«Τι
έχεις μέσα  στο κουτί, Αστέρη;»

«Θάλασσα
έχω μέσα στο κουτί.»

«Που
βρήκες τη θάλασσα και την έβαλες στο κουτί;»

«Κύλησε
απ’ τα μάτια μου.»

«Και
πως μπήκε στα μάτια σου;»

«Πλημμύρισε
το πέλαγος. Να δες» κι ανοίγει τα γαλανά του μάτια.

Ο Αστέρης, κάθε μέρα κάνει τη βόλτα του
γύρω απ’ την πλατεία. Σέρνει ένα κουτί, δεμένο με σχοινί κι απαντάει στα
πειράγματα των συγχωριανών του. Σήμερα,  κοιτάζει ίσια στα μάτια  τον Χρίστο του Νίκου, τον Χριστόνικο – ο άλλος
του Γιάννη, ο Χριστόγιαννος, έφυγε  στα
καράβια – τον κοιτάζει λοιπόν, με μάτια διάπλατα και του λέει, «θυμάσαι τα
μάτια μου που ήταν γαλάζια; Κοίτα, τώρα είναι μαύρα. Έφυγε η θάλασσα. Έμεινε ο
βυθός.»

«Θάλασσα κουβαλάει σήμερα, ο Αστέρης»,
ανακοινώνει ο Χριστόνικος και ρουφάει το φραπέ με γάλα, χωρίς να χαλάσει την
ξάπλα του στις δυο καρέκλες .

Το νέο κάνει το γύρο της πλατείας. Πάει
από στόμα σε στόμα. Γίνεται γέλιο, γίνεται τραγούδι, «θάλασσα, θάλασσα κι
αλμυρό νερό», γίνεται πείραγμα «δώσ’ μου λίγη να δροσιστώ», γίνεται  κλωτσιά «για να δω σηκώνει κύματα η θάλασσά
σου;» λέει ο Τέλης, του τσαγκάρη κι αναποδογυρίζει το κουτί.

Ο Αστέρης πέφτει στα γόνατα. Μαζεύει  με τις χούφτες του το χώμα. Το ρίχνει στο
κουτί. Κάθεται κάτω και το παίρνει στην αγκαλιά του. Σκύβει το κεφάλι του,
σχεδόν το βάζει μέσα στο κουτί. Να μη χαθεί ούτ’ ένα δάκρυ.

«Μην κλαις Αστέρη. Μη στεναχωριέσαι θα
σου δώσω άλλο», πηγαίνει κοντά του ο Γιώτης, ο περιπτεράς. Του προμηθεύει κάθε
μέρα ένα νέο κουτί, πότε από τσιγάρα, πότε από γαριδάκια ή από τσίχλεςtrident. Τακτοποιεί το περιεχόμενο στα ράφια
και φυλάει τα κουτιά. «Αυτό για τον Αστέρη» λέει κι έχει μαζέψει μια στοίβα έξω
απ’ το περίπτερο.

Ο Αστέρης σηκώνεται κι αρχίζει να χορεύει.
Χορεύει γύρω απ’ το στραπατσαρισμένο κουτί και γελάει. Γελάει δυνατά, με το στόμα
ορθάνοιχτο. Το γέλιο κάνει το γύρω της πλατείας -μια γυροβολιά είναι – ,τα
χαρτιά μένουν ακάλυπτα πάνω στα τραπέζια, οι ζαριές πέφτουν απ’ το τάβλι και οι
θαμώνες βγαίνουν έξω. Ξεχνούν την αγωνία της πρέφας και τα ντόρτια του πλακωτού.
Γελά ο Αστέρης, γελούν κι αυτοί.

«Δεν στέρεψαν, δεν στέρεψαν… κοιτάξτε… τα
μάτια μου», λέει και βάζει τα δάχτυλά του μέσα σχεδόν, «δεν στέρεψαν. Να,
δείτε.» Περιφέρει το κουτί στους συγχωριανούς του. Δυο λεκέδες δάκρυα πάνω στο
χώμα. Ένας σβώλος λάσπη.

«Δεν στερεύουν τα μάτια Αστέρη», του
φωνάζει ο κυρ- Σπύρος. «Κοίτα, γυαλίζουν. Είναι γεμάτα νερό, έτοιμα να
ξεχειλίσουν.»

