Αλέξανδρος Μιχαήλ

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ (ΜΕΡΟΣ Β’)

Ωραία. Η είσοδος λοιπόν. Ήταν μια πόρτα ξύλινη. Πράσινη.
Λουσμένη στο λιγοστό φως από τον έξω
κόσμο.
Ωραία. Ήταν μια πόρτα πράσινη.
Και μετά; Η πόρτα έκλεισε και όλα τα
κατάπιε το σκοτάδι.
Άρα στην αρχή ήταν το φως. Γιατί με το φως αρχίζουν
όλα. Αλλά πως υπάρχει το φως αν δεν το έχει γεννήσει το σκοτάδι; Αφού όλα το
σκοτάδι τα γεννά και το σκοτάδι τα συνθλίβει. Άρα στην αρχή πρέπει να είναι το
σκοτάδι. Αυτό που δεν άρχισε ποτέ, που δε
θα τελειώσει.
Και μετά έγινε ένα φως. Το πρώτο φως. Εκείνο που ήρθε να ξεσκίσει τη νύχτα στα δυό, να αρχίσει η ύλη να γεννά,
να δίνει η διαίρεση σώμα στους εφιάλτες.
Ε, δε μας παν πουθενά όλα αυτά. Γιατί,
εγώ, αν έρχομαι από μια πόρτα πράσινη λουσμένη στο φως, γιατί είμαι ακόμη στα
σκοτάδια; Μήπως τίποτε δεν άρχισε ακόμα; Μα
δε μπορεί. Αφού υπάρχω. Ήδη. Σε ένα δωμάτιο άδειο και σκοτεινό. Τότε μπορεί να
μην υπήρξα ποτέ πριν από το άδειο δωμάτιο. Να είμαστε ένα. Εγώ, το δωμάτιο και
η μαύρη τρύπα. Και μη μου πείτε πως 3=1 είναι παράλογο γιατί θα καγχάσω. Τότε
θα είμαστε ένα από πάντα. Από τότε που αρχίζει ο χρόνος να μετρά. Και πότε
αρχίζει ο χρόνος να μετρά; Από την πρώτη στιγμή της Συλλήψεως. Την πρώτη στιγμή
μιας εκρήξεως. Της Μεγάλης Εκρήξεως. Ταυτόσημα είναι άλλωστε αυτά. Σύλληψη,
έκρηξη. Τι ακριβώς εκρήγνυται δεν έχει καμία σημασία. Ούτε το πρόσημο μετρά. Ας
πούμε λοιπόν πως γεννήθηκαν όλα σε μια ωραία έκρηξη συναισθήματος. Το δωμάτιο
με τους τοίχους που φαντάζομαι αλλά δε μπορεί να μην υπάρχουν, το πάτωμα,
μοναδική λέμβος σωτηρίας, το απάνω διάστημα επενδυμένο με τόση ελπίδα, η
πράσινη πόρτα που νομίζω ότι υπάρχει και η μαύρη τρύπα της Αμφιβολίας και του
Πανικού ανεξάρτητα από το πού οδηγεί. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω εγώ δεν το έχω
ποτέ μου συναντήσει και μονάχα το εικάζω. Άρα εγώ και ο έξω χώρος φυσικά και
δεν είμαστε ένα. Μάλλον το αντίθετο: είμαστε Εγώ και  Ο-Έξω-Χώρος. Αλλά μου φαίνεται πάλι το έχασα
με το πρόβλημα της συλλήψεως. Θα το αφήσω λιγάκι να ξεκουραστεί γιατί αν
υπερθερμανθεί μπλοκάρει – αυτό μέσα μου που σκέφτεται για μένα. Λειτουργεί με
αντίσταση.

…το απάνω διάστημα το εξαντλήσαμε. Το μέσα του
δωματίου το εξαντλήσαμε, δεν έχει και πολλά, μόνο σκοτάδι. Και μόνο εμένα να
ταξιδεύω ες αεί. Και τους ήχους. Τους μέσα ήχους. Από πάνω δεν έχει ήχους. Το
πάνω, είπαμε, ελπίδα. Δεν έχει ήχους. Το κάτω ασφαλώς και έχει ήχους αλλά,
είπαμε, δε θα ξαναμιλήσω για το κάτω.

