ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ– Περιμένετε καιρό;
– Χρόνια!
– Βάζω στοίχημα ότι σας λένε Ζωή.
– Χάσατε. Το όνομά μου είναι Φυλακή.
– Και τι σπουδάζετε;
– Συγχώρεση!
Μουσική και μουσικός
αγκαλιάζονται.
Της ζητάει να τον σπλαχνιστεί.
ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣΠήρα το ψαλίδι. Έκοψα τον λαιμό του
πουλιού.
Άνοιξε το ράμφος. Προσπαθεί να ξεφύγει.
Το κρατώ σφιχτά. Εξέπνευσε.
Σκουπίζω το ψαλίδι. Πλένω τα χέρια.
Μετέφερα την καρδερίνα στον κήπο.
Την παραχώνω κάτω απ’ τη μηλιά.
Δεν θα τη βρουν ποτέ!
Κάθε μέρα τρώω από το δέντρο
καρπό τρυφερό απαγορευμένο.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΒΟΫΤΣΕΚ
Το φεγγάρι σάπιο ξύλο.
Μαραμένο ηλιοτρόπιο ο ήλιος.
Μικρές χρυσές μύγες αστέρια.
Η γη τσακισμένο καράβι.
Ένας κόσμος χωρίς ταξιδιώτες.
Στρατιώτης Φριδερίκος Ιωάννης
Φραγκίσκος Βόυτσεκ. Τυφεκιοφόρος.
Πυροβολεί τον γαλαξία!
Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ
Ο ελεγκτής τον επισκεπτόταν. Τον βασάνιζε.
Βρίσκει τον tsadik.
«Δάσκαλε, ο ελεγκτής
δηλητηριάζει τη ζωή μου.
Παρακάλεσε για μένα τον Θεό».
«Ύπαγε εν ειρήνη», απάντησε ο tsadik.
«Ό,τι πληρώνεται με τη ζωή ποτέ
δεν είναι ακριβό. Ο βασανιστής
θα ησυχάσει».
Στο κατώφλι του ναού βρήκε
τον ελεγκτή του σταυρωμένο.
ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ
Στο όνειρό του αντίκρισε τον
Σοπενχάουερ.
-Πρόσεξε, του φώναξε,
με κυνηγούν επτά αντιπρόσωποι
των νόμων.
Κραδαίνουν αόρατα ραβδιά.
-Ησύχασε, τον παρότρυνε εκείνος,
όλοι έχουμε ανάγκη
τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
ΤΟ ΜΕΣΟ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ
«Σώπασε θεατρίνε», είπε ο Ραββίνος,
«θα σε βοηθήσω όπως
το θυμιατό βοηθάει τον
πεθαμένο».
Στη συναγωγή βρίσκει τον
διάβολο.
Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο.
«Κουράστηκα, Ραββί, πάει καιρός
που δεν ζητάω τίποτε από τον
ουρανό.
Κι όμως τα χέρια μου μένουν
ακόμα
υψωμένα».
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
(το παν και το τίποτα)
Καθίσαμε σε περίοπτες θέσεις στη
λέσχη
«Η αναζήτηση». Ο πρεσβύτερος τοποθέτησε
σε παράταξη τα πούλια.
Ο εμψυχωτής τα μοίρασε στους
παίκτες.
Ένας συνδαιτυμόνας μετράει…
Κοντά στους θαμώνες που ρίχνουν
τα ζάρια
κάθεται η Επιθυμία.
Την ρωτώ τι θα μπορούσε να
κερδίσει κανείς
στο παιχνίδι. Απάντησε:
«Τίποτα».
Κι όταν την ρώτησα αν θα
μπορούσε
να χάσει κάτι, αποκρίθηκε:
«Το Παν».
ΕΞΙΛΕΩΣΗ
(παρωδία)
Η γυναίκα γεννάει ένα αυγό.
Οι μαιευτήρες το τοποθετούν σε θερμοκοιτίδα.
Παροτρύνουν τη μητέρα να καθίσει πάνω του.
Ερωτεύεται το αυγό.
Του δίνει όνομα. Το ταϊζει. Το στολίζει.
Μένει απαράλλαχτο.
Δεν έχει μέλη για να κινηθεί.
Ούτε φωνή για να κλάψει.
