Αφιέρωμα στο Καρναβάλι, μέρος δέκατο:
Η Βαλέρια στην κουζίνα

Γράφει η Σοφία Κωνσταντίνου

« Δώδεκα χρονώνε, μωρέ δώδεκα χρονώ; Δεν το πονάνε το έρμο το θηλυκό», κοιτάνε οι γειτόνισσες να σέρνουν τη Βαλέρια προς το μεγάλο σπίτι στην πόλη, το αρχοντικό του αφέντη του νησιού κι αυτή να κλαίει, να τσιρίζει. Την παραλαμβάνει η χοντρή μαγείρισσα, με την κουτάλα τη ξύλινη στο χέρι, το φόβο της να’ χει, να πάψει τις κλάψες. Μιλημένα πράματα πατέρας αφέντης, τα λεφτά στο χέρι μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει. Αλλιώς ψωμί δεν έχει, δουλειά δεν έχει, στα καράβια οι λίστες κλείσανε, «τι θες, ν’ αποθάνουμε όλοι;». Το βλέμμα του άντρα γυροφέρνει, μια στο πρησμένο από το κλάμα πρόσωπο της  ετοιμόγεννης γυναίκας, μια στα τρία μικρά κουτσούβελα που σέρνουνται ανάμεσά τους.

Η Βαλέρια θα κοιμάται στην ίδια κάμαρη με τις δύο νεαρές υπηρέτριες. Θα μάθει να μη κλαίει κάθε βράδυ, η κούραση θα της σφαλίζει γρήγορα τα βλέφαρα, η κούραση που νικάει τη λύπη σε αγώνα άνισο.

Δεν είναι κακιά η μαγείρισσα, από κοντά την έχει, μπλέκεται στις φουστάνες της η Βαλέρια, χτυπάει τ’ αυγά, ξεπουπουλιάζει τα πουλιά, μόνο που κρύβει το πρόσωπο πίσω απ’ την ποδιά της, όταν το αίμα σιντριβάνι, μαζί και το κομμένο κεφάλι, πετάγονται με το κατέβασμα του μπαλτά. Κάθε τόσο τα παιδικά της μάτια αποζητάνε με λαχτάρα, παιχνίδια στο πράσινο λιβάδι εκεί που συναντάει τη θάλασσα, έξω από το παράθυρο της κουζίνας.

Κι έτσι συνηθίζει, συνηθίζει τις μέρες, συνηθίζει τις ατέλειωτες χαμηλοκουβέντες και τα κλεφτά γελάκια των νεαρών συγκάτοικων, στα σκοτεινά της κάμαρης. Περνάει ο καιρός, νοσταλγεί, στεναχωριέται. Παιδί που δεν πρόλαβε να παίξει, κάμπια που, αγάλι αγάλι γυρνάει σε πεταλούδα ειν’ η Βαλέρια. Τώρα, τα βράδια αποδιώχνει τον πρώτο ύπνο, στήνει αυτί, θέλει κι αυτή κρυφά γελάκια, μα οι γυναίκες δε μοιράζονται τα γυναικεία με παιδαρέλια.

Βράζει η πόλη κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Ολοχρονίς τα ετοιμάζουν. Τον καρνάβαλο,  τ’ άρματα, τις μάσκες τις τερατόμορφες, τα τραγοκέρατα και τις τεράστιες βράκες, τα χρωματιστά καπέλα, τις χρυσοστόλιστες φορεσιές που μέχρι και τα ξωτικά ζηλεύουν, κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Γεμίζουν φώτα αστραφτερά οι πλατείες, βελούδα πορφυρά απλώνουν στα παράθυρα οι πλούσιες κυράδες, συνήθειες παλιές από μεγαλεία φράγκικα, των ζοφερών παλιών καιρών, φωτιές σε κάθε γωνιά,που τις νύχτες ο καπνός τους,ποτισμένος από μυρουδιές άφθονου οίνου,  ήχους κουδουνιών εκκωφαντικούς, ρυθμούς χορών ατέλειωτων, ανάσες  ξέφρενες που αναβρύζουν κάτω από καλυμμένα πρόσωπα,  σκορπίζει στο σκοτεινό σύμπαν, το Διόνυσο να καλοπιάσει.