Έλεγα για το πρόβλημα της πράσινης πόρτας. Ως
εισόδου. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Γιατί εγώ μπορεί να
κινούμαι για έτη πολλά μέσα στο άδειο δωμάτιο. Αλλά κάπως πρέπει να μπήκα εδώ
μέσα. Εκτός κι αν κάποιος άλλος ήταν εδώ πριν από εμένα κι αυτός με άφησε εδώ
πέρα. Ίσως αυτός ο άλλος να είναι ακόμα κάπου εδώ κι εγώ απλώς να μην τον έχω
συναντήσει. Αλλά δε νομίζω. Θα άκουγα τουλάχιστον τα βήματα του. Εκτός κι αν
δεν κινείται. Αλλά χλωμό μου φαίνεται. Αφού όλα κινούνται. Εκτός και αν αυτός ο
άλλος που με έφερε εδώ έπαψε να κινείται. Για πάντα. Μπορεί. Αυτό δεν
αποκλείεται. Μπορεί μια μέρα να πέσω πάνω του,  να αγγίξω έξαφνα το κρύο του δέρμα. Το
απεύχομαι… όχι. Καλύτερα να μην υπάρχει άλλος. Να μην υπήρξε ποτέ. Εγώ τότε να έρχομαι
από πού; Έχουμε την πράσινη πόρτα και τη μαύρη τρύπα. Έστω ότι η πράσινη πόρτα
είναι η είσοδος. Άρα η μαύρη τρύπα είναι η έξοδος. Έτσι θα βγω από δω μέσα.
Αλλά εγώ δε θέλω να περάσω ποτέ από τη μαύρη τρύπα. Άρα θα είναι το αντίστροφο.
Ήρθα από τη μαύρη τρύπα και θα βγω από την πράσινη πόρτα. Για αυτό και ξέρω ότι
η πράσινη πόρτα υπάρχει, γιατί φέρω τη γενετική εντολή να τη βρω και να βγω από
εδώ μέσα. Αλλά και για τη μαύρη τρύπα ξέρω ότι υπάρχει. Απλά δε θέλω να περάσω
από μέσα της. Και γιατί πρέπει σώνει και καλά να βγω από εδώ μέσα; Γιατί να μη
μείνω εδώ για πάντα; Αν σταματήσω ίσως να κινούμαι. Αλλά δε μπορώ να σταματήσω
να κινούμαι. Κάτι δε με αφήνει. Κάτι σαν ανάγκη. Δεν ξέρω αν είναι δική μου η
ανάγκη ή των πραγμάτων. Ίσως είναι και αυτό ένα από τα άλυτα μυστήρια. Όπως
αυτό της πράσινης πόρτας. Όχι ότι θα πάψω να ψάχνω μια λύση.

Άλλες φορές σκέφτομαι μήπως κινούμαι με κατεύθυνση
προς την τρύπα, σε μια πορεία αναπότρεπτη. Να είμαι κάτι σαν σε τροχιά γύρω από
τη μαύρη τρύπα. Και να ζυγώνω ολοένα. Για αυτό θέλω να σταματήσω να κινούμαι.
Δηλαδή και μόνο που το σκέφτομαι παραλύω. Και παύω για λίγο να κινούμαι. Αλλά
αυτό είναι όλο. Μετά κάτι με σπρώχνει να συνεχίσω. Κάτι που δε μπορώ να
προσδιορίσω αν έρχεται από πίσω και με σπρώχνει ή από μπροστά και με τραβάει.
Πάντως με κάνει να συνεχίζω.

ΑΛΛΑ ΕΜΕΝΑ ΠΟΙΟΣ ΜΕ ΕΦΕΡΕ ΕΔΩ ΜΕΣΑ;  Δε με ρώτησε κανείς αν θέλω να έρθω. Εδώ που
τα λέμε δεν ξέρω αν υπήρχα πριν να είμαι εδώ μέσα. Άρα κανείς δε μπορούσε να με
ρωτήσει. Ή αυτό να είναι ένα προστάδιο πριν να γεννηθώ; Πριν ακόμη γίνει το
φως; Μπα. Αφού ήδη υπάρχω. Τότε λοιπόν υπάρχω από πάντα. Υπάρχω όπως υπάρχει το
πάτωμα, όπως υπάρχει η μαύρη τρύπα όπως υπάρχει το κενό κάτω από τα πόδια μου.
Μπορεί να γεννηθήκαμε όλοι μαζί. Σε μια ωραία έκρηξη συναισθήματος. Και γιατί
να πρέπει εγώ να λύσω το μυστήριο; Και απαντώ: Γιατί είμαι ο μόνος που με
τυραννά. Γιατί μπορεί να σχετίζεται με τη μαύρη τρύπα. Μπορεί αυτή να τα ξέρασε
όλα. Το πάτωμα κι εμένα και τη σιωπή και το σκότος. Δεν υπάρχει και τίποτε άλλο
που να μπορεί να τα γέννησε όλα αυτά. ΆΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ. Ούτε το
φως, ούτε το σκοτάδι. Και το Χάος; Δεν υπάρχει Χάος. Ή μάλλον όλα είναι Χάος,
δεν υπάρχει τάξη. Άρα δεν υπάρχει Χάος. Αρκετά. Θα πάψω πια να σκέφτομαι. Θα
πορεύομαι στο εξής μες τη σιωπή του τόπου. Του τόπου! Ακούς εκεί! Του τόπου!

