Ανατομία της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης

Γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Γενικές παρατηρήσεις για την ανάγνωση

Τι είναι η ανάγνωση; Πώς μπορεί να προσεγγιστεί; Σύμφωνα με τον Barthes (2005: 83), «η ανάγνωση είναι το ατελεύτητο». Ίσως αυτή του η φράση είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει κανείς την ανάλυση του φαινομένου που ακούει στο τόσο κοινότυπο αλλά και άλλο τόσο πιο βαθύ όνομα ανάγνωση. Η θεωρία και η πρακτική της ανάγνωσης δεν δύναται –και δεν θα έπρεπε– να είναι μοναδική. Ωστόσο, υπό οποιαδήποτε οπτική, η ανάγνωση είναι ο τελικός προορισμός του λογοτεχνικού έργου, ο βασικότερος λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας αφιερώνεται στην ευχάριστη αλλά και οδυνηρή διαδικασία του γράφειν, και το δημιουργεί. Επομένως, ο ρόλος του αναγνώστη είναι τελείως απαραίτητος για την ολοκλήρωση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Σύμφωνα με τον Barthes (2019: 143), «η ενότητα ενός κειμένου δεν βρίσκεται στην προέλευσή του, αλλά στον προορισμό του». Ο Blanchot (όπως παρατίθεται από τον Κάσσο, 1988: 13) χαρακτηρίζει «απλοϊκή» την αίσθηση του αναγνώστη «πως είναι περιττός». «Δεν περνά απ’ το μυαλό του πως αυτός φτιάχνει το έργο» (Blanchot, παρατίθεται από τον Κάσσο, 1988: 13), ότι δηλαδή είναι αυτός «απ’ τον οποίο το έργο λέγεται εκ νέου, δεν λέγεται πάλι με μια επαναληπτική παλιλλογία αλλά διατηρείται στην απόφαση του έργου να είναι νέα, εναρκτήρια ομιλία» (Blanchot, 2018: 341). Και αυτή η πορεία του λογοτεχνικού έργου προς τον ζωτικό προορισμό του δεν πραγματοποιείται ούτε ως τοποθέτηση ούτε ως τελικότητα, αλλά μάλλον ως ένα διαρκές καταφθάνειν, δηλαδή το έργο δεν καταλήγει ποτέ (παρά μόνο σαν ύλη) στον προορισμό του (στον αναγνώστη). Ο Blanchot (2018: 295) γράφει σχετικά:

το βιβλίο […] είναι εκεί, το έργο όμως είναι ακόμη κρυμμένο, ίσως ριζικώς απόν, πάντως συγκαλυμμένο, επισκοτισμένο απ’ την καταφάνεια του βιβλίου, πίσω απ’ την οποία το έργο αναμένει την απελευθερωτική απόφαση, το Λάζαρε, δεύρο έξω. Η αποστολή της ανάγνωσης φαίνεται πως είναι το να κυλήσει την ταφόπλακα, να την καταστήσει διαφανή, να την καταλύσει με τη διεισδυτικότητα του βλέμματος, το οποίο πηγαίνει με ορμή πέραν.

Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ότι ο αναγνώστης όλο και περισσότερο προσεγγίζει το λογοτεχνικό έργο σύμφωνα με τις τεχνικές, τις στρατηγικές και τους γενικότερους τρόπους που επιστρατεύει στην (και κατά την) αναγνωστική του πράξη. Επομένως, ο χαρακτήρας και η ποιότητα της πράξης της ανάγνωσης ανάγεται στον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενό της αντιλαμβάνεται την τέχνη του λόγου, τη δοσμένη του αισθητική υπόσταση και συγκρότηση, τη λογοτεχνία, καθώς και τους σκοπούς που αυτή θέτει και τις επιθυμίες που οριοθετεί. Με άλλα λόγια, εκείνο το οποίο πρέπει να κάνει ο αναγνώστης προκειμένου να προσεγγίσει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πυκνά, την ουσία του λογοτεχνικού έργου ώστε η ανάγνωση να μην αποτελεί μία τελετουργική ανανέωση, ένα κλινικό ξεκαθάρισμα, είναι να μετασχηματίσει το βιβλίο σε έργο (Blanchot, 2018: 43).[1] Σύμφωνα με τον Blanchot (2018: 43), «το έργο δεν είναι έργο παρά όταν προφέρει τη λέξη Είναι, με τη βιαιότητα μιας απαρχής που του είναι προσίδια, γεγονός που επιτελείται όταν το έργο είναι οικειότητα κάποιου που το γράφει και κάποιου που το διαβάζει». Αντίστοιχα, ο Barthes (2005: 17) εξηγεί ότι «διαβάζοντας, δίνουμε μια συγκεκριμένη στάση στο κείμενο, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι ζωντανό». Για το σκοπό αυτό ο αναγνώστης οφείλει να έχει συνείδηση τόσο του ρόλου του όσο και του τι θέλει να αποκτήσει με την πράξη της ανάγνωσης. Δηλαδή, η ανάγνωση που θα κάνει να αποτελεί όχι μέσο, εργαλείο ή ακόμα και κοινωνικοπνευματικό όργανο, αλλά ορθάνοιχτο πεδίο διαλεκτικής.