Ανάστατο είναι το αρχοντικό. Φουριόζοι όλοι, αφέντες κι υπηρέτες, τρέχουν, δεξιά αριστερά, πάνω κάτω, ανοίγουν κλείνουν μπαούλα και ντουλάπια, εξαφανίζονται πίσω από μυστικές πόρτες και ξαφνικά πετάγονται από το πουθενά,  κατακόκκινοι, λουσμένοι σε λαμπυρίζοντες ιδρώτες, οι κόρες των ματιών διασταλμένες, χρωματισμένες μ’ ένα πρωτόφαντο θράσος,προσδοκίες ασύστολης λαγνείας που προκαλούν ένα ασυγκράτητο ομαδικό λαχάνιασμα. Πλησιάζει η μεγάλη νύχτα του Σαββάτου, η τελευταία μεγάλη νύχτα του καρναβαλιού, η νύχτα που καταρρέουν οι βεβαιότητες, που ξεγυμνώνονται οι καταπιεσμένοι πόθοι, πουη επιθυμία για τ’ απαγορευμένο, το κακό, το ξορκισμένο, μεθυσμένη, κρυμμένη πίσω από ψυχρές μάσκες με άδειες τρύπες για μάτια,ερωτοτροπεί με  ένστικτα τρομακτικά, ανεξέλεγκτα.

Ανάστατη κι η κάμαρα των κοριτσιών. Βούρτσες, χτένες, τσιμπιδάκια, χρυσαφιές κορδέλες πιασμένες σε χάρτινες κατακόκκινες καμέλιες έτοιμες να στολίσουν κατάμαυρα μαλλιά, νταντέλες, μεσοφόρια,  χυμένα όλα πάνω στα κρεβάτια, η παλιά ξύλινη ντουλάπα χάσκει ανοικτή.Όλοι θα πάνε, μόνο η μαγείρισσα θα μείνει, η θεόρατη, κουρασμένη μαγείρισσα, να φυλάει, λένε, τ’ αρχοντικό, να ‘ χει το νου της και  σ΄ εκείνο το μικρό το υπηρετριάκι το φρεσκοφερμένο, παιδί ειν’ αυτό, δεν είναι ακόμα για τέτοια.

Απόλυτη ησυχία επικρατεί στο αρχοντικό. Στην ισόγεια κουζίνα, η μαγείρισσα, καθισμένη στην παλιά καρέκλα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, τα πόδια βαριά σα μολύβι, απλωμένα μπρος, με δυσκολία κρατάει τα βλέφαρα ανοιχτά, τ’ αυτιά έτοιμα να γραπώσουν τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο.  Η Βαλέρια της ρίχνει κρυφές ματιές από τη γωνιά που στέκεται πλέκοντας αρμαθιά τα σκόρδα . Μόλις βεβαιωθεί ότι ο ύπνος έκανε τη δουλειά του παρατάει την αρμαθιά αθόρυβα στο πάτωμα, τρέχει, κλειδώνεται στην κάμαρα. Τρελαίνεται με τα παρατημένα λούσα. Όλα τώρα είναι δικά της, μπορεί να διαλέξει ότι θέλει κι ορέγεται. Η περιέργεια την τρώει κι η λαχτάρα την τσιγκλάει. Θα πάει κι αυτή στη γιορτή, για λίγο, στα κρυφά.Στον καθρέφτη μπροστά στέκειμε το φόρεμα που’ χει το χρώμα του ρόδου, τα μάγουλα ξαναμμένα, τα μάτια αστραφτερά, λύνει την πλεξούδα της, γεμίζει ο καθρέφτης μια θάλασσα σγουρά μαλλιά,τα στολίζει με μια κόκκινη καμέλια.Η χρυσαλίδα σπάει το κουκούλι. Ξεκρεμάει τη μαύρη μάσκα από τον τοίχο και βγαίνει.

Johannes_Vermeer_-_Het_melkmeisje_(The Milkmaid)

