένα δωμάτιο υπηρεσίας.
Προς την τρύπα. Κι αυτό δεν είναι διόλου αντίθετο με τη γνωστή διάταξη κάθε
κόσμου. Δεν είναι το πάνω που εξουσιάζει.
Αλλά το κάτω. Όλα από κάτω ξεκινούν. Και προς τα πάνω ελίσσονται. Η πτώση
συμβαίνει προς τα πίσω, προς τα κάτω, προς την πρώτη αρχή. Εμένα βέβαια δε
μου αρέσει η ιδέα της πτώσης. Ειδικά της πτώσης μέσα στη συγκεκριμένη τρύπα.
Και τι γίνεται με τα πάνω, θα αναρωτιέστε. Και σωστά
αναρωτιέστε. Δυστυχώς δε μπορώ να μιλήσω με την ίδια βεβαιότητα για τον επάνω
χώρο. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχει κάποιο κενό διάστημα μεταξύ του
ανώτατου σημείου ανάτασης των χεριών μου και του επόμενου πιθανού υλικού
σημείου στο χώρο. Και εξηγώ αμέσως τι εννοώ. Αν υψώσω τα χέρια μου σε
οποιαδήποτε στάση προσήλωσης, κανένα σημείο του σώματος μου δεν συναντά κανένα
εμπόδιο. Και αυτό το έχω δοκιμάσει σε διάφορα σημεία του δωματίου. Θα τολμούσα
ίσως να πω πως όλα αυτά τα χρόνια μέσα
στο άδειο που κινούμαι πρέπει να έχω σταθεί σχεδόν σε κάθε δυνατό σημείο
του δωματίου υψώνοντας τα χέρια μου να ψηλαφίσω το κενό, άλλες φορές
συνοδευόμενα από το βλέμμα μου, άλλες φορές προπορευόμενου του βλέμματος μου
από τα χέρια μου, ή άλλοτε καρφώνοντας το βλέμμα μου σε οποιοδήποτε αόριστο
σημείο στον επάνω χώρο. Αλλά δε μπορώ να το πω αυτό γιατί δεν έχω ποτέ μου
αγγίξει τοίχο. Άρα δεν έχω ακόμη
εξαντλήσει το σκοτάδι. Ούτε και πάνω από τη μαύρη τρύπα που χάσκει έχω,
ευτυχώς, ποτέ σταθεί. Κι αυτό που λέω για το βλέμμα μου δεν έχει ιδιαίτερο
νόημα. Γιατί εγώ τίποτα ποτέ δεν έχω δει.
Αλλά αν ξέρω το σκοτάδι, δεν πρέπει να έχω γνωρίσει το
φως; Άραγε κάποτε στάθηκα με κάποιο τρόπο έξω από το δωμάτιο αυτό. Ίσως πριν
από την πράσινη πόρτα. Άρα την ξύλινη πόρτα δεν την έχω φανταστεί. Θα είναι
ξύλινη, όπως το πάτωμα που αυτή τη στιγμή αγγίζω. Και βέβαια το ξέρω το πάτωμα.
Αν κάτι είμαι σίγουρος ότι υπάρχει είναι το πάτωμα που το πατώ και η τρύπα στο
πάτωμα που φοβάμαι μη πέσω. Και με μία απειροελάχιστη πιθανότητα λογικού
σφάλματος, είμαι πια βέβαιος και για την πράσινη ξύλινη πόρτα. Υπάρχω κι εγώ.
Που μιλώ και που σκέφτομαι. Και που περπατάω, συνήθως στα τέσσερα για το φόβο
της τρύπας. Και που υψώνω τα χέρια μου στην προσπάθειά μου να ψηλαφίσω το απάνω
διάστημα. Χωρίς εμπόδια. Και χωρίς μέχρι τώρα επιτυχία. Μου αρέσει να παίζω με
την ιδέα ότι κάποτε, κάτι θα αγγίξω. Ίσως
τυχαία. Ή σαν από θαύμα σχεδόν. Ακόμα πιο πολύ και από την πράσινη πόρτα
ελπίζω κάποτε να αγγίξω κάτι στο επάνω διάστημα. Αν βέβαια μέχρι τότε δεν έχω
τσακιστεί μέσα στο ανείπωτο χάσμα των σάπιων σανιδιών. Α, υπάρχετε βέβαια κι εσείς, γιατί σας φέρω εντός μου, και που κοιτάτε,
αχόρταγα μάτια, φωτός σχισμές, χιλιάδες ζευγάρια φωταψίες μες την ακούραστη
νύχτα της ψυχής, έναστρος ουράνιος θόλος. Ναι. Ξέχασα να πω ότι το πάτωμα,
πέρα από το να το αγγίζω, μπουσουλώντας συνήθως, ή στα όρθια να το πατώ, το
ακούω κιόλας. Έτσι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το πάτωμα. Είναι υγρό σε