 

Οι λειτουργίες της ανάγνωσης

Το υποκείμενο που ονομάζεται αναγνώστης θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιτελεί τη δράση του μέσα από δύο λειτουργίες: την πρόσληψη και την ανταπόκριση.[2]

Η πρόσληψη αναφέρεται στη συγκρότηση του κοινωνικού εαυτού (του μοναδικού ρεαλιστικά κατασκευάσιμου εαυτού), δηλαδή στο σύνολο της προσωπικότητας. Η πρόσληψη είναι ο μηχανισμός εκείνος που εξαιτίας του προκύπτει η επιλογή της ύπαρξης του ατόμου στον χώρο και το χρόνο. Είναι η διαδικασία υποκειμενοποίησης, η οποία διαμορφώνει την ιδιαίτερη υπόσταση μέσα από τον τρόπο αντίληψης και διαχείρισης των σημαινόντων και των σημαινόμενων: τόσο ο τύπος και η μορφή της σύνδεσης όσο και η ερμηνεία που κάνει κανείς σε αυτά τα δύο παράγουν τον προσληπτικό του χαρακτήρα. Υπό αυτή την οπτική, η πρόσληψη είναι το αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, η αρχή των πάντων, ο προθάλαμος της πνευματικής ικανότητας και η αφετηρία της δράσης της. Συνεπώς, η πρόσληψη είναι ο πυρήνας του εαυτού, το κέντρο εργασίας της κατασκευής του νοήματος, ο μηχανισμός της διαδικασίας της κατανόησης και της κατάστασης της ερμηνείας.

Η ανταπόκριση δεν είναι το αποτέλεσμα, το απλό επακόλουθο της πρόσληψης, αλλά η κίνηση, η μεταφορά της στον κόσμο, η λειτουργικοποίηση της πνευματικής δραστηριότητας από την οποία ανακύπτει η ενέργεια της αλληλεπίδρασης. Η ανταπόκριση δεν είναι το εργαλείο της πρόσληψης, αλλά η συνεκτική εκφορά του λόγου της, η επιτελεστικότητα του τελευταίου, η οποία έχει ως σκοπό την επιβίωση σε επικοινωνιακές ζώνες. Η ανταπόκριση λοιπόν είναι η κοινωνικοποίηση της προσωπικής αντίληψης που γίνεται ερμηνεία. Το έργο της πρόσληψης είναι διπλό: πρώτον, η αποκωδικοποίηση ενός σημείου και, δεύτερον, ο μετασχηματισμός του αποτελέσματος της αποκωδικοποίησης του σημείου σε νόημα. Τι είναι δηλαδή η ανταπόκριση; Η ανταπόκριση είναι η επιτέλεση της οικειοποιημένης επικοινωνιακής λειτουργίας. Πρόκειται για την τακτική, τη συνήθεια, την αναμενόμενη στάση, συμπεριφορά και τοποθέτηση ενός υποκειμένου μπροστά σε, και απέναντι από, ένα σημείο. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι στην πρόσληψη οφείλεται η δημιουργία των προϋποθέσεων επικοινωνίας και στην ανταπόκριση οφείλεται η συγκρότηση, η μεταφορά και η διακίνηση της επικοινωνίας αυτής.

Στην αναγνωστική διαδικασία, η πρόσληψη και η ανταπόκριση επιτελούνται (ταυτόχρονα ή διαδοχικά) σε δύο φάσεις: η πρόσληψη επιτελείται στη φάση –και δια μέσου–της εκμετάλλευσης και η ανταπόκριση στη φάση –και δια μέσου– της απάντησης.

Η φάση της εκμετάλλευσης αφορά κάθε λογοτεχνικό έργο. Το τελευταίο, μπορεί να χαρακτηριστεί, να ειδωθεί ως μία θάλασσα σημείων. Το λογοτεχνικό έργο είναι ένας λόγος ο οποίος, περιχαρακώνοντας μία σειρά νοημάτων και αποκλείοντας κάποια άλλα, προωθεί μία συγκεκριμένη αισθητική και γνωστική θέση και θέαση. Ωστόσο, ο λόγος δεν είναι το νόημα, αλλά το σώμα, το πυκνό περίγραμμα του νοήματος. Ο λόγος αποτελείται από ένα σύνολο σημείων, ένα «δάσος των πραγμάτων και των σημείων», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ρανσιέρ (2015: 19), δηλαδή μία σημειακή ροή, από την οποία συγκροτείται το νόημα. Υπό αυτό το πρίσμα, στο πεδίο του λόγου ενός λογοτεχνικού έργου υπάρχουν διάσπαρτα σημεία στα οποία βρίσκεται αποσυντεθειμένο το τοποθετημένο από τον συγγραφέα νόημα και η ένωση στην οποία θα προβεί ο αναγνώστης το συναρμολογεί και το εκφράζει. Η ένωση πραγματοποιείται τόσο μέσα από την επιλογή των προς συναρμολόγηση σημείων όσο και από τρόπο ένωσή τους. Ο τρόπος ένωσης που δύναται να επιλεγεί δεν είναι ένας και μοναδικός, οπότε και το νόημα που δύναται να παραχθεί δεν είναι και αυτό ένα και μοναδικό. Δεν υφίσταται λάθος τρόπος ένωσης, οπότε δεν υφίσταται και λάθος ανάγνωση και ερμηνεία.