…συγνώμη κιόλας, εγώ πολύ ευχαρίστως θα σταματούσα
να μιλάω ή να σκέφτομαι. Αλλά ούτε κι αυτό μπορώ να το κάνω. Μου είναι αδύνατο.
Μπορεί να σχετίζεται κι αυτό με εκείνη τη δύναμη που είτε με σπρώχνει είτε με
ωθεί. Κι εγώ πρέπει διαρκώς να ταξιδεύω και να σκέφτομαι. Δεν ξέρω τι άλλο
κιόλας θα μπορούσα να κάνω, αλλά ήδη αυτό είναι εξαντλητικό. Μπορεί κάποια
στιγμή να καταρρεύσω. Το εύχομαι. Και άμα κινούμαι σε κατεύθυνση αντίθετη από
τη μαύρη τρύπα; Εννοώ, αν πρέπει να κινούμαι ώστε να μη με προλάβει; Ίσως για
αυτό να μη μπορώ να σταματήσω να κινούμαι. Ή να σκέφτομαι. Γιατί θα ξεχάσω τον
κίνδυνο και τότε η μαύρη τρύπα θα με καταπιεί. Έτσι εξηγείται γιατί με
απασχολεί τόσο πολύ αυτός ο φόβος. ΑΡΑ Ο ΦΟΒΟΣ ΜΕ ΚΙΝΕΙ.

Κι η πράσινη πόρτα; Μα μη γελάτε. Εντάξει λοιπόν,
δε θα ξαναμιλήσω για την πράσινη πόρτα. Τουλάχιστον προσωρινά. Ας μιλήσω για το
μέσα και το έξω. Όχι πως είναι κανένα πρόβλημα σπουδαίο αυτό. Είναι στην ουσία
του πολύ απλό. Ό, τι είναι μέσα στο δωμάτιο είναι δικό μου. Κι ότι είναι έξω
είναι Το Άλλο, Το Διαφορετικό, το Απόκοσμο, στην κυριολεξία. Σε αυτόν τον κόσμο
είμαστε μόνο Εγώ και το Μεγάλο Διάστημα. Το μόνο που μας χωρίζει είναι το
πάτωμα. Και οι τοίχοι και το ταβάνι αν υπάρχουν. Κανένας μανδύας κανένας φλοιός καμία ατμόσφαιρα. Και η μαύρη τρύπα
βγάζει στον έξω ωκεανό των άστρων. Εκτός κι αν έχουν πάψει προ πολλού κι αυτά
να υπάρχουν. Άστρα, ωκεανοί.

Κι αν η μαύρη τρύπα δεν υπάρχει; Κι αν είναι κι
αυτή γέννημα θρέμμα της φαντασίας μας, όπως η πόρτα; Μπα, κάτι πρέπει να
υπάρχει για να δώσει ένα τέλος. Όλα τελειώνουν κάποτε. Και μου φαίνεται, εμένα
τουλάχιστο, πιο πιθανό μια μαύρη τρύπα και όχι μια πράσινη πόρτα να είναι το
τέλος. Έτσι θα τελειώσουμε λοιπόν, νεκροί
μετέωροι στο μεσοδιάστημα. Γιατί σίγουρα με την πτώση θα πάθουμε ανακοπή. Ή αναφυλαξία.