πολλά σημεία του και τρίζει. Συχνά, σχεδόν σε κάθε μου βήμα, σε κάθε καινούρια
επαφή, παλάμης ή γόνατου. Αυτός είναι και ο μόνος ήχος στο δωμάτιο. Ο μόνος
ήχος ΜΕΣΑ στο δωμάτιο. Ή σχεδόν… από κάτω πάντως έρχονται κι άλλοι. Αλλά –
… ας πούμε καλύτερα για κάτι άλλο. Έλεγα … για τον απάνω
χώρο. Για αυτό το αίσθημα ελπίδας που τρέφω από παλιά κάποτε κάτι να αγγίξω. Να πάρει σώμα κάποτε … Όχι. Έλεγα για το
πάτωμα. Κι αφού η δική μου επαφή με το πάτωμα δεν είναι χωρίς ήχο, μήπως αν
υπήρχε οτιδήποτε άλλο κινούμενο δεν θα το άκουγα; Θα το άκουγα. Άρα δεν υπάρχει
τίποτε άλλο μέσα στο άδειο δωμάτιο πέρα από εμένα, το πάτωμα, τον απάνω κενό
μέχρι τώρα χώρο, την απρόβλεπτη τρύπα, τον ήχο που παράγω διασχίζοντας το μαύρο
σκοτάδι, την πράσινη πόρτα που πρέπει να υπάρχει, και το δικό μου φόβο για την
τρύπα. Άρα, έχουμε: Φόβος. Τρύπα. Πόρτα. Εγώ. Θόρυβος. Πάτωμα. Σκοτάδι. Πάνω. Δωμάτιο. Ελπίδα. Η ΕΛΠΙΔΑ. Πως κάποτε, κάπως,
κάτι θα βρεθεί να αγγίξω στον επάνω χώρο. Πριν με προλάβει το κάτω κενό.
Υπάρχουν ακόμα οι τέσσερις τοίχοι, που εγώ βέβαια δεν τους έχω αγγίξει. Ίσως
τότε να μην υπάρχουν. Αλλά υπάρχει το δωμάτιο. Άρα οι τοίχοι μπορούν να νοηθούν
ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξης του δωματίου, ακόμα κι αν εγώ δε μπορώ να
αποδείξω ότι οι τοίχοι υπάρχουν. Πράγμα που με κάνει και πάλι να αναλογιστώ τη
σχέση μου με τον έξω κόσμο. Διότι:
Αν εγώ είμαι σε ένα δωμάτιο, αδιάφορα από το πώς βρέθηκα
εκεί μέσα, από ένα χτύπημα της μοίρας, από ατύχημα, από καθαρή σύμπτωση, τότε
κάτι πρέπει να υπάρχει έξω από αυτό. Και η πράσινη πόρτα είναι, γιατί όχι, μια
είσοδος. Ή και μια έξοδος. Δεν με ενδιαφέρει να λύσω τόσο το πρόβλημα της
εξόδου -εφόσον σταθερά αποφεύγω την πιθανότητα της πτώσης μου μέσα στη μαύρη τρύπα-
όσο το πρόβλημα της εισόδου. Και δεν εννοώ τόσο την είσοδο ως δράμα ή τραγωδία
όσο την είσοδο ως πρόβλημα λογικό. Αν έχω κάποτε διαβεί την πράσινη πόρτα.
Τότε. Πολύ πιθανόν. Μια μέρα να τη διαβώ ξανά. Κι αυτή θα είναι: Μία έξοδος.
Όχι λυτρωτική. Όχι ηρωική. Όχι υποσχετική. Απλά μία έξοδος. Γιατί δεν ξέρω. Ή
τουλάχιστον δε θυμάμαι πια, τι είναι πίσω από την πράσινη πόρτα. Και δε με
ενδιαφέρει ιδιαίτερα να μάθω. Ίσως ένα άλλο δωμάτιο. Σκοτεινό ή όχι. Ίσως όχι
και τόσο σκοτεινό αν είναι αληθής αυτή η ανάμνηση μου με την πράσινη πόρτα. Και
για να ξέρω το σκοτάδι πάει να πει πως έχω κάποτε δει το φως. Ίσως πίσω από την
πράσινη πόρτα – Αλλά δε θέλω να δω το φως. Δεν ξέρω τι άλλο το φως θα μου
φέρει. Μόνο θέλω να μην πέσω στη μαύρη τρύπα. Και μόνο θέλω κάτι να αγγίξω στο
απάνω διάστημα και να μη σκέφτομαι το κάτω. Γιατί δεν ξέρω τι το προκαλεί. Και
καλύτερα να μη το μάθω ποτέ. Πάντως δεν είναι τα βήματα μου – Τελεία, δε θα
μιλήσω για το κάτω. Ποτέ δε θα
ξαναμιλήσω για το κάτω. Ας μιλήσω για το πρόβλημα της εισόδου. Είναι πιο
ασφαλές. Έχει ήδη συμβεί, κι ότι κι αν κάνουμε δεν μπορεί τίποτα να το αλλάξει.