Η ερμηνεία του λόγου σχετίζεται με το ποια σημεία θα επιλέξει κάποιος να ενώσει καθώς και με το πώς θα τα ενώσει. Συνεπώς, ο κάθε λόγος είναι εγγενώς πολυσημικός, αφού ο λόγος δεν είναι η έκφραση κάποιας οικουμενικής αλήθειας, της αλήθειας των σημείων. αλλά μόνο η έκφραση μίας συγκεκριμένης και υποκειμενικής αλήθειας (του συγγραφέα και του αναγνώστη).

Η φάση της εκμετάλλευσης λοιπόν είναι η περιδιάβαση του αναγνώστη στον λόγο του λογοτεχνικού έργου, στον κόσμο που αυτό παρουσιάζει. Μέσα από την εξαντλητική (ή μη) εξερεύνηση του χώρου, τον στοχασμό για τα ευρήματα που βρίσκονται και την ανάλυση για τις ερμηνείες που αναδύονται από αυτά και, τέλος, τη συμφωνία ή η διαφωνία με την προς διερεύνηση κατασκευή γνώσης, ο αναγνώστης διαμορφώνει διάφορα σχήματα ερμηνείας τα οποία λειτουργούν ως το μέσο για την κατανόηση της επικοινωνίας που επιχειρείται μέσω του λογοτεχνικού έργου.

Η παρουσία του αναγνώστη στον λόγο δεν είναι προϊόν αίτησης ή/και πρόσκλησης, ή έγκλησης. Είναι συμμετοχή, δηλαδή συμβίωση, και συγκατοίκηση στην –και για– την οικοδόμηση του νοήματος. Το πρόσωπο του αναγνώστη συμβολίζει τη δράση της αναζήτησης και της εξιχνίασης της αισθητικής και γνωστικής ζώνης της ζωής του λογοτεχνικού έργου. Ο λόγος του τελευταίου είναι ένα συνεκτικό και άπειρο περιβάλλον για τον αναγνώστη, ο οποίος καλείται να το διαχειριστεί ώστε να είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί μαζί του, με τη μορφή και το περιεχόμενό του. Επομένως, πρέπει να φανταστούμε τον αναγνώστη σαν έναν εξερευνητή που ταξιδεύει, όχι στο άπειρο, αλλά σε έναν άπειρο χώρο, όχι σε μια καινούργια διάσταση, αλλά σε μια άγνωστη διάσταση. Με άλλα λόγια, η φάση της εκμετάλλευσης αναφέρεται στην ανακάλυψη, στην κατανόηση, στη διάκριση και στην αξιολόγηση.

Η δεύτερη φάση, της απάντησης, περιγράφει τη στάση που επιφυλάσσει ο αναγνώστης στο λογοτεχνικό έργο, αφού βρίσκεται πλέον σε μια θέση επάρκειας απέναντί του. Πρόκειται για εκείνη την πολύτιμη αναγνωστική στιγμή στην οποία, αφού ολοκληρώθηκε η κατανόηση του τρόπου κατασκευής του νοήματος μέσα από την περιπλάνηση και την εξερεύνηση, αρχίζει η νοητή μάχη μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα, στην οποία ο πρώτος προβαίνει σε σχεδιάσματα ανάγνωσης, δηλαδή στην αισθητική και γνωστική σύγκρουση σχετικά την εννοιολογική αποσαφήνιση και νοηματοδότηση του κόσμου. Από τη διαμάχη αυτή παράγονται τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αποτελέσματα, η επικοινωνία.

Η νοητή αυτή μάχη αποδεικνύει την κρισιμότητα της πράξης της ανάγνωσης και του ρόλου του αναγνώστη. Ο χαρακτήρας του λογοτεχνικού έργου δεν εξαρτάται (άμεσα) από τον αναγνώστη. Όμως, από αυτόν εξαρτάται άμεσα η χρήση, η αξιοποίηση, της γνώσης που αυτό περιέχει, καθώς το πώς και το γιατί της απάντησης φιλοτεχνούν, όχι τόσο τη διαλεκτική μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα, αλλά τον προορισμό της. Ο αναγνώστης είναι ο τελικός υπεύθυνος για τη δράση του λόγου του λογοτεχνικού έργου, όχι υπό την έννοια ότι έρχεται σε αυτόν για έγκριση και επιβεβαίωση, αλλά επειδή η δράση του αναγνώστη είναι μία δράση πάνω στη δράση της οικοδόμησης του νοήματος. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα συνίσταται στο πολύ σημαντικό γεγονός ότι ο πρώτος ερμηνεύει το νόημα και τον τρόπο κατασκευής του που παρήγαγε ο δεύτερος μέσα από τα δικά του αισθητικά και γνωστικά σχήματα, δηλαδή η ανάγνωση δεν στέκεται μόνο στην κατανόηση του νοήματος του εκάστοτε λογοτεχνικού έργου και έπειτα αποχωρεί, αλλά ενδιαφέρεται για κάτι βαθύτερο, την επιτέλεση ενός εαυτού του νοήματος.

