Χιονίζει
Μας
τηλεφώνησαν το πρωί απ’ το χωριό. Είπανε πως ρίχνει απ’ τις έξι τα χαράματα
λευκές αμαρτίες και πως το ’χει στρώσει. Και τώρα κάθονται μπροστά στην
ξυλόσομπα και ρίχνουν μέσα τραπουλόχαρτα. Έτσι που κάθε τρεις και λίγο το σκάνε
απ’ την καμινάδα ένας βαλές με μια ντάμα. Κυνηγημένοι θα υπέθετες καθώς δεν
γυρνάνε να ρίξουν ούτε μια ματιά πίσω τους. Άλλωστε δεν έμεινε και τίποτα να
δούνε αφού έτσι όπως το ’στρωσε εξαφανίστηκε το φως. Και το περίεργο είναι πως
δεν είναι σκοτάδι απλά μια αφαίρεση έντεχνα δοσμένη, όπως την αναζητούσαν οι
ποιητές. Ήρθε κι η Ερμίνα τώρα να παίξει χιονοπόλεμο με τις συμμαθήτριές της,
αλλά το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να βουτάνε τα δάχτυλά τους στις
μέλλουσες αμαρτίες που γεύονται ήδη. Και η μαμά της θέλει να την φωνάξει να
μαζευτεί σπίτι, αλλά δεν μπορεί να αισθανθεί αν είναι μέρα ή νύχτα. Είναι τόσο
όμορφα. Ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός. Ένας Αϊ-Βασίλης σωριάζεται με
πληγωμένο το πόδι και ζητάει βοήθεια. Τρέχει η Ερμίνα κοντά του και τον
καθησυχάζει: Μη φοβάσαι παππού εσύ θα
γίνεις καλά, τα όνειρά μας μόλις ξεψυχήσανε. Πέρα από αυτό τίποτε άλλο που να
μην το είδαμε στα χαρτιά. Μόλις μας πήρανε τηλέφωνο απ’ το χωριό. Είπανε
πως σταμάτησε να χιονίζει κι απ’ το ακουστικό τρέχουνε δάκρυα.
Από την υπό έκδοση συλλογή “Μουσείο Κέρινων Ποιημάτων”
εκδ. Ενδυμίων