ΨΙΘΥΡΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΣΗ

Βιολέτες πνίγονται στη στάχτη.

Τεράστιοι καπνοί από σονέτα και πρελούδια

κόβουν τον πάγο σαν διαμάντια.

Μαύρα κερκέλια έρχονται και φεύγουν.

Σαν τραπουλόχαρτα σε χέρια λεπρού.

ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ

Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι. Ήπια ένα ζεστό. Κοίταξα το

ρολόι. Άρπαξα το παλτό. Έβαλα το καπέλο μου. Βγήκα

έξω. Πρόλαβα το κιβούρι. Ανέβηκα πάνω. Έκανα τσιγάρο.

Κάποιος έσκουξε. Χάθηκε το φεγγάρι. Τότε πρόσεξα το

κιβούρι ν’ αλλάζει μέσα στον ζωολογικό κήπο.

BLOW OUT

Κομμάτια σάπιου χόρτου ανεβαίνουν

στον ουρανό.

Νυχτερινές λάμψεις ερεθίζουν

τους ζηλωτές.

Η μικρή πόρνη φέρνει τούμπες

στο μπλε του κοβαλτίου.



ΨΑΛΜΟΣ ΧΙΙΙ

Σκάβανε

Άγιες μέρες άγιες νύχτες

Έσκαβε ο σαράφης, ο αυλικός

ο θηριοδαμαστής

ανέβαινε η τέφρα

σκάβανε τα μάτια

με σάρκα και οστά

οι σκύλοι των τυμβωρύχων

εν τη απουσία Σου.

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ ΧΟΡΟΣ

Τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας

σ’ ένα φουτουριστικό καμπαρέ

χορεύεις τέσσερα επεισόδια

απ΄ τις κακές πράξεις του Σατανά

μόνη στο χλωμό φεγγάρι.

Χορεύεις στη λέσχη των εκκεντρικών

μικρή αλεπού Σαλώμη

ζητώντας πάλι το κεφάλι του Ιωάννη Βαπτιστή.

*Γιώργος Κοζίας, Ζωολογικός κήπος, Αθήνα, Στιγμή 1989

ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ

Άγγελοι δίχως χέρια

χαρτοπαίζουν

βαλές κουρέλι

ντάμα φλόγα

ρήγας φεγγαράκι

κρύα νύχτα

και το χρυσάφι

κάρβουνο

ποντάρει στον χαμένο.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

                    στη Χριστίνα

Στο μονοπάτι μια ιτιά

κάτω από την ιτιά μια χαραμάδα

στη χαραμάδα μια αράχνη

μες στην αράχνη ο θάνατος του βασιλέως

φωνή παιδιού

έρχεται ο βασιλιάς

στην τρυφερή άνοιξη

άγριο παγώνι

φωνή υπηρέτη

ήρθε ο βασιλιά

πουλί στη μια ζωή

τίγρης στην επομένη

φωνή του ανέμου

έφυγε ο βασιλιάς

χολή και όξος

καταραμένα μοιρολόγια

έξω σκυλί  έξω ληστή

έξω και άρχοντά μου.

Ο ΙΛΙΓΓΟΣ

Εκεί που η αγάπη φτάνει

με τον λαιμό σφαγμένο

τρέχοντας ματώνοντας τις ερωμένες

τα μάτια χάνεις

η φωνή σου σβήνει

στην κορυφή της σκάλας πέφτεις

μένει το σώμα σου μονάχο

Λαύρα Βαϊτσα, Αγγέλα

αγαπημένες μαρμαρωμένες

άδικα υπάκουσα την ασημένια τρέλα

κι ο έρωτας αρρώστησε

ο ουρανός σκοτείνιασε

η αγάπη έδωσε τόσα φιλιά

όσα μαχαίρια.



Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Μικροί κατάμαυροι σταυροί

να κάρφωνε ο καθένας

τον ληστή του

εκεί που η ρομφαία

μετράει τα τομάρια

στο βάραθρο

με τα λευκάνθεμα

χτυπάει το ταμπούρλο

τα κουδουνάκια του θανάτου

τρία χρυσά για την ψυχή

ένα για κάθε μισθωτή

και σταυρωμένο

τότε που είχαμε σώμα και αίμα

βρώμικο κρέας

κόκκινα κρίνα λυτρωμένα

άγρια μάτια πληγωμένα

σημαιοφόροι με κομμένα χέρια.



ΟΙ ΕΞΑΓΟΡΑΣΜΕΝΟΙ

Τελευταία παρτίδα

εννιά λεπροί

μαύρο αγκίστρι

του ψαρά το δίχτυ

αγάπησε ο πορφυρός

φονιάς

χαμένη στάχτη

εννιά διωγμοί

αίμα στολίδι

του προδότη.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Συναντώ μια άγια γυναίκα

φωτεινή ήσυχη σαν θερισμένη.

Ποιος είναι ο στασιαστής

με ρωτάει. Τι στασιάζεις;

Εγώ λέω δεν στασιάζω. Μονάχα

θλίβομαι τους θερισμένους.

*Γιώργος Κοζίας, Ο μάρτυρας που δεν υπήρξε, Αθήνα, Στιγμή, 1995






ΘΑΥΜΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Τρελή νύχτα στον ρημαγμένο κήπο

νύχτα γερασμένη με την ουρά

στο στόμα πληγωμένη

με το χρυσό εξάγωνο

τον σκοτεινό σταυρό

Οι ζωντανοί ρίχνουν από το βάθρο

το  ματωμένο σώμα σου

Άρχοντες μετρονόμοι αυτόχειρες του ανέμου

διώχνουν τον φύλακα από τον τύμβο

κρύβουν τον ίσκιο στο πύρινο λουλούδι

Οι πονεμένοι του ήλιου

του φεγγαριού τ΄ αγρίμια

έμποροι και ήρωες ζητιανεύουν

στο έρημο περιβόλι

παραμύθια

ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ

                   Στον Έ. Χ. Γονατά

Το ρολόι χτύπησε δώδεκα και μισή.

Γδύθηκαν. Έσβησαν το φως.

«Είμαι κουρασμένος», είπε.

«Όλοι είμαστε κουρασμένοι», απάντησε εκείνη.

Πλάγιασαν στο κρεβάτι.

Την άκουσε που σηκώθηκε.

Βηματίζει στον προθάλαμο.

Επιστρέφει κρατώντας τον χάρτινο ανεμόμυλο.

«Καληνύχτα, Φιλονεικία», ψιθύρισε.

ΤΟ ΦΡΕΑΡ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

Η εξομολόγηση ήταν ο μέγα μαρτύριο.

Κόβει τον ομφάλιο λώρο με τους ζωντανούς.

Τα μάτια άσπρα λάμπουνε γύρω.

Τα φάσματα από το βάθος του φρέατος

αφουγκράζονται τη φωνή το βασιλιά Αϊδωνέα:

-Είναι κανείς εδώ ευχαριστημένος;

  Κανένας δεν μίλησε.

-Είναι κάποιος που ήρθε με τη θέλησή του;

  Σιωπή.

-Είναι κανείς που ήρθε χωρίς τη θέλησή του;

  Πάλι σιωπή.

-Είναι κάποιος εδώ που δέχεται για δικό του

  το όνομα Νέκυς;

Καμιά απάντηση.

ΤΟ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ

                              Στον Γιώργο Γώτη

Μέρες ατίμαζε ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος

το άψυχο σώμα του παλιού συναγωνιστή.

Όταν εκείνο άρχισε να σαπίζει, το άφησε

άταφο. Και εγκατέλειψε την Πισιδία.

Οι νέοι αλλοεθνείς φίλοι του Αλκέτα

περιμάζεψαν το κακοποιημένο πτώμα.

Το έπλυναν, το στόλισαν, το έψαλλαν.

Λαμπρά εκήδευσαν τον θωρακοφόρο ιππέα.

Και οι βάρβαροι έχουν αισθήματα.

Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο Αγαμέμνων ολομόναχος περιφέρεται

στις χορταριασμένες Μυκήνες.

Τα λιοντάρια του θρόνου σήκωναν αργά

το κεφάλι τους από το κατασπαραγμένο θήραμα.

Τον κοιτάζουν. «Φύγετε!», προστάζει.

Δεν έφυγαν. Τράβηξε

από κάτω μια καρτ-ποστάλ:

Οι λέοντες κρατούν στα δόντια τους την
πορφύρα.

«Έρχονται και φεύγουν στο θυσιαστήριο

όποτε τους αρέσει», ψελλίζει.

Και ρίχνεται στα πόδια της Μέδουσας.

«Αντίο Σασά», τον περιγελάει, «Βασιλέα

των Βασιλέων. Δεν θα ξεχάσεις!».

Στο βουβό παλάτι οι πέτρες

τον κατάπιαν ζωντανό.

*Γιώργος
Κοζίας, Πεδίον ρίψεων, Αθήνα, Στιγμή, 2001