 

Κριτική ανάγνωση: ο αναγνώστης και η χειραφέτησή του

Η έννοια της κριτικής ανάγνωσης διατυπώνει εδώ μια μία άλλη αναγνωστική και λογοτεχνική προοπτική, στην οποία ο αναγνώστης δεν αναγνωρίζεται σαν αντικείμενο ή ημι-υποκείμενο και δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοιο. Το θεμέλιο της κριτικής ανάγνωσης είναι η βούληση του αναγνώστη και η εναλλακτική αξιοποίησή της από μέρους του. Πιο συγκεκριμένα, στην την κριτική ανάγνωση, ο αναγνώστης δεν είναι απλά το υποκείμενο εκείνο το οποίο αναγιγνώσκει το βιβλίο του συγγραφέα, αλλά συμμετέχει ενεργά τόσο στη λογοτεχνική παραγωγή όσο και στην μετέπειτα αυτόνομη ζωή του έργου.[3] Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Blanchot (2018: 342), «ενώπιον και εντός του έργου, συγγραφέας και αναγνώστης είναι ισότιμοι». Αυτό δηλαδή το οποίο επιχειρείται να αποδομηθεί εδώ είναι η διαχρονική «διάσταση εξουσίας» (Barthes, 2005: 15) που υπάρχει στην –κατά παράδοση ισωμένη ως– άνιση σχέση του συγγραφέα και του αναγνώστη, εις βάρος του τελευταίου. Η διάσταση αυτή της εξουσίας είναι, με τους όρους του Barthes (2005: 15), «ο περιορισμός του αναγνώστη σ’ ένα νόημα ή σε μια διέξοδο» αφού «ο συγγραφέας θεωρείται ως ο αιώνιος ιδιοκτήτης του έργου του, και εμείς οι άλλοι, οι αναγνώστες του, έχουμε απλά την επικαρπία».

Ο όρος κριτική ανάγνωση λοιπόν χρησιμοποιείται εδώ για να περιγράψει, όχι αυτό που νοείται, εντός ενός καταναλωτικού κλίματος (βλ. Μπαρτ, 2022), ως αναγιγνώσκειν, αλλά «αυτό το κείμενο που γράφουμε μέσα μας όταν διαβάζουμε» (Barthes, 2005: 15). Η κριτική ανάγνωση, συνεπώς, νοείται ως μια διαδικασία, όχι αδρανής και παθητική, αλλά δημιουργική και ενεργητική. Σύμφωνα με τον Ντελέζ (1976: 116-117), «το να σκέφτεσαι, είναι πάντα να ερμηνεύεις, δηλαδή να εξηγείς, να αναπτύσσεις, να αποκρυπτογραφείς, να μεταφράζεις ένα σημείο. Μετάφραση, αποκρυπτογράφηση, ανάπτυξη, είναι οι μορφές της καθαρής δημιουργίας». Ακολουθώντας τούτο το σκεπτικό, η δράση της ανάγνωσης δεν είναι παρά μια φωτεινότητα που χαράζει τόσο ηδονικά όσο και θαρρετά εντός της πνευματικής και χωρικής ματαιότητας του λογοτεχνικού έργου και, ούσα όχι προκαθορισμένα τοποθετημένη και δρομολογημένη σε αυτό αλλά πιασμένη στο μέσον του, διερωτάται για τις μετασχηματιστικές δυνατότητες και προοπτικές του τελευταίου.

Το λογοτεχνικό έργο, από την στιγμή που ολοκληρώνεται (πρακτικά και κυριολεκτικά), αυτονομείται και παραδίνεται στο άπειρο της εμπειρίας του χωροχρόνου. Ο συγγραφέας παραμένει πάντα εντός του έργου, όχι όμως ως παρουσία αλλά ως υποψία (Μπαρτ, 2022: 46). Το λογοτεχνικό έργο, αποκυριευμένο πλέον από την εξουσία του συγγραφέα, αλλά βαθιά και βίαια εμποτισμένο να προπαγανδίζει τα κηρύγματά του, αποτελεί το πεδίο σύγκρουσης και παιχνιδιού ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, με σκοπό την τροποποίηση και τη διαχείριση της –με την ευρεία έννοια– γνώσης που ενυπάρχει σε αυτό.