Η γυναίκα απ’ τη στενοχώρια της καίγεται
στον πυρετό. Τέλος αποθνήσκει.
Στην κηδεία το αυγό τρέχει γύρω
από το φέρετρό της. Ευτυχισμένο.
Άδειο!
*Γιώργος
Κοζίας, Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες, Αθήνα, Στιγμή, 2007
ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΤΕΡΑΤΑ
-Τα έπιπλα είναι ζωντανά, είπε ο ξεναγός,
με το παραμικρό νεύμα βαδίζουν.
Το τραπέζι προχωρά,
στέκεται στο κέντρο της αίθουσας,
γύρω παίρνουν θέση καθρέφτες,
καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες,
ο πολυέλαιος κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
με την ψυχή ανάποδα.
Ανάμεσα στα τέρατα έπιπλα
ανοίγω δρόμο με το ηλεκτρικό πριόνι μαινόμενος:
«Το όνομά μου Λεγεών…
Δεν θέλω να με προσκαλέσουν ποτέ!»
Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΟΝ ΕΡΗΜΟ ΚΗΠΟ
Χρόνια σακάτικα εμφανίστηκε
στον παραδεισένιο κόσμο
ο Κάσπαρ Χάουζερ, έκθετος και
τρελός.
Η γη χωρίς Εδέμ
μόνο καμιά σιδερένια καμηλοπάρδαλη,
σαύρες καρδινάλιοι, δηλητηριαστές φυτών
ανεμώνες σπασμένες κι ο πύρινος
ουρανός άγιος κηπουρός.
Εις τον ύπνο του σκαλίζει, παλεύει, τραυλίζει:
Μικρέ μου, Κάσπαρ Χάουζερ, μπαξές
χωρίς λουλούδια δεν γίνεται,
πάρε το καλαθάκι σου και περιπάτει!
Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
Στο καφενείο «ΟΙ ΑΝΔΕΙΣ» έρχεται κάθε πρωινό
ο μελαγχολικός Ινδιάνος, ανοίγει την εφημερίδα,
διατρέχει τις ειδήσεις, διαβάζει, συλλαβίζει:
Οι ιεραπόστολοι δεν κάνουν τατουάζ. Δεν χαράζουν
βαθιά το δέρμα τους. Βάφουν το πρόσωπό τους
όταν πάνε να ευλογήσουν τους πιστούς ιθαγενείς.
Επιστρέφουν, ξεβάφονται, βγάζουν τα άμφια,
φοράνε σμόκιν, εισπνέουν αιθέρα,
ζαλίζονται, την ιεραποστολή ξεχνούν.
Τις Άνδεις βλαστημάνε που τους
πλάνεψαν,
λάγνες-εξωτικές, που αγάπησαν και μίσησαν…
ΤΑ ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
Τα εκτοπλάσματα έφαγαν τους τοίχους,
τρώνε τις πόρτες του σπιτιού,
τα πατώματα, νευρικά με μακρύ τρίχωμα,
πορφυρά μάτια, τεράστια δόντια.
Έντρομοι έφυγαν οι αγαπημένοι φίλοι,
έμειναν τ’ αποφόρια τους, κρύβονται σε απόμερες
γωνιές, μέσα στις ετοιμόρροπες ντουλάπες,
κάτω από τα ράφια δίχως κορμιά.
Την ίδια ώρα στα διπλανά νοικοκυρεμένα σπίτια
εισβάλλουν αόρατα, άυλα, νέα φαντάσματα
καραδοκούν, ξένοι άγνωστοι λοιδορούν:
-Οι παραβάτες στην επίορκη πόλη!
ΜΑΡΙΟΝΕΤΤΕΣ Α.Ε.
(Κωμειδύλλιο)
Στους δρόμους της πόλης εμφανίστηκε
ωραία, τολμηρή, ουράνια,
λεπτή μια ρέγκα Πολωνέζικη.
Πούλησε το βαρέλι της αγόρασε
στολή
κάθεται στο καφενείο Άστυ,
στην μπυραρία των καταθλιπτικών πίνει αντισηπτικό.
Το πλήθος την περίμενε στην αίθουσα οδύνης.