«Νόμιζα ότι τα δικά μου ήταν γεμάτα άμμο,
απ’ τις εφτά θάλασσες…» δεν τελειώνει την κουβέντα του ο Αστέρης. Ακούει τον
χτύπο του ρολογιού. «Σσσ» κάνει με το δάχτυλο και στρέφεται προς το καμπαναριό.
Τα γέλια σωπαίνουν, τα κλάματα και τα πειράγματα ησυχάζουν. Ένα, δύο, τρία…
εφτά. Όταν σβήνει κι ο έβδομος χτύπος του ρολογιού, τα μάγια λύνονται και η ζωή
συνεχίζεται. «Άσσος μπαστούνι», «εξάρες», «ένα βαρύ γλυκό να πάνε κάτω τα
φαρμάκια»…

Ο Αστέρης παίρνει το κουτί του και πάει
προς το σπίτι. Στα Σύρματα. Στο τέρμα της γης, στην αρχή της θάλασσας. Εκεί τον
γέννησε, εκεί τον μεγάλωσε, με τις γοργόνες και τους κουρσάρους, η μάνα του η
Συρμαλένια. Όμορφη και  «νεραϊδογραμμένη»
η κόρη του καπεταν-Ζαφείρη. «Ζει της καρδιάς μου ο βασιλιάς;» ρωτάει τον ήλιο
κάθε χάραμα. Μιλάει με τη φύση κι εξετάζει τα σημάδια της. Γυρεύει την
απάντηση. Συννεφιά; Μελαγχολεί η Συρμαλένια. Φουρτούνα; Κλαίει η Συρμαλένια. Μαίστρος;
Χαίρεται και τραγουδά η Συρμαλένια. Κρατάει το χέρι αντήλιο ώρες ολόκληρες.
Να  είναι έτοιμη για το καλωσόρισμα.«Από
κει θα ‘ρθει ο πατέρας σου. Εφτά θάλασσες θα περάσει και θα ’ρθει», του έδειχνε
με το ’να χέρι. Με τ’ άλλο τον κράταγε σφιχτά στο βυζί της. Γέμισε το στόμα του
Αστέρη γάλα αλμυρό. Τα μάτια του γέμισαν θάλασσα. Θάλασσα και προσμονή. Η
θάλασσα γέμισε ροδοπέταλα. Άσπρα και κόκκινα, πορτοκαλί και κίτρινα. Ο αέρας γέμισε
τραγούδια απ’ τη φωνή της Συρμαλένιας. Ταξιδεύει η φωνή της, στις εφτά θάλασσες,
πάνω στα ροδοπέταλα, σε δρόμους από νερό.

Κάθε μέρα ο Αστέρης κουβαλάει χώμα στο
σπίτι, με το κουτί του. Η Συρμαλένια, το αδειάζει σ’ ένα τενεκέ. Το σπίτι τους
είναι περικυκλωμένο από πολύχρωμους τενεκέδες. Οι χωριανοί ξέρουν. Όταν τελειώνει
το λάδι και σκουριάζουν οι τενεκέδες, τους πηγαίνουν δώρο «στου καπετάν-Ζαφείρη.»
Η Συρμαλένια κι ο Αστέρης  σκεπάζουν τις
σκουριές με χρώματα, βάζουν μέσα χώμα και φυτεύουν τριανταφυλλιές. Μόνο
τριανταφυλλιές. Μάνα και γιός, μαζεύουν ροδοπέταλα και φτιάχνουν αρώματα. Η «νεραϊδογραμμένη»
όπως την έλεγε ο καπετάν-Ζαφείρης -«νεραϊδοσκιαγμένη» την κορόιδευαν στο σχολείο
γι αυτό και το σταμάτησε- μυρώνει την αύρα τη θαλασσινή, με τη μυρωδιά της
μνήμης.

«Εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο,

π’ ούλον τον
χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα,

το Μάη μήνα
φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω,

στολίζω και
τις όμορφες κι ούλες τις μαυρομάτες,

κι ούλες με
πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.»

Αυτό της τραγουδούσε ο Νικόλας και της έφερνε κάθε
βράδυ ένα τριαντάφυλλο. Δεν της είπε όμως ότι τα τριαντάφυλλα έχουν κι αγκάθια.
Το Μάη μήνα φάνηκε, τον Αύγουστο χάθηκε, ο Νικόλας. Κι έμεινε η Συρμαλένια να
πλέχει τριαντάφυλλα στα μαλλιά.