Έτσι, η ανάγνωση αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας, όχι πολεμικής ή/και εκδικητικής, αλλά μαχητικής και διεκδικητικής διαδικασίας, κατά την οποία το εννοιολογικό υπόβαθρο του αναγνώστη αντιτίθεται σε αυτό του συγγραφέα και του έργου του, ακολουθώντας μία «ριζωματική» λογική (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) που πασχίζει να χαρτογραφήσει με τον δικό της ιδιοσυγκρασιακό τύπο και τρόπο, την ουσία του λογοτεχνήματος και επιθυμεί τη ρευστοποίηση –και εν τέλει την εξαφάνιση– των μονοσήμαντων και άκαμπτων νοηματικών συνόρων και φραγμών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι –είτε κατά τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας είτε στο τέλος αυτής– μπορεί να προκύψει ταύτιση χαρακτήρων και συμφωνία ιδεών. Στην ιδιότυπη αυτή σύγκρουση, θα λέγαμε σχηματικά ότι ο συγγραφέας αποτελεί τη δύναμη που εργάζεται να αποσχετικοποιεί τη γνώση και ο αναγνώστης εκείνη που εργάζεται να την σχετικοποιεί.

Ο αναγνώστης δεν μπορεί να εμποδίσει τη διαδικασία της παραγωγής του λογοτεχνικού έργου, δηλαδή τον ίδιο τον συγγραφέα και την εργασία του. Μπορεί, ωστόσο, να χαράξει «γραμμές φυγής»(βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) εντός του, να απομυθοποιήσει τα αποτελέσματά της με την δράση του. Η κριτική ανάγνωση είναι αυτό που, όπως υποστηρίζεται εδώ, μπορεί να απο-αντικειμενικοποιήσει τη γνώση του λογοτεχνικού έργου και να το μετασχηματίσει σε ζωντανό οργανισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, η γνώση του λογοτεχνικού έργου, αν υποστεί κάποιο τύπο αποδόμησης, από μία συγκέντρωση εγγεγραμμένης ομοιογενοποιημένης σκέψης, δύναται να αλλάξει χαρακτήρα, προσανατολισμό και κατεύθυνση: το αποδομημένο λογοτεχνικό έργο, ανήμπορο πλέον να ασκεί στον αναγνώστη την πρόθεση της εξουσίας για εγκλωβισμό και καθυπόταξη, θα αποτελεί εργαλείο προώθησης, όχι μόνο της κατανόησης, της αξιοποίησης και της αφομοίωσης της γνώσης του, αλλά και ανανέωσης, διεύρυνσης και πάνω από όλα σχετικοποίησης της γνώσης αυτής.

Έτσι, η κάθε αποδόμηση του αναγνώστη προκαλεί ρωγμές –αν αυτές δεν υπήρχαν ήδη– στο λογοτεχνικό έργο, οι οποίες το καθιστούν ένα διάτρητο σώμα. Στο διάτρητο αυτό σώμα δεν κυριαρχεί η απομόνωση του νοήματος, αλλά ένας ξέφρενος χορός με όλες τις δυνατότητες αυτού. Με τον τρόπο αυτό η κριτική ανάγνωση οδεύει βήμα-βήμα με τη δράση της προς την εγκαθίδρυση μιας νέας θεώρησης και θέασης για την τέχνη της λογοτεχνίας. Στο πλαίσιο της κριτικής ανάγνωσης, η λογοτεχνία θα λέγαμε ότι είναι ό,τι πιο ευχάριστο, ικανοποιητικό, θελκτικό και θετικό μπορεί να σκεφτεί κανείς. Το πεδίο της είναι ειδυλλιακό γιατί είναι πλήρες και η σπουδαιότητα της σημασίας του εξαρτάται τόσο από τον τρόπο διαχείρισής της αλλά και από τον σκοπό της (σκοπό όχι δοσμένο από τον συγγραφέα και περπατημένο από τον αναγνώστη, αλλά από κοινού διερευνημένο), ο οποίος δεν είναι άλλος από την επικοινωνία, και ο οποίος δεν γίνεται να θεωρηθεί κάτι το αρνητικό ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται και επιτελείται.

Υπό αυτό το πρίσμα, βασικός στόχος της λογοτεχνίας είναι να αφυπνίζει και να κινητοποιεί το υποκείμενο προς μία κριτική επεξεργασία, όχι μόνο του έργου στο οποίο εκτίθεται και το οποίο συνθέτει, αλλά και του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι και των διεργασιών που επιτελούνται σε αυτό. Να διευρύνει δηλαδή τους στοχαστικούς ορίζοντες του υποκειμένου τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά και όχι να το περιορίζει σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και ατέρμονα αφελείς ψυχαγωγικές τέρψεις. Με άλλα λόγια, υπό το πρίσμα της κριτικής ανάγνωσης η λογοτεχνία τόσο ως θεωρία όσο και ως πράξη ενσαρκώνει θα έλεγε κανείς την επιτελεστικότητα αυτού που ο Μαρκούζε (1971: 44) ονομάζει «Μεγάλη Άρνηση», η «άρνηση όλου του Κατεστημένου, της ηθικής του, του πολιτισμού του». Έτσι, η λογοτεχνία ας ιδωθεί σαν ένα ιδιότυπο είδος ταξιδιού που μόνο πολλαπλά οφέλη μπορεί να έχει για όποιον το πραγματοποιήσει:

όσο μεγάλες κι αν είναι οι εκπλήξεις της αποβίβασης, όσο χρόνο και κόπο κι αν απαιτήσει η εξοικείωση, η συμπάθεια αργά η γρήγορα θα είναι τόσο ζωηρή, τόσο βαθιά, που θα του δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο ιδεών, κόσμο που θ’ αποτελέσει ολόκληρο μέρος του εαυτού του και θα τον συνοδεύσει σαν ανάμνηση έως τον τάφο (Baudelaire, 2005: 70-71).

