Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον που γράφει κάποια ποιήματα, καλά η κακά. Δεν είναι άλλος ένας που βρήκε παρηγοριά ή ενδιαφέρον στη γραφή, ούτε κάποιος που στα σοβαρά αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την λογοτεχνία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποιον που είναι ποιητής. Χωρίς να χει διαβάσει ούτε μια αράδα του Ρεμπώ ή του ‘Ελιοτ , του Γέιτς και του Γουίτμαν, τους περιέχει μέσα του.  Τους περιέχει με την έννοια της συγγένειας . Ο Βασίλης Σκόρδου περιέχει όλους αυτούς που κατάφεραν με τον ένα ή άλλο τρόπο να κάνουν λογοτεχνία. Να δημιουργήσουν δηλαδή καινούριες συνθήκες έκφρασης για τ’ ανθρώπινα. Δεν υποστηρίζω πως μπορεί να καθίσει δίπλα στους μεγάλους λογοτέχνες της ανθρωπότητας ή έστω δίπλα σ αυτούς που ονομάστηκαν οι καλύτεροι έλληνες λογοτέχνες. Υποστηρίζω πως η αφετηρία του είναι ίδια με τις δικές τους. Για τα υπόλοιπα, χρειάζεται υπομονή. Αλλά κι η υπομονή έχει τον τρόπο της. Κάποιος μπορεί να δουλεύει για χρόνια τα ίδια και τα ίδια γραπτά, όπως ο Καβάφης, κάποιος άλλος μπορεί να περιμένει χωρίς να γράφει ούτε μια αράδα για χρόνια, όπως ο Μπουκόβσκι. Ο Σκόρδου κάνει υπομονή γράφοντας. Γράφοντας, πολλές φορές, τις ίδιες και τις ίδιες φράσεις σε διαφορετικά κείμενα, σε σημείο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εμμονή .  Μέχρι αυτές να πάρουν εκείνη τη θέση μέσα σ’ ένα γραπτό ώστε να δημιουργήσουν την καινούρια έκφραση. Και με βάση αυτό, ο Σκόρδου, δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει φράσεις κλισέ,  χοντροκομμένα αστεία ή εκφράσεις που θα τις χαρακτηρίζαμε μπανάλ ή εξυπνακίστικες. Δεν φοβάται δηλαδή να χρησιμοποιήσει τίποτα απ’ όλα αυτά που χρησιμοποιούν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους. Κι ας είναι εκ πρώτης όψης “αντι- λογοτεχνικά”. Για τον σκόρδου δεν υφίστανται “λογοτεχνικές” και μη “λογοτεχνικές” φράσεις. “Λογοτεχνικοί” και μη “λογοτεχνικοί” τρόποι. Προσπαθεί με τα υπάρχοντα υλικά να χτίσει κάτι διαφορετικό.

Δεν τον ενδιαφέρουν, όχι παραπάνω από το απλά να τα θαυμάσει, τα κατορθώματα των αλλόγλωσσων λογοτεχνών. Αγαπά τον Μπουκόβσκι και τον Σελίν, τον Ντοστογέφσκι και τον Κάφκα, αλλά ξέρει πως η λογοτεχνία θα φτιαχτεί σε μία γλώσσα. Όχι σε πολλές. Γι’ αυτό ανασκαλίζει έλληνες-έστω και μέτριους- συγγραφείς. Είτε σε αυτά κάθε αυτά λογοτεχνικά κείμενα είτε σε συνεντεύξεις και βιογραφίες. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως η ελληνική γλώσσα. Μαζί με ότι η γλωσσική παρακμή του καιρού μας έχει καθιερώσει. Τα γραπτά του (ποιήματα, πεζοποιήματα, μικρές αφηγήσεις, διάλογοι) περιέχουν, όποιο κι αν είναι το θέμα τους, πάντα κάποιου είδους χιούμορ. Ένα χιούμορ που δεν λειτουργεί πάντα υπέρ του. Που ίσως, αν έλειπε από κάποια γραπτά του, να είχαμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά, θυμίζω και πάλι, πως είναι μια περίοδος υπομονής. Αν ένα κείμενο δεν μπορεί να σταθεί στο επιθυμητό επίπεδο, δεν είναι πάντα πρόβλημα του συγγραφέα. Καλύτερα το κείμενο να καταποντιστεί από μια νεοελληνική χοντράδα παρά να μετριαστεί από παραδοσιακούς ή νεωτερικούς καλλωπισμούς ή από  φιλολογικές σιγουριές. Το κείμενο πρέπει ή να πετύχει ή να αποτύχει. Κι ο Σκόρδου πρέπει να κάνει υπομονή. Να δει πολλά απ’ τα κείμενα του ν’ αποτυχαίνουν προτού κάποια απ’ αυτά πετύχουν με τον πιο εμφατικό τρόπο. Με τον τρόπο, δηλαδή, που πετυχαίνει πάντα η λογοτεχνία. Για να μην παρεξηγηθώ: λίγα απ’ τα κείμενα ή τα ποιήματα του θα χαρακτηριζότανε κακά. Διαβάζονται όλα. Είναι πάνω απ’ τον μέσο όρο της λογοτεχνικής μας παραγωγής. Δεν υπάρχει καμιά φθήνια στο συναίσθημα ή ευκολία στη γραφή. Ούτε υπερβολές και λογοτεχνικές κοινοτοπίες. Για μια ακόμα φορά: το στοίχημα εδώ είναι άλλο: να μεταμορφωθεί η καθημερινή γλώσσα, με όλα της τα χάλια, σε τέχνη. Όπου τα καταφέρνει, γεννιέται μια γνήσια ποίηση. Αν το καταφέρει καθ’ ολοκληρίαν στο μέλλον, θα χει ανοιχτεί μια νέα προοπτική. Προς το παρόν, το σημαντικό είναι η τόλμη. Γι’ αυτό, λοιπόν, ανθολογώ 13 ποιήματά του, αυτά που η προσωπική μου κρίση μού υπέδειξε. Είναι ένα μικρό αφιέρωμα στο κομμάτι εκείνο των γραπτών του, που παραδοσιακά ονομάζουμε ποιήματα. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως στα ποιήματά του κατορθώνει να μην παρασυρθεί από τίποτα πέρα απ’ την γνησιότητά της αφετηρίας και της τόλμης του

