photo: ELEONORA BICIACCI

Στην
Ελεωνόρα και τον Νικόλα

Είναι σίγουρη ότι θα παντρευτεί. Είναι σίγουρη ότι θα είναι η πρώτη και
τελευταία φορά. Είναι σίγουρη ότι αγαπάει και αγαπιέται. Είναι σίγουρη ότι δεν
είναι σίγουρη πώς θα γίνει, πού, πότε. Όμως θα γίνει. Γιατί το θέλει. Το
θέλουν.

Κάνει σχέδια για έναν γάμο με νυφικό, σ’ ένα τοπίο ρομαντικό, μπροστά στη
θάλασσα, με λίγους φίλους και συγγενείς, με όρκους, με γέλια, με γλέντι. Δεν
είναι σίγουρη αν θέλει παπάδες, όμως εκείνον τον θέλει με συμβόλαιο αιωνιότητας.
Τουλάχιστον απ’ την πλευρά της. Είναι ο δικός της τρόπος να του δείξει ότι τον
αγαπάει, τον εμπιστεύεται, θέλει να του αφιερώσει τη ζωή της.

Και δεν είναι κανένα ηλίθιο πιτσιρίκι. Κοντεύει τα σαράντα όπως κι εκείνος. Που την
ακούει να περιγράφει το τοπίο του γάμου τους και την κοιτάζει μαγεμένος και
σίγουρος ότι του ορκίζεται μια ζωή γεμάτη ρομάντζο, βαβούρα, ανοργανωσιά,
φωνές, γέλια, ταξίδια, σκληρή δουλειά -γιατί δεν είναι καθόλου πλούσιοι- και
ίσως είναι αυτό το μυστικό που ενώνει δύο ανθρώπους τόσο όσο τους χωρίζει.

Γιατί ενώ ξέρει ότι θέλει να ζήσει μαζί του, δεν ξέρει αν το θέλει για
πάντα και δεν φοβάται να του το πει κι εκείνος χαμογελάει, ίσως γιατί έτσι του
προσφέρει προκαταβολικά το δικαίωμα στην αποχώρηση, το δικαίωμα στην ελευθερία
μακριά της, όπου και πάλι θα τον αγαπάει αλλά θα έχουν διαλέξει από κοινού
διαφορετικούς δρόμους, όπως τώρα επιλέγουν τον γάμο τους.

Κι ενώ εκείνη αναφέρει πόλεις όπως η Βενετία, η Κεφαλλονιά, η Σαντορίνη, η
Ρώμη, το Παρίσι, το Μπαλί, εκείνος την παρατηρεί να στήνει το όνειρό της,
γνωρίζοντας και οι δύο ότι δεν πρόκειται να γίνει έτσι, όμως το όνειρο είναι
όνειρο και δεν της το χαλάει, το αντίθετο, συμφωνεί απόλυτα και σκέφτεται
δυνατά τι θα φορέσουν ανάλογα με την πόλη που προτείνει κι εκείνη αποκλείει
όσες δεν ταιριάζουν με το νυφικό που θέλει κι έτσι συνεχίζεται το σενάριο αυτού
του γάμου που θα γίνει και ξέρουν ότι δεν ξέρουν τι τους επιφυλλάσει το μέλλον
και το διασκεδάζουν τώρα που ο φόβος και η ανία δεν τους έχει ακόμα συναντήσει.

Και μιλάνε και πετάνε ιδέες ο ένας στον άλλον και ρωτάνε φίλους και
συγγενείς κι ακούνε και δεν ακούνε και ξαναπιάνουν τις πόλεις απ’ την αρχή
γελώντας κι απόλυτα σίγουροι ότι θα παντρευτούν κάπου στη γειτονιά τους γιατί
ενώ δεν θέλουν πολύ σόι, το σόι θα έρθει και κατά βάθος τους θέλουν όλους, μια
ασπίδα αγάπης, ή συμπαράσταση στη βλακεία που θα κάνουν, ίσως παρηγοριά και το
λένε φωναχτά, ότι αφού πάνε για κρέμασμα, ας έχουν συμπαραστάτες να μειωθεί το
άγχος.

Κι ύστερα ξάφνου εκεί που γελάνε, εκείνη βάζει τα κλάματα κι εκείνος σκύβει
το κεφάλι ταραγμένος και δεν ξέρουν γιατί, αλλά ξέρουν ότι κι αυτό επιτρέπεται,
η σχέση τους είναι παλιά, άντεξαν για να φτάσουν ως εδώ, αντέχουν και το φόβο.

Εκείνος πιάνει την ονοματοδοσία των παιδιών τους, να την ηρεμήσει, της λέει
ότι θα τα καταφέρουν κι εκείνη ξαναρχίζει: «προτιμώ τη Βενετία» για να
μαλακώσει η τρομάρα τους κι αγκαλιάζονται λέγοντας, «δεν ξέρουμε την τύφλα
μας».