Είναι αλήθεια ότι «το λογοτεχνικό έργο είναι η έκφραση μιας κοσμοθεώρησης, ενός τρόπου να βλέπουμε και να αισθανόμαστε ένα συγκεκριμένο σύμπαν όντων και πραγμάτων» (Γκολντμάν, 1986: 60). Όμως, προκειμένου να υπάρξει αυτή η διάδραση, η ουσιαστική και ενεργητική αλληλεπίδραση, υπάρχει κάποια προϋπόθεση, η οποία αφορά την εργασία του αναγνώστη, δηλαδή την ανάγνωση. Σύμφωνα λοιπόν με την θεωρία της κριτικής ανάγνωσης (όπως προτείνεται εδώ), η λογοτεχνία είναι μία αντανακλαστική οντολογική μηχανή και γι’ αυτό είναι εγγενώς διαλεκτική. Έτσι, το λογοτεχνικό έργο δεν αποτελεί μία παγιωμένη ενότητα, κτήμα και μονοσήμαντη ουσία, αλλά ένα αλληλεπιδραστικό πλέγμα συναρμολογούμενο εν κινήσει από υφές και δράσεις.

Η λειτουργία αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι τίθεται σε ισχύ μέσω μιας πράξης συνουσίας (για την υλοποίηση και την ολοκλήρωση της οποίας είναι απαραίτητος τόσο ο ρόλος του συγγραφέα όσο και ο ρόλος του αναγνώστη). Η πράξη της συνουσίας είναι η αυθεντική σχέση μεταξύ των υποκειμένων που εμπλέκονται στη λογοτεχνική διαδικασία και διαρρηγνύει το οικοδόμημα που δημιούργησε ο συγγραφέας, δηλαδή την συγκράτηση της διαύγειας, η οποία αναφέρεται στα μεταδιδόμενα νοήματα του λογοτεχνικού έργου, καθώς και στην επιτελεστικότητα αυτών. Η διαύγεια τίθεται μεν από το συγγραφέα και μάλιστα συνήθως με σκοπό τον ενστερνισμό της και τη συγκατάνευση από μέρους του αναγνώστη, όμως η διαύγεια, προκύπτει, ξεκλειδώνει, αναδύεται από τον αναγνώστη και την ανάγνωση. Η ανάγνωση δηλαδή ανασύρει τη διαύγεια, απεγκλωβίζει την καταπιεσμένη μυχιότητα του νοήματος και διασκορπίζει την πολυμορφία του, όχι απλώς για να επέλθει η κατανόηση και μετ’ έπειτα η διαχείρισή της με κάποια επάρκεια, αλλά για να προσδοθεί εν κινήσει η ποικιλότητα και η πολλαπλότητα του νοήματος. Με την ανάγνωση, ο αναγνώστης επικυρώνει, σφραγίζει, δίνει ζωή στο νόημα του λογοτεχνικού έργου.

Η δράση του αναγνώστη δεν είναι μία παθητική στάση και συμπεριφορά. Είναι μία δράση διαρκώς μεταβαλλόμενη, κατανυκτική, ελλειπτική και ιδεολογικά μεροληπτική (όπως άλλωστε και του συγγραφέα). «Ο αναγνώστης δεν είναι λιγότερο μοναδικός απ’ τον συγγραφέα, διότι κι αυτός λέει, κάθε φορά, το ποίημα ως νέο, όχι ως ειπωμένο ξανά, όχι ως ήδη ομιλημένο και ήδη εννοημένο» (Blanchot, 2018: 342). Με την ανάγνωση, ο αναγνώστης αναλαμβάνει να εντρυφήσει στην απόσταση που επιβάλλει ο τρόπος δημιουργίας του λογοτεχνικού έργου, να αναπτύξει την μορφική και περιεχομενική του διάσταση και να διευρύνει την αλληλεξάρτηση μεταξύ των μερών του. Ο αναγνώστης διασφαλίζει την εξάπλωση της απέραντης σε βάθος δυναμικής του λογοτεχνικού έργου, επιχειρεί την εξαγωγή των εννοιολογικών σκοπιμοτήτων και προθέσεών του, έτσι όπως αυτές εκφράζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του, καλλιεργεί την προτροπή της μη κίβδηλης ελπίδας και της μη βίαιης επανασυγκρότησης, μέσω της θετικής και κριτικής εννόησης του διακλαδωμένου, «δενδροειδούς» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022) και συνασπισμένου κόσμου που εκπροσωπεί το έργο.