Οι νεόνυμφοι είχαν χάσει έναν γάμο,
ο βαπτισμένος την κηδεία,
ο τελώνης μετράει τα χρυσά του
κι οι καλεσμένοι -δούκες, βασιλιάδες,
παλλακίδες- εμπορεύονται
δαντέλες, δαχτυλίδια, βελούδα …
Η μαρκησία-Αυτόματο ουρλιάζει:
-Τράβηξε Δήμιε, την
αγχόνη-αλεξικέραυνο!
Στο Πάνθεον των ηρώων, η ρέγκα-κυβερνήτης
με γαλόνια σέρνει την Δόξα απ’ το λουρί.
Η ΠΑΡΤΙΔΑ
Ο κρουπιέρης έβγαλε τα χαρτιά. Η ντάμα
εμφανίστηκε στα αριστερά, ο άσσος στα δεξιά.
«Ο άσσος μου κερδίζει!», είπε ο
παίχτης.
«Η ντάμα σας έχασε», απάντησε ο
κρουπιέρης.
Κόβει, μοιράζει χαρτιά σημαδεμένα: Τρία,
άσσος, επτά. Νούμερα σατανικά, αλλόκοτα
τον βασανίζουν στον ύπνο του. Το 1
μέρα χωρίς ψωμί, μάτι αινιγματικό το δύο,
κομμένη τρίχα σε κουρείο το 3, τρίγωνη
φυλακή το τέσσερα, το 5 σφίγγα, έμπορος το έξι
άδειο βαρέλι, κρεμάλα το 7, το
οκτώ αλυσίδα,
μηδέν με ουρά το εννιά.
Στο φρενοκομείο Ομπούκωφ,
αριθμός 17,
κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα την Ντάμα Πίκα.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ
Κόσμος πηγαινοέρχεται. Άλλοι επιστρέφουν.
Οι ξεχασμένοι ετοιμάζονται να ταξιδέψουν.
Περιπλανιέται ο άνθρωπος του πλήθους
του Edgar Allan Poe, κάνοντας πότε-πότε
τράκα ένα τσιγαράκι.
Οι αστοί -πεντάρα τσακιστή δεν
δίνουν-
απολαμβάνουν βολεμένοι ψάρια καπνιστά
και τα χρυσά αυγά τους.
Ξένος κόσμος αφιλόξενος, ο μέγας Λήθαργος.
CABARET «ΜΙΣ ΥΦΗΛΙΟΣ»
Άκουσε τους μουσικούς να
παίζουν, έκαναν πρόβα:
«Μην ερωτευτείτε κοσμικές,
τρελές, γαλάζιες οπτασίες,
μην κινήσετε μονάχος σε πόλεμο εναντίων λεγεώνων,
μην παλεύετε με ανεμόπτερα…».
Οι συνοδοί φώναζαν, ούρλιαζαν,
σφύριζαν…
τα βαμμένα χείλη τους ψέλλιζαν
λόγια ανώφελα,
μάταιες παραινέσεις: «Σηκώστε τον ποδόγυρο, Κυρίες!».
Ο ιμπρεσάριος κτυπάει τα
τύμπανα:
«Καμπαρέ μόνο γιρλάντες κι
αστραγάλους!».
Στο παλκοσένικο η Αρτίστα
θωπεύει, απειλεί, ερεθίζει:
«Πόσα γκρέμισε τείχη! Πόσες άλωσε πόλεις;
Μις Υφήλιος, ερωμένη βασιλέων!».
Όταν τελειώσουν οι ηδονές και
σβήσουνε οι πόθοι, η αμοιβή
κρεμιέται στο καρφί, σημειωμένα: Αριθμός, Ημερομηνία,
Τιμή:
«Δύο κίβδηλα νομίσματα. Ατιμασμένο
τ’ όνομά Της…»
Στον τρύπιο ουρανό γελάει η χρυσόμαλλη Απιστία.
Πελάτες χορεύουν, τραγουδούν,
γλεντούν και ξεφαντώνουν,
κι άλλοι αναστενάζουν, δεν τρώνε, δεν πίνουν, μαραζώνουν…
Στο Καμπαρέ «Μις Υφήλιος», καταραμένη εποχή:
«Ελπίζετε οι
δυστυχείς-Προσεύχεσθε οι ευτυχείς!».
*Γιώργος
Κοζίας, 41ος Παράλληλος, Αθήνα, Στιγμή, 2012