Στην αγορά ζούσε ένας βραχμάνος, ο Χνουρ-Σρι που άλλοι έλεγαν ότι γεννήθηκε μέσα στα λουλούδια κι άλλοι ότι γεννούσε λουλούδια.
Ο Χνουρ-Σρι δεν είχε χέρια ούτε πόδια όμως έπλεκε γιρλάντες και τις χάριζε σε όσους τον πλησίαζαν. Κανείς δεν είχε ακούσει τη φωνή του μα όλοι είχαν νιώσει τα λόγια του. Εκτός απ’ τον πρίγκιπα που ο πατέρας του είχε κόψει τα χέρια και τα πόδια του βραχμάνου. Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά που τον πλησίαζε, πνιγόταν στη δυσφορία και έτσι δεν σταματούσε ποτέ να τον ρωτήσει κάτι. Ο Χνουρ-Σρι του χαμογελούσε και του έλεγε νοερά ότι έτσι κι αλλιώς αυτός θα βρισκόταν πάντα στην ίδια θέση.
Ο πρίγκιπας περνούσε και ξαναπερνούσε μπροστά του χρόνια και κάποια στιγμή γλίστρησε κι έπεσε πάνω στα μελάτι, τα εξωτικά γιασεμιά κι αναγκαστικά κοίταξε τον βραχμάνο στα μάτια. Και τον άκουσε να του λέει: «ανέβα στο βουνό για μένα».
Ο νεαρός πήγε στον πατέρα του, ρώτησε πώς αυτός ο ανάπηρος έγινε βραχμάνος και ο γέρος βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι. «Παιδί μου βραχμάνος γεννήθηκε, ανάπηρο τον έκανα εγώ γιατί δεν ήθελα κανέναν ανώτερο από μένα».
Ο πρίγκιπας αποχαιρέτησε τον πατέρα του κι έφυγε για τα βουνά. Σε όλη τη διαδρομή ζητούσε συγγνώμη απ’ τον Χνουρ-Σρι για το έγκλημα και μάθαινε όσα αγνοούσε. Στην πρώτη βουνοκορφή του επιτέθηκαν ληστές και του έκοψαν τα δάχτυλα. Στη δεύτερη του έκοψαν τις πατούσες. Στην τρίτη τον περιγέλασαν οι γυναίκες του χωριού. Στην τέταρτη τον προσκύνησαν τα παιδιά. Στην πέμπτη βουνοκορφή συνάντησε τον βραχμάνο να κάθεται ανάμεσα στα λουλούδια του χιονιού.
Έπεσε δίπλα του χαμογελώντας. «Τώρα είμαστε ίδιοι, δάσκαλε».
«Δε χρειάζεται να είμαστε ίδιοι, παιδί μου».
Ξαφνικά ο πρίγκιπας απόρησε πώς ο Χνουρ-Σρι βρέθηκε εκεί πάνω αφού δεν είχε καθόλου πόδια ούτε χέρια. Ο βραχμάνος τον κοίταξε αμίλητος κι όπως χαμογέλασε τα χιόνια γύρω τους έλιωσαν. Ο βασιλιάς δεν είχε τολμήσει να ομολογήσει στο γιο του ότι έκοψε και τη γλώσσα του βραχμάνου. Ο πρίγκιπας γδύθηκε να πλυθεί στο αχνιστό ποτάμι που δημιουργήθηκε. Έλυσε τα πανιά απ’ τα χέρια και τα πόδια του. Ο βραχμάνος είδε τα κομμένα του δάχτυλα και τους πετσοκομμένους αστράγαλους. Με μια ματιά του οι κέδροι έφτιαξαν ένα παχύ στρώμα να ξαπλώσει. Μόλις αποκοιμήθηκε τα δάχτυλα και οι πατούσες του ξαναφύτρωσαν. Ξύπνησε και κοιτούσε άναυδος το θαύμα.
«Έχουμε άλλα δύο βουνά, παιδί μου» είπε μια φωνή στο μυαλό του.
«Δάσκαλε, φοβάμαι» μουρμούρισε ο πρίγκιπας.
«Κι εγώ παιδί μου. Αγκάλιασέ με χεροπόδαρα ν’ ανέβουμε τα βουνά μας».
Γύρισε και κοίταξε τον κορμό με το χαμογελαστό κεφάλι του βραχμάνου κι έσκασε στα γέλια. «Δάσκαλε, τρελάθηκες;» φώναξε. «Πώς ζητάς να σε καβαλήσω, αφού δεν έχεις ούτε χέρια ούτε πόδια να με κουβαλήσεις;»
«Εσύ μιλάς για βάρος παιδί μου. Εγώ μιλάω για αγάπη», είπε η φωνή κι ο δάσκαλος πήρε τον πρίγκιπα αγκαλιά και συνέχισαν το δρόμο τους.
Στην έκτη βουνοκορφή τους όρμησε ένα λιοντάρι. Ο βραχμάνος χάθηκε στα δόντια του για να σώσει τον πρίγκιπα που ανέβηκε στην έβδομη κορφή κι έπεσε στα βράχια κλαίγοντας. «Μην κλαις. Έφτασες και για μένα εδώ, αλλά χωρίς το βάρος μου».