Strike

ξύπνησε αργά / κουρασμένος / κάποια τρύπα / είχε ανοίξει / το προηγούμενο / βράδυ πάνω του / και έσταζε / σιγά σιγά / κλίνκ κλίνκ κλίνκ / η μελωδία της ψύχη του που φεύγει /

παλιά για να γελάνε / τον μεθούσαν / συμμορίες και φίλοι / μια Γυναίκα / με ένα πονηρό / ανοιχτήρι / ανάμεσα / στα πόδια της / και ένα κερματοδέκτη / στο δεξί στήθος / αυτό όμως / σταμάτησε γρήγορα / γιατί έπινε παραπάνω απ΄ αυτούς / και έκλαιγε / ένιωθε σαν μπάλα του Bowling / τρύπια δηλαδή / τα μπουκάλια / ήταν / η ώθηση / η φόρα / και οι κορίνες / οι τριγύρω / μου.

ομορφιά

γκάριζε,της τρέχανε τα σάλια

και έκανε γκέλ στους τάφους

                          των ονειρεμένων εραστών τις ορέξεις

φαφούτα και γκρινιάρα

εκ γενετής και εκ πεποιθήσεως

                        ποδοπατάει τον ποιητή και άλλα άχρηστα

βολτάρει στο μεγαλειώδες

και στο ιδανικό πέριξ της φαντασίας

                             του καθρέπτη που χορταίνει το φως

η γύμνια της

απόδειξη του πραγματικού

                    διψασμένη για αίμα / μελωδίες από ένα τριάρι

και το τέλος της

το τέλος μας δηλαδή

             στην τελευταία σελίδα / που κάποιος έσκισε με κακία.

μπαλώματα

1.

μακριά ζωή

τεντωμένη

από τις δυο πλευρές

2.

άσφαιρα τα πυρά

και εκείνος

μισοπεθαμένος

3.

επαναστάσεις

προβλεπόμενες

η οθόνη αναμμένη

4.

ελλείψεις

αντιρρήσεις

στο ενδιάμεσο ευτυχία

5.

διεστραμμένος Μάγος

αναδυόμενος

από καπέλο πραγματικό

6.

μάτια σφραγισμένα

– Βάλς Ουγγρικό –

του φονιά τα βήματα

ανήκουστα

στα αυτιά μου

΄΄όλα αλλού πληρώνονται΄΄

ακροδάχτυλα μαυρισμένα / χείλια μαζεμένα από το κρύο / το Παρίσι είναι πολύ μακριά / αλλά από το παράθυρο / φαίνεται το Επταπύργιο / και τα αμάξια δεν κάνουν πολύ θόρυβο / o κόσμος δεν μοιάζει τόσο χαζός / παίζω μόνος μου πια τον χαζό / και κερδίζω / ένα αιώνα αβάντα / και ένα Τραγουδιστή να μου λέει πως κάποτε θα υπάρχουμε / αφηγούμαι τις στιγμές που κόλλησαν πάνω στα ρούχα σου /ο λύκος γέρασε / πολύ / σταμάτησε να τρώει από τον κήπο σου λουλούδια και περαστικούς / περιορίζεται στα τσόφλια / και στους αχώνευτους / και τα καριοφίλια του Brixton ακόμα ρίχνουν / μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα διπλά / μην με ξεχάσεις / και το ταξίδι ας μην μετράει / έχουν αυτοί που γνώρισα πολλά ταξίδια μέσα τους / πολλά εγκλήματα που παρά τρίχα να γίνουν πράξη.

Bolero

ο μαέστρος βρέθηκε νεκρός

όπως βρίσκεις τυχαία

τα κλειδιά σου

ή παλιούς γνωστούς

που έπρεπε να χαθούν

την τελευταία πνοή

του κουμανταδόρου

δεν την άκουσε κανείς

η ορχήστρα

πιο ζωντανή από ποτέ

παίζει το Bolero

του Ravel

αχ!

κάθε άνθρωπος έχει

τις δικές του σφαίρες

τις ξέρει

και τον βολεύουν

καλά

τις μετράει

αν λείπουν δυο τρεις

ξέρει ότι δεν θα

πεί πια ΄΄καλη όρεξη΄΄

ή ΄΄δεν σε αντέχω΄΄

σε δυο τρείς

γνωστούς του.

μόνο στην περίπτωση

που τον πυροβολήσουν

κερδίζει την σφαίρα

κάποιου άλλου

είτε από τύχη

είτε από συμφέρον

όπως συμβαίνει

σε εκείνους που

βολτάρουν δυο δυο

αλλά μόνο ο ένας

κοιτάει που και που

πίσω.