photo: Ελένη Γκουργκούλια

ΒΕΡΕΣΕ

με martins, punk, garage και 2-3 μπίρες

έπαιρνα διαβατήριο

να μοστράρω

(θυμάσαι

τον τρόμο και τη μέθη απ’ τα βεγγαλικά)

στις συνελεύσεις πήρα τον λόγο μια φορά

τι ώρα αρχίζει η πορεία;

όμως κρυφά

σύμφωνα και φωνήεντα έβαζα σε σειρά

ύστερα

τα εκτόξευα στους νικητές

ύστερα

τα άπλωνα στα κορμιά των ηττημένων

να τα σκεπάσω

τέλος

αργά τα βουτούσα στο νερό να ξεπλυθούν

γι αύριο πάλι

(οι μουτζούρες παρέμεναν)

σε σύγχυση τελούσα πάντα, σύντροφοι

 ΑΝΟΙΞΗ

Την άνοιξη ο αυλαγάς γέμιζε παπαρούνες.

Το σπίτι μας φυλούσε το σκυλί.

Θηλυκό. Τότε δεν είχαν όνομα.

Χειμώνα καλοκαίρι κοιμόταν σε ένα βαρέλι κάτω από την ακακία.

Ο λαιμός της δεμένος στον πάσαλο.

Συχνά την επισκέπτονταν τα αδέσποτα.

Μικρά της δεν είδαμε ποτέ.

Γιατί είναι δεμένη η σκύλα γιαγιά;

ρωτούσαμε, άμα τη χαϊδεύαμε.

Μην την χαϊδεύετε μας μάλωνε κι ίσιωνε τη μαύρη μαντήλα.

Από αυτή τη γιαγιά μάθαμε μόνο ιστορίες.

Ούτε ένα παραμύθι.