Ακολουθεί μικρά, στενά σοκάκια που οδηγούν στην κεντρική πλατεία. Το δρόμο της δείχνει η μουσική που ακούγεται, όλο και πιο κοντά, ο αχός που κάνουν οι ανθρώπινες απολαύσεις, η τσίκνα από τα ψητά σουβλίσματα, μπροστά της  ξεπετιέται μια παρέα μασκαράδων, αγόρια, κορίτσια, σχολιαρόπαιδα, χορεύουν, πηδάνε γύρω της, την κυκλώνουν, γελάνε, φωνάζουν, την προκαλούν με τολμηρές χειρονομίες. Θυμάται το σχολείο που πήγαινε, «μωρέ να γκαστρωθεί θέλετε, τι να το κάνει το σχολείο  κορίτσι πράμα» είπε μια μέρα η νόνα κι η μικρή απόρησε, να γκα γκα, τι, γάιδαρο θα με κάμει το σχολείο κι έπιασε να γελάει μονάχη της αλλά σχολείο δε ξανάδε. Με το ζόρι τους ξεφεύγει, μαζεύει τα φουστάνια και τρέχει, φτάνει στην πλατεία, στον κόσμο, στα φώτα, στις σερπαντίνες, στα χρυσά και στα βελούδα,μπαίνει κι αυτή στο γλέντι, χοροπηδάει με τα νταούλια, ζαλίζεται από τους γύρους, μαγεύεται με τους μασκαρεμένους,ξεχνάει τις σκιές των σοκακιών.

Να ΄χει το νου της, μη μείνει για πολύ,  έτσι και πάρει είδηση η γριά μάγισσα  ότι λείπει, αμέσως θα στείλει μήνυμα στο σπίτι  κι αλλοίμονό της, θυμάται το γκρίζο πρόσωπο του πατέρα Ιωσήφ, του ιερέα,  αυτός συμβουλεύει την οικογένεια, « ο διάβολος μασκαρεμένος είναι τα καρναβάλια»  και τρέχει αλαφιασμένη η νόνα ν’ ανάψει τα κεριά. Ανατριχιάζει  σαν σκέφτεται την τιμωρία, ανατριχιάζει  λίγο παραπάνω, με τα κόκκινα μάτια του διαβόλου κολλημένα εμπρός της.  Γυρνάει να φύγει,  παίρνει άλλο στενό για την επιστροφή. Μακριά από τα φώτα η νύχτα είναι σκοτεινή,τώρα η καρδιά της χτυπάει δυνατά, « Παναγία μου παρθένα κάνε να φτάσω γρήγορα και θα σ’ ανάψω τρία κεριά, απ’ τα μεγάλα». Στην πάνω γωνιά του τρίστρατου βλέπει πρώτα τη φωτιά, σαν μέσα σε κολυμπήθρα μοιάζει. Γύρω της κινούνται οι τραγοπόδαροι, με τα κέρατα και τα μαύρα πρόσωπα, πρώτα αργά κι ύστερα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα κι ουρλιάζουν σαν δαιμονισμένοι, « νάτος,  ο διάβολος με βρήκε, θα με κάψει ζωντανή, στα καζάνια θα με ρίξει», η Βαλέρια στέκει σαν μαρμαρένια στήλη κι απ΄ την τρομάρα της φωνή δεν έχει πια, τα σωθικά της στριφογυρνάνε. Κάποιοι ξεφεύγουν από την τελετή, πάνε αργά προς το μέρος της, αργά, με ανοιχτά τα χέρια την καλούν, με κραυγές άγριων ζώων την καλούν κι αίφνης αυτή πετάγεται και τρέχει όπως ποτέ πριν και γίνεται άνεμος κι αέρας, μέχρι που, χωρίς ανάσα,φτάνει στη μικρή πόρτα του ισογείου. Η κουζίνα είναι ακόμα φωτισμένη, στο τζάκι μια φλόγα τόση δα ψιλοτρέμει, η μαγείρισσα πετάγεται έντρομη από τον ύπνο, στα πόδια της μπροστά λιποθυμάει το κοριτσίστικο κορμάκι, ανάμεσα στα γυμνά πόδια της ένα κόκκινο ρυάκι βάφει το ρόδινο φουστάνι.

«Ώρα που βρήκες να μεγαλώσεις κοκόνα μου. Τι να σε κάμω  τώρα κι έχεις τη μάνα σου μακριά;» χαϊδεύει η γυναίκα τρυφερά, τ’ απλωμένα στο πάτωμα μαλλιά.

 

Η Σοφία Κωνσταντίνου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει με διηγήματά της στις συλλογές διηγημάτων, ΧΩΡΙΣ ΡΕΖΕΡΒΑ {εκδόσεις Εύμαρος} και ΠΗΡΑ ΜΙΑ ΤΡΟΜΑΡΑ {εκδόσεις Λογότυπο}. Το βιβλίο της με τίτλο « Τα λιώνει ο ήλιος», διηγήματα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον.