Από τις έξι χαράματα, μαζί με τον αδελφό μου, τυλιγμένοι στα
μοντγκόμερι τα διπλοσταυρωκουμπωτά και τα κασκόλ, τα πρώτα δοκιμαστικά πλεχτά
της μαμάς, με βελόνες μεγάλες, όσο η ανία ή η πίκρα της, (δεν πρόλαβα να καταλάβω),
ξεκινούσαμε για τα κάλαντα.

Τα πρώτα σπίτια ήταν αυτά, που είχαμε εξασφαλισμένα τα πενηντάρικα, αργά το πρωί,
καταλήγαμε πεινασμένοι, σ’ αυτούς που γέρναγαν μελομακάρονα και κουραμπιέδες .

Το όνειρο ήταν ένα. Το ποδήλατο. Θα αγοράζαμε ένα για αρχή μαζί και η μοιρασιά
στις βόλτες θα ήταν δίκαιη.

Φτάσαμε σπίτι, με κατακόκκινα μάγουλα και άχνη ζάχαρη στο στήθος, με κέρματα να
κουδουνίζουν στις τσέπες και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα, όπου τα βγάλαμε και τα
μετρούσαμε ξανά και ξανά. Η χαρά έσταζε απ’ τα μάτια μας.

Ω… ναι, ήταν αρκετά για το ποδήλατο. Αρκετά δεν ήταν, τα υπόλοιπα θα τα συμπλήρωνε
η μαμά που κρυφογελούσε.

Την πρώτη βόλτα, την έκανε ο αδελφός μου, και την δεύτερη και την τρίτη.

 Περίμενα φουρκισμένη έξω στο δρόμο να
τον δω να φτάνει, έμπαινα μπροστά για να σταματήσει, τον έριχνα κάτω, παλεύαμε,
με νικούσε, ξανά έπαιρνε το ποδήλατο, ξανά έκανε βόλτα. Αν το λεγα στη μάνα μας
θα με κορόιδευε… θα μ έλεγε καρφί.

 Καρφί, καρφί, καρφί.

Το πρωί, ο αδελφός μου, έκλαψε για το πρώτο μας ποδήλατο.

 Βρήκε τις ρόδες του ξεκοιλιασμένες, από
καρφί.