«Γιατί ραντίζεις τον αέρα;» ρωτούν οι
χωριανοί.«Για να τον φέρει πίσω η μυρωδιά. Θα γυρίσει, θα δείτε. Εφτά θάλασσες
θα περάσει και θα ’ρθει. Όπως τα χελιδόνια» λέει  και το πιστεύει η Συρμαλένια. Την ακούει ο
Αστέρης και χαμογελά. Είναι σίγουρος. Τα χελιδόνια γυρίζουν στη φωλιά τους. Πάνε
κάμποσα χρόνια, που ένα μικρό χελιδόνι  έπεσε
απ’ τη φωλιά, στο μπαλκονάκι, στην αυλή. Τσάκισε τη φτερούγα του. Ο Αστέρης του
έδεσε τη φτερούγα με δυο ξυλάκια και το τάιζε μέχρι να μεγαλώσει, να δυναμώσει
και μπορέσει να πετάξει. Η φτερούγα έμεινε στραβή και μισή, όμως το χελιδόνι μεγάλωσε
και μια μέρα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε. 
Τον άλλο χρόνο γύρισε, με μισή φτερούγα, στη φωλιά του, κάτω απ’ το
μπαλκόνι. Πάνω απ’ την εκατόφυλλη άσπρη τριανταφυλλιά.

Όταν έρχονται τα χελιδόνια, ο Αστέρης
περιμένει ν’ ακούσει τη μάνα του να λέει το τραγούδι που έμαθε απ’ το ράδιο.  «Αχ μαύρα μου χελιδόνια, χελιδόνια, αχ για
χαμηλώσετε να κόψω μια φτερούγα, αχ να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή».
Του Αστέρη δεν του αρέσει αυτό το τραγούδι. Προτιμά τ’ άλλα που τραγουδά η μάνα
του, τα χαρούμενα, σαν εκείνα  που ακούει
στο πανηγύρι του νησιού. «Έρι-ερι», «καλέ συ παναγιά μου», «ωραία που ‘ναι την
αυγή» κι άλλα τέτοια. Όμως η Συρμαλένια, για όσο καιρό είναι τα χελιδόνια στο
νησί, τραγουδά μόνο αυτό. Τα «Μαύρα χελιδόνια». Τραγουδά και κάπου κάπου λέει
«αχ, αν ήξερα γράμματα». Ο Αστέρης  τότε,
αγοράζει μπλε τετράδια, σαν αυτά που έχουν τα παιδιά στο σχολείο, με το
χαρτζιλίκι απ’ τα θελήματα, Κόβει όλα τα φύλλα. Μετά, παίρνει μία μία σελίδα
και τη διπλώνει τέσσερις φορές. Ύστερα, τις κόβει στις τσακίσεις και έχει
δεκαέξι τετράγωνα χαρτιά. Σε καθ’ ένα, γράφει ένα τραγούδι. Ο παππούς πρόλαβε
και του έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Μετά πέθανε κι αυτός, σαν τη γιαγιά ,
«απ’ τον καημό». Γεμίζει λοιπόν, χαρτάκια με στίχους, απ’ τα δικά τους τραγούδια,
τα νησιώτικα κι απ’ τ’ άλλα. Τα ξένα. Αυτά που τραγουδάει η μάνα του, όταν
λείπουν τα χελιδόνια. Η Συρμαλένια τραγουδάει τον καημό κι ο Αστέρης τον
γράφει.  «Ξύπνα περδικομάτα μου», «άσπρο
τριαντάφυλλο κρατώ», «έβγα να σε ιδώ να παρηγορηθώ» κι άλλα.  Ξέρει πολλά. «Ποιος σου τα ’μαθε αυτά τα
τραγούδια;» τη ρωτούν οι χωριανοί. «Μου τα στέλνει ο Νικόλας  μου», λέει και κολλάει τ’ αυτί στο ράδιο. 

Το Φθινόπωρο, ο Αστέρης, σκορπίζει τα
κομμάτια της τραγουδισμένης ελπίδας της μάνας του,  στις στράτες των χελιδονιών. Είναι σίγουρος
ότι ο πατέρας, μαζί με το άρωμα των τριαντάφυλλων, θα πάρει το μήνυμα και θα
γυρίσει πίσω με τα χελιδόνια.