Η πράξη της ανάγνωσης είναι επίσης μία πράξη αντίστασης. Είναι η άσκηση της λειτουργίας της ενδόμυχης καταστάλαξης, της ευλαβικής πρόνοιας του χαρακτήρα, του ποιοτικού μετασχηματισμού της ιστορικότητας της (ατομικής και συλλογικής) ζωής. Είναι, δηλαδή, η άσκηση της λειτουργίας της εγκαθίδρυσης, της γενίκευσης, της ριζοσπαστικής δύναμης, της ενεργητικής αφύπνισης. Η δράση της ανάγνωσης έρχεται με την μορφή της παρακολούθησης της ίδιας της ζωής (σε όλα τα είδη και τα επίπεδά της) και της εξέλιξής της, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, κάτι που σημαίνει ότι το κανάλι της σκέψης δεν τροφοδοτείται μονομερώς, αλλά πολυμερώς (και μόνο έτσι)˙με τέτοιον τρόπο που να αντιλαμβάνεται την καθυπόταξη και την χειραγώγηση και τα αντίθετά τους, ώστε να είναι σε θέση να επιλέγει ανάμεσα σε πραγματικές επιλογές και όχι ουτοπικές: η έννοια της επιλογής δηλαδή να μην αποτελεί μία ψευδαίσθηση που διασπά την συνοχή της ζωής κατακρημνίζοντάς τη σε ιεραρχικούς χρόνους, και η ενέργειά της να μην επιτελείται απλώς με την βάρβαρη πράξη της απαθούς και εξουσιαστικής κατονομασίας.

Η πράξη της ανάγνωσης είναι επιπλέον η πράξη της δημιουργίας, υπό την έννοια ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ο αναγνώστης ελέγχει, αναλύει, κρίνει, αξιολογεί και επαναπροσδιορίζει τη γνώση του έργου. Δεν συνδιαλέγεται με αυτό σαν ένας ξένος ή/και υποδεέστερος προς αυτό ούτε συνομιλεί μαζί του θεωρώντας τον εαυτό του μέρος της αποκωδικοποίησής του. Δεν είναι δηλαδή η πράξη της ανάγνωσης μια «μηχανική λειτουργία» (Sartre, 1971: 56), αλλά μία «σύνθεση από άπειρες υποθέσεις, από όνειρα που τ’ ακολουθούν αφυπνίσεις, από ελπίδες και απογοητεύσεις» (Sartre, 1971: 53). Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης υπάρχει αλληλεπίδραση (εξωτερική και εσωτερική συνδιαλλαγή μεταξύ των υποκειμένων), μέσω της οποίας επανανοηματοδοτείται το σύνολο του λογοτεχνικού έργου. Και αυτό συμβαίνει με όρους δημιουργίας και επαναδημιουργίας, όχι αξιοποίησης και συγκατάνευσης (όπως θα επιθυμούσε ο συγγραφέας). Στη λογοτεχνική διαδικασία λοιπόν το βαθύτερο βάρος και τη μεγαλύτερη ευθύνη δεν επωμίζεται ο συγγραφέας, αλλά ο αναγνώστης, καθώς όπως πολύ εύστοχα υπογραμμίζει ο Blanchot (2018: 309):

η ανάγνωση είναι συνδεδεμένη με τη ζωή του έργου, είναι παρούσα σ’ όλες τις στιγμές, είναι μία απ’ αυτές τις στιγμές, συγχρόνως και διαδοχικώς η κάθε μία, δεν είναι μόνο η ανάκληση των στιγμών αυτών, η ύστατη μεταμόρφωσή τους· η ανάγνωση συγκρατεί εντός της όσα διακυβεύονται πραγματικά στο έργο, γι’ αυτό και φέρει μόνη αυτή, εντέλει, όλο το βάρος της μετάδοσης.

Τέλος, στην ανάγνωση, ο αναγνώστης αποκτά με το λογοτεχνικό έργο μία σχέση ζωής με απτά αποτελέσματα, τα οποία όμως δεν γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, όπως γίνονται τα αντίστοιχα μιας οποιασδήποτε κοινωνικής εμπειρίας (δηλαδή μίας εμπειρίας που υφίσταται στο συνομιλιακό καθεστώς της καθημερινότητας). Με την ανάγνωση το υποκείμενο αφοπλίζεται από την χωρίς χάρη επικοινωνία και οπλίζεται με την αισθητική εμμονή. Η αισθητική εμμονή αναφέρεται στην ικανότητα εκείνη που αναβλύζει από το έργο και χαρίζει (συνεργατικά) στον αναγνώστη την πραγματική του υπόσταση. Είναι δηλαδή αυτό που κατεδαφίζει την ωφελιμιστική και γραφειοκρατική όραση και αυτό που εφοδιάζει τον μηχανισμό της τελευταίας με το κίνητρο για βαθιά ενδοσκόπηση στα έγκατα του εαυτού. Αυτό συμβαίνει μέσα από την αξιοποίηση και των πιο ασήμαντων (φαινομενικά) ερεθισμάτων του περιβάλλοντα χώρου. Με άλλα λόγια, η αισθητική εμμονή είναι η λυτρωτική παρουσία της ευδαιμονικής συνείδησης ότι η σχέση ενός υποκειμένου με ένα λογοτεχνικό έργο, με τη λογοτεχνία, δεν είναι μία απλή σχέση μηχανιστικής και εξουσιαστικής αλληλεξάρτησης αλλά μία εύρυθμη ζωτικότητα. Ο Λειβαδάς (2025) σημειώνει σχετικά ότι:

δεν είναι να διαβάσει ο αναγνώστης όσα ήθελε να πει και δεν ήταν σε θέση να πει, […] μα, κυρίως, είναι να συλλογιστεί όσα δεν είχε συλλογιστεί, όσα δεν ήταν σε θέση να συλλογιστεί, να στραφεί προς ένα περιεχόμενο που όχι μόνο εκφράζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται –αυτό θα ήταν πλεονασμός, επικοινωνιακή αποτύπωση– μα τον περιέχει, αποκαλύπτει δηλαδή τόσο τον ίδιο όσο και την πραγματικότητα γύρω του, καθιστώντας τον όχι απλώς επικοινωνιακά αποτυπωμένο –δηλαδή καταναλωμένο ως νεωτερικό προϊόν– μα ως μέρος του ποιητικού περιεχομένου.

 

Βιβλιογραφία

 

Barthes, R. (2005). Απόλαυση, γραφή, ανάγνωση (Α. Κόρκα, Μτφρ., Μ. Βιέν, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Baudelaire, C. (2005). Αισθητικά δοκίμια (Μ. Ρέγκου, Μτφρ.). Αθήνα: Printa.

Blanchot, M. (2018). Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Γκολντμάν, Λ. (1986). Διαλεκτικές έρευνες (Κ. Παπαγιώργης, Μτφρ.). Αθήνα: Γνώση.

Deleuze, G., & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Ζαφειριάδου, Ν. (2011). Εξερευνώντας πολυπολιτισμική λογοτεχνία μέσα από τις Αναγνωστικές Θεωρίες. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2024

Fish, S. (1980). Is There a Text in This Class? The Authority of Interpretive Communities.Cambridge, MA: Harvard UP.

Κάσσος, Β. (1988). Η λογοτεχνία ως οριακή εμπειρία: Μια προσέγγιση στην κριτική σκέψη του Maurice Blanchot. Αθήνα: Τέθριππον.

Λειβαδάς, Γ. (2025). Σημειωτέα. Χάρτης, 73. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2025

Μαρκούζε, Χ. (1971). Για την απελευθέρωση: δοκίμιο (Ν. Αιγινήτης, Μτφρ.). Αθήνα: Διογένης.

Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απόλαυση του κειμένου (Φ. Χατζιδάκη & Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Κέδρος.

Ντελέζ, Ζ. (1976). Ο Προύστ και τα σημεία (Κ. Χατζηδήμου & Ι. Ράλλη, Μτφρ.). Αθήνα: Ράππα.

Ντελέζ, Ζ., & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.

Παπαντωνάκης, Γ., Αθανασιάδης, Η., Καπλάνογλου, Μ., & Πολίτης, Δ. (2010). Οι Ιδέες των Παιδιών για την Παιδική Λογοτεχνία: Θεωρία και Έρευνα της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης. Αθήνα: Τόπος.

Παπαρούση, Μ., & Κιοσσές, Σ. (2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις

Ρανσιέρ, Ζ. (2015). Ο χειραφετημένος θεατής (Α. Κιουπκιολής). Αθήνα: Εκκρεμές.

Sartre, J. P. (1971). Τι Είναι Λογοτεχνία; (Μ. Αθανασίου, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις 70-Πλανήτης.

Φις, Σ. (2019). Ερμηνεύοντας το Variorum. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 357-366). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

[1]Και «το έργο είναι έργο μόνο όταν γίνεται ανοιχτή οικειότητα κάποιου που το γράφει και κάποιου που το διαβάζει, ένας  χώρος βιαίως εκδιπλωμένος απ’ την αμοιβαία αμφισβήτηση του λέγειν και του δύνασθαι κατανοείν» (Blanchot, 2018: 65).

[2] Πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο η πρόσληψη όσο και η ανταπόκριση είναι πρωτίστως βασικές νοητικές και επικοινωνιακές λειτουργίες του ανθρώπου και, συνεπώς, δεν αφορούν ειδικώς τη λογοτεχνία απλώς εμπλέκονται σε αυτή, αφού η τελευταία είναι αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικο-πολιτισμικού συνόλου.

[3]Περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα, βλέπε τα εξής: Φις, Σ. (2019). Ερμηνεύοντας το Variorum. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 357-366). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Και: Fish, S. (1980). Is There aText in This Class? The Authority of Interpretive Communities. Cambridge, MA: Harvard UP, καθώς και τα: Παπαρούση, Μ.,& Κιοσσές, Σ. (2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. Όπως επίσης και: Ζαφειριάδου, Ν. (2011). Εξερευνώντας πολυπολιτισμική λογοτεχνία μέσα από τις Αναγνωστικές Θεωρίες. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2024. Και επιπλέον: Παπαντωνάκης, Γ., Αθανασιάδης, Η., Καπλάνογλου, Μ., & Πολίτης, Δ. (2010). Οι Ιδέες των Παιδιών για την Παιδική Λογοτεχνία: Θεωρία και Έρευνα της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης. Αθήνα: Τόπος.

 

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.