εκδόσεις Vakxikon.gr
Το εξαφανισμένο παιδί
Ένα-δύο-τρία φόρα πήραν, βούτηξαν με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι της θάλασσας στον ουρανίσκο.
Κοντά τους πήγα να τρέξω, μα χάρτινα τα πόδια και
διαλύθηκα.
Φώναξα «παίξτε με κι εμένα, παίξτε με!» όμως απέμεινα με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι των δακρύων στον ουρανίσκο.
Όλα ήταν στη θέση τους: το γαλάζιο, τα βραχάκια· ακόμα και των φυκιών
το ιριδίζον, απαράλλαχτο το χρώμα.
Μα η αναπνοή, η αναπνοή μου, η πιo βαθιά φουρτούνα
κι εγώ, ανυπόστατη αγορίστικη ιδέα,
το τίποτα.
Ανάδελτα
Χιλιόμετρα χρυσής άμμου
βάθος μαύρων νερών,
επιφάνεια.
Σώμα μεταβλητό
εγώ
στο χώρο
ψυχή μου,
αμετάβλητη.
Διάλογος
«Σου αρέσει να σε πιάνω;»
«Μου αρέσει.»
«Σου αρέσει όμως περισσότερο ν’ αγγίζεσαι μονάχη και να λυπάσαι. Το έχω καταλάβει. Είναι όμως, ευχαρίστηση ή ο αυνανισμός της θλίψης;»
«Είναι η ευχαρίστησή μου μέσα σε μια οδύνη. Πιάσε με όμως, πιάσε με, μου αρέσει όταν με πιάνεις», είπε η ξανθιά κοπέλα.
«Ξάπλωσε το κεφάλι σου και θα σε πιάσω», κι έγειρε στα πόδια της άλλης.
«Η ικανοποίηση τώρα πια υποκρύπτει τη θλίψη διότι στην κάθε πράξη καταφθάνει το τέλος, στην κάθε κουβέντα, στο φιλί, στην κάθε σεξουαλική ορμή. Στην πρώτη ζωή η ευχαρίστηση ερχόταν στα κρυφά, και το μυστικό εκείνο δεν είχε τέλος. Και δεν είχε τέλος διότι ήταν μυστικό. Στη δεύτερη ζωή, όλα φανερώθηκαν. Τα στήθη μπροστά στα μάτια σου, τα στήθη στα περιοδικά. Στήθη, παντού στήθη. Η ευχαρίστηση έπαψε να είναι πια κρυφή. Είχε τέλος.»
Κι έμπλεξε τα χέρια στα χρυσά μαλλιά της, με μια παρηγοριά να στάζει από τις άκρες των δακτύλων. Τη φίλησε.
«Σου άρεσε;»
«Μου άρεσε.»
«Μην το πεις.»
«Δεν θα το πω.»
«Να μην το καταλάβει κανένας.»
Τράβηξε το κεφάλι της κοπέλας από τα πόδια της. Σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο. Έξω υπήρχε μια παιδική χαρά. «Τα κορίτσια ακόμα παίζουν, τα αγόρια ακόμα παίζουν. Τι όμορφα φορέματα που φορούν τα κορίτσια, τι όμορφα τα εφηβικά αγορίστικα μπράτσα. Πόσο ανεπαίσθητα γερνά ο άνθρωπος και πόσο η κάθε του στιγμή βαδίζει προς το τέλος. Πόσο γρήγορα συμβαίνει· μα και από την άλλη, μοιάζει τίποτα να μην προχωρά, να μη μεγαλώνει. Μήτε οι άνθρωποι, μήτε οι συνήθειές τους.
Κι αν σου έλεγα τώρα πως είμαι αυτό το κορίτσι εκεί πέρα και πως φορώ αυτό το όμορφο φόρεμα; Τι θα έλεγες;»
Έγειρε την κουρτίνα. Το φως λιγόστεψε. Άφησε το φόρεμά της να πέσει στο πάτωμα. Προχώρησε και κάθισε στον καναπέ. Αγγίχτηκε κι έμοιαζε σαν πρώτη φορά. Η άλλη γυναίκα απουσίαζε. Έμεινε μόνη. Αυτή και οι παιδικές φωνές πίσω από την κουρτίνα.