Που σε κρατάει σε διαρκή
υπερένταση. Που δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις λεπτό.

Χτυπάει το τηλέφωνο του γείτονα
και κοιτάς το δικό σου φιλύποπτα.

Μιλάς ασταμάτητα, γελάς νευρικά,
βουρκώνεις στα καλά καθούμενα, ακούς όλα τα ερωτικά τραγούδια, παρακολουθείς
ζευγαράκια, τα πάντα κάτι σου θυμίζουν, έχουν κομμάτια της λαχτάρας σου.

Που σου προξενεί ταχυπαλμία, σου
κόβει την όρεξη, τον ύπνο. Υπάρχεις σε αέναη αναμονή, σε συνεχείς αναβολές: Μια
ώρα ακόμα, μια ώρα.

Το τηλέφωνο ξαναχτυπάει, ναι,
είναι το δικό σου, μη δείξεις αγωνία, μην καταλάβει, απαντάς στο τρίτο χτύπημα,
δήθεν κεφάτα, αλλά δεν είναι η φωνή που περιμένεις, εκνευρίζεσαι, κλείνεις
βιαστικά. Άλλη μια ώρα, τα πάντα μπορεί να συμβούν την επόμενη στιγμή, τη
μεθεπόμενη. Δουλεύεις πυρετικά να ξεχαστείς, διαβάζεις τυφλά, πλένεσαι
μηχανικά, χαμογελάς ηλίθια.

Τσακώνεις το είδωλό σου στον
καθρέφτη. Κοιτιέσαι εξεταστικά, μια μάσκα έντασης όλο μάτια, μπα, δεν σου πάει
η λαχτάρα, σε αδυνατίζει, πλένεις τα δόντια σου ώσπου να ματώσουν τα ούλα σου,
το τσιγάρο λιβανίζει στο νιπτήρα. Η οδοντόπαστα σου φέρνει εμετό, σκύβεις στη
λεκάνη, δε βγάζεις τίποτα, μόνο πράσινα υγρά, δεν έχεις φάει τίποτα, πόσες
μέρες; Δε θυμάσαι.

Το μυαλό σου τρέχει. Αναρωτιέσαι
αν θα ‘ρθει απόψε, μάλλον όχι, αλλά αν έρθει; Τι θα κάνεις, τι θα πείτε, τι θα
γίνει;

Τσαντίζεσαι με τον εαυτό σου,
κάνεις σαν ανήλικο, όμως σε τρώει αυτό το ρημάδι το «αν», σε πιάνει ημικρανία
απ’ το άγχος, ανάβεις τσιγάρο με τρεμάμενα χέρια, έχει γούστο να τρέμεις κι
όταν -αν- συναντηθείτε, η ένταση γίνεται δύσπνοια, λιποθυμιά, κάτι σκίζεται
μέσα σου, σε πιάνουν ρίγη κατακαλόκαιρο.

Πώς φιλάει; Μα, σε έχει φιλήσει
ποτέ;  Αλτζχάιμερ.

Χτενίζεσαι με τα δάχτυλα τρέχοντας
προς το ασανσέρ, κάπου ακούγεται χτύπος τηλεφώνου, φαντάσου τώρα που έφυγες, να
σε ψάχνει, όμως ξέρει πού πας, στο λεωφορείο φοράς μαύρα γυαλιά ηλίου, μη φανεί
η λαχτάρα που κρεμάστηκε στα μάτια σου, κάθεσαι, το σώμα σου ελατήριο έτοιμο να
εκτιναχτεί, κατεβαίνεις σε λάθος στάση, περπατάς μηχανικά, δουλεύεις σαν ρομπότ
έχοντας φτάσει με μισή ώρα καθυστέρηση, οι αισθήσεις σου σε συναγερμό, κάποιο
τηλέφωνο μπορεί να χτυπάει κάπου, προσπαθείς να ηρεμήσεις.

Αν πάρει μια φορά, θα ξαναπάρει.
Όποιος σηκώσει πρώτος το ακουστικό, δεν σταματάει, κολλάει το δάχτυλο, εσύ όμως
όχι, εσύ δεν θα τηλεφωνήσεις, υποκρίνεσαι πως δεν θυμάσαι καν τον αριθμό κι ας
είναι μια φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει στο μυαλό σου.

Συνεχίζεις να δουλεύεις με πλαστή
αφοσίωση –κι η λαχτάρα, λαχτάρα- το ξέρεις, θα συνεχίσει να υπάρχει ανεξάρτητα
απ’ την οπτική επαφή, η λαχτάρα είναι ολόδική σου, είναι δημιούργημά σου, σε
πλημμυρίζει άξαφνα σαν βήχας.

Το ίδιο άξαφνα θα χαθεί, μπορεί
και την επόμενη ώρα, ή μέρα, στην αρχή δεν θα το καταλάβεις, τόσο απότομα θα
σου φύγει, κάτι θα υποψιαστείς ακούγοντας τον εαυτό σου να ψελλίζει ανόητες
δικαιολογίες ή ψέματα με βαρεμάρα όταν επιτέλους τηλεφωνήσει, αλλά αυτή τη
στιγμή δεν σ’ ενδιαφέρει το μετά. Κλείνεις τα μάτια, ουρλιάζεις υποδόρια: Πάρε!

Στο βάθος το ξέρεις από πείρα: Όσο
δεν τηλεφωνεί, όσο δεν έρχεται τόσο γιγαντώνει η λαχτάρα.