I.                 
Συνέταξον

Δες τις στάσεις μου, κάμα-σούρα με κοσμικό παλμό για
ξεκάρφωμα.

Αν καταφέρω να πικάρω τα
ηδονοβλεπτικά σου,

τότε ίσως με δεις με της
ψυχής τα μάτια.

Ιωάννα, δε σου είπαν ότι το πρώτο γράμμα θα το διαβείς σα να
ανεβαίνεις σε βουνό.

Πότε ως ιαχή, πότε ως ξίφος και τα δύο διαρρήκτες, το ένα
του αέρα, το άλλο της σάρκας.

Μα και τα δύο διαρρηγνύουν κυρίως τα ιματιά τους.

Έτσι σχισμένα τα φορούν στις μοίρες σου, που σαν άλλοι
κουκουλοφόροι

νανουρίστηκαν γλυκά απ τη σκιά της ίδιας τους της κουκούλας.

Κι έχασαν τον ερχομό σου κι έντρομες ξύπνησαν στο πρώτο σου
κλάμα.

Είσαι εδώ, έχεις πια έρθει. Σώμα με σώμα, σώμα έξω από το
σώμα,

Σώμα, απόσταση, το σώμα. Βαφτίστηκες όταν τα πρώτα σου
δόντια έβγαλες,

για να δαγκώνεις ευγενώς 
και να μασάς τελευταία.

Κι όταν την πρώτη πεινασμένη ανάγκη σου άρθρωσες, έγινες
κοριτσάκι.

Ξέρεις, λίγο πιο κει απ το κόρη και λίγο πιο μετά από το
τσακ., που ακούστηκε

σαν πρωτοσυνέβη το πέρασμα στο ω και σώζεσαι απ την αναίδεια
του αυθορμητισμού σου πέφτοντας απ το κλαρί. Τσακ και μετά α. Φαίνεται.
Πληγώθηκες από την πτώση. Κράτα τη μέση, 
την παλλινδρόμεση Ω! Ξανά.

Ο ‘ερωτικός’ του Χριστιανόπουλου και η επίσκεψη της Ήβης.

Σου προσφέρεται αίμα, σου προσφέρεται νέκταρ. Πίνεις και τα
δύο σαν

η δίψα σου να κράταγε αιώνες και είναι η στιγμή που η ανάσα
στα στόματα των ποιητών γίνεται απαρηγόρητη μνήμη. Γίνεσαι Δίας, γίνεσαι Ήρα.

Γεννάς ήβη, γεννάς αυθάδεια κι ‘ερωτικούς’ δικούς σου.

Α, και δυο δρασκελιές σε οξείες γωνίες που γίνονται γωνιές
σου, γονείς σου,

που γίνονται μια αγκαλιά πριν τη συντριβή σου, πριν την
υπερτροφία του χρόνου σου.

Α, και ύστερα κενό… το Αυτό.

Ιωάννα, αποκεφαλισμένη, Άννα , με τα χέρια σηκωμένα και
παλάμες ανοιχτές..

‘ναααα’.

ΙΙ. ΑΠΕΤΑΞΟΝ

Ααα! ολόκληρη πια Ιωάννα, αφου τις ορθάνοιχτες παλάμες έσφιξες σε γροθιές,
την τελετή των παρασημοφοριών έληξες, την ακμή των συμμοριών παρέκαμψες
και το ανάστημα σου όρθωσες.
Προτίμηση στα εύσημα και όχι στα παράσημα έλεγε η εντολή στην άκρη του αφτιού.
Εσύ που συγκρατούσες, τώρα κρατάς την πόρτα ανοιχτή
και καθείς που πάει να την περάσει, η πόρτα ασυγκράτητη και κραταιά
ανοίγει κρατήρα στα κεφάλια.
Φτύνοντας μοιρογνωμόνια και γνώμες αφήνεις τις γωνιές και τους διαβήτες,
πιάνεις τους διαβάτες κι αποφασίζεις καταμεσής να σταθείς.
Αναρωτιέμαι, σε μισείς που μετατρέπεις τον κρατήρα σε κράτημα;
Υπερτονισμένη Άννα, πάπισσα Ιωάννα, η της Λωραίνης εκπορευόμενη
εκπορνευόμενη μάγισσα, στην πυρά στην πυρά φωνάζουν οι εχθροί σου,
στην καιόμενη βάτο σερνόμενοι πέφτουν οι οπαδοί μαζί σου.
Κόρη οφθαλμού και υιός ασέλγειας,
δεν αναγνωρίζεις το ίδιο σου το βλέμμα;
Pro bono σχαστικός πόνος, πόνος έσχατος, ‘σκατά’ λες και κλείνεις το μάτι.
Ενώνεις τα γράμματα κι ανοίγεις την πόρτα.
Ορθόδοξη γραμματοσειρά, δοξαστική έξοδος
λίγο πριν μετατραπεί από αστική σε υπαίθρια.
Αίθριος φόβος και κάθε φορά που ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου
αίολη βρίσκεσαι ανάμεσα στο άνοιγμα και στο ρήγμα,ανάμεσα στο αίνιγμα και στο ποιήμα,
κι έτσι υποκύπτεις πότε στο πέρασμα και πότε στην πτώση,
με κορμί δύστροπο και πνεύμα ευγενές,( σ)αν να –είσαι- Ιώ,
σαν μια ανάσα από ηχώ.
‘Αυτά’ λες κι ύστερα το γεύμα σου προσφέρεται γυμνό.
.