Το δωμάτιο ταξιδεύει. Σαν σφαίρα ιπτάμενη. Ή σαν το
φως μέσα από μόρια σκοτεινής ύλης.
Και μη με ρωτήσετε πως το ξέρω. Αυτό
είναι μια αδιάσειστη αλήθεια. Και δεν έχει καμία απολύτως σημασία πως την
κατέχω. Η ύλη η ίδια εμπεριέχει την αλήθεια. Η ίδια η ύλη που γεννά, ανασυντάσσεται, παίρνει μορφές αιωνίως εναλλασσόμενες,
σαν τον Πρωτέα.
Η ύλη αυτή του σκότους που περιέχεται στο άδειο αυτό
δωμάτιο. Άρα το δωμάτιο δεν είναι άδειο. Είναι γεμάτο ύλη σκοτεινή. Και ενίοτε

Για μισό λεπτό. Αυτό τώρα τι πάει να πει; Που
περιβάλλομαι από μόρια σκοτεινής ύλης. Λες και το κρύο το σκοτάδι που με
τυλίγει δεν είναι από μόνο του αρκετό. Και όλοι αυτοί οι αποτρόπαιοι ήχοι κάτω
απ’ τα πόδια μου που τρέχουν, ταχύτητες
ασύλληπτες, κύματα εχθρικά ενός άσπλαχνου κόσμου, απόκοσμου, φωνές συριστικές
παλλόμενες που ταλαντεύουν το πάτωμα, τραντάζουν, δονούν το μόνο αυτό που με
στηρίζει, ό, τι με υποστηρίζει και με συγκρατεί.  Ό, τι από το κάτω με χωρίζει από ΤΟΝ ΣΙΧΑΜΕΝΟ
ΒΟΥΡΚΟ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ. Αφήστε μου μόνο μία φλούδα λεπτή, τη μεμβράνη ενός κυττάρου μέσα
της να μπορώ να  υπάρχω και να πορεύομαι.
Αφήστε μου μόνο ένα μέρος να σταθώ μη μου στερείτε και αυτό
γιατί μιλάω για
τα κάτω, αφού ποτέ δε θα μιλούσα για τα κάτω δε θα ξαναμιλήσω για τα κάτω ποτέ
δε θα μιλήσω για το κάτω αλλά ό, τι κι αν κάνω το κάτω υπάρχει και δε θα πάψει
να υπάρχει και δε θα πάψει να με πολεμά και όσο και αν γραπώνομαι πάτωμα είναι
ξύλινο σάπια σανίδια πόσο ακόμα να αντέξουν πόσο ακόμα να κρατηθούν που σου
παγώνει το αίμα που σου τρυπάει τα μηνίγγια σταμάτα να το πολεμάς σταμάτα για
το κάτω να μιλάς σταμάτα επιτέλους να σκέφτεσαι σταμάτα επιτέλους να μιλάς.
Σταμάτα. Επιτέλους. Να μιλάς. Σταμάτα επιτέλους. Να μιλάς – Το δωμάτιο. Το
δωμάτιο, τι; Το δωμάτιο… Ταξιδεύει. Το δωμάτιο ταξιδεύει. Το δωμάτιο ταξιδεύει
σαν σφαίρα ιπτάμενη. Ή σαν το φως μέσα από μόρια σκοτεινής… Ή ΣΑΝ ΤΟ ΦΩΣ,
τελεία. Το δωμάτιο ταξιδεύει σαν σφαίρα ιπτάμενη, ή σαν το φως. Τελεία. Αόριστα.
Ορίστε. Να ένα πρόβλημα καινούριο: Πώς και γιατί το δωμάτιο αυτό όπου κινούμαι
και πορεύομαι ταξιδεύει…

