«Στην
Ψωροκώσταινα», έλεγε ο πατέρας μου την δεκαετία του εξήντα, εκεί στο
νεόκτιστο  πατρικό μας, Τέρμα Καραγάτση
«οι μισοί πουλάνε λαχεία και οι άλλοι μισοί αγοράζουν».

Δέκα χρόνια αργότερα το αγαπημένο ρητό του πατέρα μου το
συνάντησα σε ένα διήγημα του Μπόρχες, «η Λοταρία της Βαβυλώνας». Στην σύντομη
ιστορία του, περιγράφει μια φανταστική Βαβυλώνα, στην οποία οι άνθρωποι
υπόκεινται σε μια αέναη λοταρία. Οι Βαβυλώνιοι έδωσαν τις ζωές τους στην τύχη.
Και οι μόνοι πάνω από την τύχη, πανίσχυροι και μυστικοί, οι υπάλληλοι της
εταιρίας που διεξήγαγε τη λοταρία. Στο τέλος του διηγήματος, ο Μπόρχες
αναρωτιέται αν τελικά υπήρχε εταιρία…

Τον δικαιολογούμε, γιατί όταν έγραφε το διήγημα η δική μας
Εταιρεία Συγγραφέων δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Η Εταιρεία μας λοιπόν διεξάγει
ετήσιες λοταρίες για συμμετοχή των μελών της σε διάφορα λογοτεχνικά φεστιβάλ
στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και καλά κάνει, από τη στιγμή που δεν ακολουθεί
κανένα αξιολογικό κριτήριο για την εγγραφή των μελών της. Η λοταρία της
Εταιρείας Συγγραφέων τα τελευταία χρόνια κληρώνει πάντα τα ίδια άτομα (αυτό,
ούτε ο Χ.Λ. Μπόρχες θα μπορούσε να το φανταστεί). Οι πρόεδροι αλλάζουν, οι
κληρούχοι παραμένουν οι ίδιοι όπως και τα ερωτήματα:

-Ποιος; Ο Πάτις Κονδύλης και η συμμορία του; (που θάλεγε κι ο
Καραγάτσης), ας γελάσω!