φωτογραφία του JIM JONSON

ΤΡΟΧΟΝΟΜΟΣ ΕΠΙΠΛΩΝ
Της Μπελίκας-Αντωνίας Κουμπαρέλη

«Κυρία μου, σας έχω δυσάρεστα νέα. Πρέπει να βγάλουμε έναν τραπεζίτη, έναν φρονιμίτη κι έναν κυνόδοντα. Θα βάλουμε γέφυρα».
Την
έπιασαν γέλια. Ο άντρας μου είναι τραπεζίτης, ο γιος μου το παίζει
φρόνιμος για να μου τα τρώνε, η μάνα μου είναι σκυλί που τρώει τα σωθικά
μου κι εγώ κατάντησα τροχονόμος επίπλων. Α, και γέφυρα είμαι, ενώνω τα
σκατά με τα απόσκατα, σκέφτηκε όμως το ανεξέλεγκτο γέλιο δεν την άφησε.
Ο
οδοντογιατρός, ένα όμορφο παλικάρι, την κοιτούσε έτοιμος να σκάσει κι
αυτός στα γέλια. Δεν του είχε ξανατύχει τέτοια πελάτισσα, να γελάει
προκαταβάλλοντας όσα της ζήτησε για τις εξαγωγές χωρίς παζάρι, να τον
κοιτάζει με τόσο λαμπερά μάτια, κατενθουσιασμένη που θα χάσει τρία
δόντια και θα φορέσει γέφυρα. «Λέω να πάτε σπίτι, να ξεκουραστείτε και
να βρεθούμε σε τέσσερις μέρες γιατί θα χρειαστούμε ώρες και δεν έχω κενό
νωρίτερα» της είπε χαμογελώντας.
Έκανε τα έξι χιλιόμετρα ως το σπίτι
της με τα πόδια. Την ώρα που μπήκε μέσα, θυμήθηκε ότι ξέχασε το
αυτοκίνητό της στο οδοντιατρείο. Αγνόησε γελώντας τις ερωτήσεις του
άντρα της, τη γκρίνια της μάνας της, τις απαιτήσεις του γιου της.
Γελούσε με τον άντρα της που την κεράτωνε, με τη μάνα της που παρίστανε
την άρρωστη για να χειρίζεται τους πάντες, με τη σαπίλα στο στόμα της,
με την ξεφτίλα της ζωής της. Οι δικοί της άναυδοι. Οι αρχικές ερωτήσεις
του ενός προς τον άλλον για την κατάστασή της, αντικαταστάθηκαν από
γέλια. Τους παρέσυρε και τους κοιτούσε γελώντας ακόμα πιο δυνατά. Ακόμα
και τη νύχτα γελούσε στον ύπνο της. Τη δεύτερη μέρα και νύχτα γέλιου,
ανησύχησαν. Ο άντρας της πήγε στη γκόμενα να παραπονεθεί, η μάνα της στη
γειτόνισσα, ο γιος της στην καφετέρια. Την τρίτη μέρα γέλιου νευρίασαν.
Μόνο το σκυλί της χοροπηδούσε γύρω της ενθουσιασμένο. Το βράδυ έγιναν
έξαλλοι γιατί δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Έπεσαν βρισιές, κατάρες.
Ξάπλωσε στον καναπέ με το σκυλί αγκαλιά. Έφτιαξε στο μισοσκόταδο το σακ
βουαγιάζ που είχε για το γυμναστήριο. Πέταξε μέσα και το διαβατήριό της.

Το πρωί τους κοίταξε όλους γελώντας, κάθισε γελώντας να την
ξεδοντιάσει ο γιατρός κι έφυγε τουμπανιασμένη και γελαστή. Μόνο που τώρα
το γέλιο της δεν ακουγόταν προς τα έξω. Ωστόσο εκείνη και το άκουγε και
το ένιωθε να ταρακουνάει το άδειο στόμα της, την άδεια κοιλιά της.
Πέταξε
το κινητό και όλα της τα κλειδιά στον πρώτο σκουπιδοντενεκέ που βρήκε.
Συνέχισε να περπατάει στην άγνωστη γειτονιά του οδοντογιατρού,
χαζεύοντας με τουριστικό ενδιαφέρον. Μπήκε σε μια τράπεζα κι άδειασε τον
λογαριασμό της. Δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα πήρε γελώντας. Μέχρι πριν μια
βδομάδα ήταν τριάντα, όλο της το εφάπαξ. Τελικά ο άντρας της ήταν και
κλέφτης. Δεν έπρεπε να τον βάλει συνδικαιούχο. Γέλασε στη σκέψη ότι ο
γιος της δεν θα είχε λεφτά για σπουδές σ’ ένα κολέγιο του κώλου καθώς
δεν πάτησε στις πανελλαδικές. Κομμένο και το χαρτζιλίκι στη μάνα της.
Πόσο έφταιξα, σκέφτηκε ξεραμένη στα γέλια. Φρενάρισε στη βιτρίνα ενός
ταξιδιωτικού πρακτορείου. Μπήκε, έδειξε στην υπάλληλο τη μπροσούρα για
έναν μακρινό προορισμό.
«Θα βγάλετε βίζα στον αεροδρόμιο» της είπε η κοπέλα μπερδεμένη με το γέλιο της.