… Ας το πάρουμε αξιωματικά: Το δωμάτιο ταξιδεύει
όπως κάθε άλλη έκφανση μορφής. Αν σταματήσει να κινείται θα πάψει να υπάρχει.
Στο κάτω κάτω δε μπορώ να αποδείξω πως το δωμάτιο κινείται. Ούτε κι εσείς να
αποδείξετε πως δεν κινείται. ΑΡΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ. Κινείται όμως σε σχέση προς τι; Ποιο
είναι το σταθερό σημείο σε σχέση με το οποίο το δωμάτιο μου ταξιδεύει; Γιατί
εγώ τουλάχιστον από εδώ που είμαι δε βλέπω και τίποτε σταθερό. Δε βλέπω τίποτα
δηλαδή. Τότε πολύ απλά σταθερό σημείο δεν υπάρχει. Ή μπορεί να μετατοπίζεται. Να
είναι μεταβαλλόμενο και αυτό. Άρα αυθαίρετο. Άρα τυχαίο. Άρα τίποτα βέβαιο τίποτα αμετάβλητο τίποτα
ανακουφιστικό.
Το δωμάτιο πάντως θα πρέπει να κινείται με κάποιο σκοπό,
προς κάποια κατεύθυνση. Κάποιο νόημα θα πρέπει να έχει αυτή η κίνηση. Κάποιο
τέλος. Προφανώς. Ας πούμε πως κινείται προς τα εμπρός. Μόνο και μόνο γιατί το
αντίθετο θα ήταν δύσκολο να το φανταστούμε. Ίσως γιατί δεν υπάρχει τίποτε που
να κινείται ενάντια στη συντέλεια του χρόνου. Τότε γιατί να υπάρχει μαύρη
τρύπα; Αν είναι η ίδια η κίνηση του δωματίου να δώσει κάποτε ένα τέλος οριστικό.
Τότε δεν έχω ανάγκη από τη μαύρη τρύπα. Ίσως να μην υπάρχει λοιπόν. Να ανήκει
κι αυτή στη σφαίρα του φανταστικού. Να τη βάζω εγώ εκεί για να έχω κάτι να
φοβάμαι. Κάτι μυστικά να ελπίζω ή να απεύχομαι. Κάτι να δίνει ένα νόημα στην
κίνησή μου. Γι’ αυτό κι εγώ μιλώ για μια πόρτα πράσινη. Ή μιλούσα τουλάχιστον
μέχρι που αποφάσισα να μη μιλώ. Ας πάρουμε λοιπόν μία απόφαση. Οριστικά. Υπάρχει
μαύρη τρύπα ή δεν υπάρχει;

Υπάρχει
και είναι η μόνη που υπάρχει η μόνη που μας τυραννά η μόνη που μας σώζει η ίδια
αυτή που μας γεννά –
Υπάρχει, υπήρχε από πάντα και για πάντα θα  υπάρχει και δε θα πάψει να υπάρχει και δε θα
πάψει να γεννά ελπίδες σανίδες μετέωρες στου χάους το έλος, η μαύρη η ύλη η αγέννητη,
η άφθαρτη, αδιαίρετη, η μία και μόνη και αληθινή, απρόσιτη, αυθαίρετη, παντοτινή,
η σκοτεινή μητέρα.

Υπάρχει. Όπως υπάρχει το δωμάτιο αυτό. Τυχαία ελάχιστη πιθανότητα. Που
ταξιδεύει. Όπως υπάρχουν οι τέσσερις τοίχοι που εννοούνται.  Όπως υπάρχω κι εγώ. Που ταξιδεύω ες αεί μες το
δωμάτιο μέσα στους τέσσερις τοίχους που εννοούνται, μέχρι η μαύρη η τρύπα να με
βρει. Όπως υπάρχετε αναμφίβολά κι εσείς, ακούραστα μάτια, φωτός σχισμές. Εντός
μου. Όπως υπάρχει το σκοτάδι. Όπως το πάτωμα που τρίζει, αντιστέκεται. Μας κρατά ζωντανούς, υπάρξεις ξέχωρες απ’ το
μεγάλο τίποτα που μας γέννησε.
Όπως ο φόβος ο άφθαρτος που μας κινεί. Ο αναμφίβολος.
Όπως το απάνω διάστημα που υπάρχει. Το απάνω διάστημα, αέρας. Ελπίδα ανάτασης απ’ το υγρό σκοτάδι της
ψυχής. Κρυφή ευχή να πάρει σώμα κάποτε όλο αυτό που μας βαραίνει και που μας
πολεμά
.

Άραγε είμαστε όλοι εδώ: εγώ και εσείς, και ο
φόβος. Το πάνω. Το κάτω. Τα βαλτοτόπια
των άστρων
. Και η  μαύρη τρύπα που
γεννά κι η μαύρη τρύπα που μας παίρνει. Και έτσι πηγαίνουμε σε ένα δωμάτιο που
τρίζει. Είμαστε όλοι από πάντα εδώ. Σε ένα δωμάτιο σκοτεινό. Μονάχα ο φόβος που
πυκνώνει. Και η ελπίδα που αργεί. Είμαστε μόνοι σε ένα δωμάτιο που τρέχει. Όγκος ασύλληπτος κυλά. Είμαστε μόνοι από
πάντα εδώ. ΚΙ Η ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ.