Υποταγή στη φθορά*

 κριτικό σημείωμα 

για τα κεράσια της εύας (Ιωλκός, 2018)

της Βίκυς Κατσαρού

γράφει ο Στάθης Ιντζές

Η ποιήτρια
Βίκυ Κατσαρού ανήκει στην κατηγορία
των λεγόμενων πρωτοεμφανιζόμενων
ποιητών, σε μια εποχή που η προβολή ενός
ποιητικού έργου έχει περισσότερη απήχηση
από ποτέ. Στα κοινωνικά δίκτυα η ποίηση
βρίσκει πρόσφορο έδαφος, απευθύνεται
στον αναγνώστη με άμεσο τρόπο, αρκεί να
γίνεται σωστή χρήση τους, ένας παράγοντας
που πριν από περίπου δύο δεκαετίες δεν
υπήρχε. Παράλληλα, οι λίστες βραβείων
ή (και) οι διακρίσεις που αυτές επιφέρνουν,
ενώ προσθέτουν σαφώς αίγλη στον εκδοτικό
οίκο που έχει εκδώσει τα βιβλία, μπορεί
να κρύβουν κινδύνους για τον ποιητή που καλείται να
διαχειριστεί την προβολή που έρχεται
ως συνέπεια, με μετριοπάθεια και σύνεση.
Υπάρχουν περιπτώσεις ποιητών που μετά
τη διάκριση του πρώτου τους βιβλίου
αναλώθηκαν τόσο πολύ ώστε το ενδιαφέρον
των αναγνωστών για τα επόμενα βιβλία
τους να βαίνει μειούμενο. Επομένως ένας
πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής, εκτός από
ένα καλό βιβλίο, καλείται να επιδείξει
και έναν ισορροπημένο ψυχισμό.

Η παρακμή
που τόσο συχνά αποδίδεται στο βιβλίο,
ως έννοια, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό
έκφραση «αρνητικής» θεολογίας, της
πεποίθησης ότι ο άνθρωπος έχει εγκαταλειφθεί
από τον Θεό και έχει αποκοπεί από τον
πνευματικό πυρήνα της ύπαρξής του. Εδώ,
η νοσταλγία για τον έρωτα και για τον
χαμένο παράδεισο συμπίπτουν.

Στα
κεράσια της εύας της
Βίκυς Κατσαρού, 

κυριαρχεί ο λυτρωτικός
λόγος, η μεταφυσική και η υπαρξιακή
οδύνη:

Τι κι
αν είμαστε υπάρξεις καμωμένες από φως

κι
αναγνωρίζουμε

φως
μονάχα–

κι όλη
η απόσταση ανάμεσά μας

ονομάζεται
σκοτάδι;

και η συνείδηση του τέλους, η οποία
άλλοτε εκφράζεται:

α) με
ακραία πεσιμιστικό τόνο

Στο
σκοτάδι για πάντα ας ζήσω
[…] όλη
μου η ευτυχία γκρεμίστηκε
/ και πόνο
γέμισα και θρήνο
/ και δυστυχία
πολλή
.

β) με
αποκαλυψιακές εικόνες

Στέκομαι
στην άκρη της Εδέμ
[…] Σωπαίνουν τ’
άστρα και η γη
[…] μαύρος ο ουρανός
σκύβει

γ) με την
εκβολή της στο όραμα μιας θρησκευτικά
εννοούμενης λύτρωσης,

τοποθετεί
το ποιητικό «Εγώ» ως κεντρική αρχή και
βασικό φορέα λόγου.

Η ηρωίδα
μας φαίνεται αδύναμη απέναντι στην
αναπόφευκτη φθορά του χρόνου· γεννήθηκε
υποταγμένη στη φθορά
.

Και ο
Θεός της είναι αυτός που θα της αποκαλύψει
τον μαρασμό που επιφέρει ο χρόνος στη
μορφή της:

Και
είδε ο Θεός
/ μέσ’ από τα χείλη μου
/ την ψυχή μου λείψανο / να βγαίνει

Υπάρχουν
ποιήματα αληθινά γοητεύοντα για την
αμεσότητα της διάχυσης και την απλότητα
των εικόνων:

Τα
μαλλιά μου
/ βαριές καμπάνες /
καταβυθίζονται στο χάος […]Σωπαίνουν τ’ άστρα και η γη[…]μυρώθηκε το δροσερό χορτάρι.

Η Β. Κ.
με το πρώτο της ποιητικό βιβλίο αποδίδει
καταστάσεις που εγγράφονται στο
θρησκευτικό φρόνημα. Κάτοχος ενός
αξιόπιστου ελεύθερου στίχου ερμηνεύει
με οικεία μέσα έναν κόσμο προσωπικό.

Αν και
θεωρώ ότι η αισθηματολογία κρύβει
κινδύνους, στα κεράσια της εύας
υπάρχει η ανάγκη καταγραφής του αισθητού
στον ποιητικό δρόμο που διάλεξε η
ποιήτρια. Τον δρόμο στον οποίο ο λυρικός
λόγος υποστηρίζει τη θρησκευτική
επένδυση και κομίζει αξιόπιστα μια
ευρύτατα θεολογική και ουμανιστική
θέση για την ανθρώπινη περιπέτεια.

Δεν
μπορεί κανείς να μην σταθεί στον
χαρακτηριστικό τόνο της Β. Κ, δηλαδή την
ηρεμία, τη μελαγχολία ή ακόμη και την
τρυφερότητα που χωνεύει εντός της την
παρακμή, την αγωνία, τον θάνατο και
συντελεί στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης
δόνησης.

Με τα
κεράσια της εύας
η ποιήτριά μας βαδίζει
σ’ ένα μονοπάτι από το οποίο άλλοι έχουν
επιστρέψει (π.χ. Ζωή Καρέλλη) και μόλις
έχει καταλαγιάσει η σκόνη. Είναι στο
χέρι της, μιας και η ποίησή της είναι
πολλά υποσχόμενη, να αναδέψει τη σκόνη
αυτή και να δημιουργήσει τον δικό της
αμμόλοφο.

Ως
επίλογο, παραθέτω ένα απόσπασμα από
κείμενο του Α. Καραντώνη για τον ποιητή
Κώστα Στεργιόπουλο:

 

Κι όμως
θα πρεπε να λέμε πως οι ποιητές δεν
πρέπει να πηγαίνουν προς τα πράγματα
κρατώντας μια λύρα μα να μας δείχνουν
πράγματα εντελώς καινούργια. Όμως ίσως
γυρεύουμε μια χίμαιρα. Ας αφήσουμε
λοιπόν τον καθένα να πλάθει την τέχνη
του όπως καταλαβαίνει καλύτερα, κι εμείς
ας παίρνουμε από την τέχνη του καθενός
ό,τι νομίζουμε πως είναι καλύτερο.

Νέα
Εστία
, 1956, σελ. 860-861

—————–

*το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, την 21η Μαρτίου του 2019, στο Έναστρον.