Κυκλοφορούν ανάμεσά μας με χίλια
πρόσωπα.
Παριστάνουν τους πετυχημένους, τους
σοφούς, τους συμπονετικούς, τους γοητευτικούς. Είναι παντογνώστες, κάθετοι στις
απόψεις τους, δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Έχουν αρχές και ήθος. Νάνου.
Αν σπούδασαν, είναι σίγουροι ότι δεν
χρειάζεται να ξανασπουδάσουν. Αν είναι καλλιτέχνες, είναι άριστοι αλλά
αδικημένοι καθότι η κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη για το μεγαλείο τους.
Τρέχουν σε θέατρα, σε παρουσιάσεις
βιβλίων, σε γκαλά, σε όλα όσα πιστεύουν ότι θα τους κάνουν διάσημους κι
εξαφανίζονται αν δεν υπάρχει φωτογράφος.
Αυτοσυστήνονται και κωλογλείφουν όποιον
νομίζουν ότι θα τους προωθήσει. Προσπαθούν να εισχωρήσουν σε σωματεία κι άμα
τους απορρίψουν, βγάζουν αφρούς. Αλληλογραφούν με άλλους ‘αδικημένους’ για να
ενωθούν στο μίσος και την αποτυχία. Στέλνουν καταγγελίες σε δημόσιες υπηρεσίες,
σε εφημερίδες, σε μπλογκ, σε άλλες περσόνες. Τα ανώνυμα ή ψευδώνυμα
λιβελογραφήματα είναι το φόρτε τους.
Το διαδίκτυο είναι το μέγιστο πεδίο
δράσης τους. Εμφανίζονται με αμέτρητα ονόματα και μετράνε τους αόρατους φίλους
τους καθημερινά. Συμμετέχουν σε παρλάτες, μιλάνε στον αέρα, βρίζουν κι
αυνανίζονται. Φαντάζονται ότι αν μαζέψουν ‘αναγνώστες’ θα πετύχουν στην επόμενη
επαγγελματική τους απόπειρα. Αν διανοηθείς να τους αμφισβητήσεις, θυμώνουν
πολύ. Με όλη την προστυχιά της στρεβλωμένης ζωής τους. Με όλο το μένος του
έγκλειστου προς τον ελεύθερο.
Διαβιούν κατάκοποι μέσα σε απόλυτη
μοναξιά. Είναι πολυάσχολοι. Αλλά καθόλου εργατικοί. Δεν παράγουν έργο με την
έννοια που το όρισε ο Αξελός, καθώς ούτε σκέφτονται ούτε πασχίζουν για την
αυτογνωσία. Είναι ικανοποιημένοι και δυστυχείς μέσα στην κοντόφθαλμη ύπαρξή τους.
Και σιχαίνονται όποιον δεν τους μοιάζει. Ειδικότερα όποιον δηλώνει γελώντας ότι
δεν ξέρει τα πάντα.
Κι αν ξάφνου διαρραγεί το πέπλο, αν
κάποιος τους πει ξεκάθαρα ότι πάσχουν και πετύχει, έστω για δευτερόλεπτα, να
τους βάλει προ της νανίστικης μιζέριας τους, καταρρακώνονται.
Τρέχουν σε ψυχιάτρους -γιατί βέβαια τα
φάρμακα είναι πιο εύκολα απ’ την ψυχοθεραπεία- και μπαίνουν στο επόμενο
παιχνίδι τους. Την αυτολύπηση, το μελόδραμα, την υστερία. Η ειλικρίνεια που
ίσως τους χάριζε τη λύτρωση, μέσω της ψυχοθεραπείας, είναι απαγορευμένη.
Και τότε έρχεται ο μέγας φόβος. Ενώ πριν
κρύβονταν πίσω απ’ την αυταρέσκεια, τώρα φοβούνται και τον εαυτό τους και τους
άλλους, ορατούς και αόρατους. Ο πόνος γίνεται το ψωμοτύρι τους. Αλλά χωρίς
αυτόν δεν ζουν. Τι ζήτησαν; Λίγο θαυμασμό. Ποιος έκλεισε το τσίρκο; Η ζωή τους
ένα αέναο ‘γιατί’ να τους φαρμακώνει. Είναι πάντα αδικημένοι και δεν φταίνε
ποτέ.
Το χειρότερό τους είναι να δουν την
ουσιαστική επιτυχία μπροστά τους. Την ευτυχία των ελάχιστων ολοκληρωμένων. Την
απλότητα της γειωμένης ύπαρξης. Ο έτσι κι αλλιώς κατακερματισμένος κόσμος τους,
συνθλίβεται. Κρύβονται στη γωνία, πίσω από άλλους ψηλότερους ή λιγότερο
χτυπημένους και χάσκουν.
Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο χαρούμενος,
ο δοτικός, ο ώριμος, είναι για τα νανάκια, θεϊκό ον. Ή το τοτέμ που θα ήθελαν
να του σπάσουν τα πόδια. Όχι υποχρεωτικά για να το καταστρέψουν. Όπως οι
περισσότεροι, χρειάζονται κι αυτοί τα είδωλά τους. Όμως να: αν του κόψουν τα
πόδια, αν σακατέψουν τον πραγματικό άνθρωπο, θα τον φέρουν στο ύψος τους.
Γιατί βέβαια τα νανάκια δεν διανοήθηκαν
ποτέ ότι μπορούν να ψηλώσουν. Και τρέμουν όταν ακούνε γέλια.