Μην είστε τόσο ωραίοι
Του Ιωσήφ Κουαρέδεκ
1
Μεταμφιεσμένοι τόσο καλά που θα νόμιζε κανείς ότι είναι αληθινοί Τι αφελείς! Βλέπω την παρέα να πλησιάζει, έξι αγόρια που ανοίγουν δρόμο προς την Πλατεία της Βασίλισσας. Ο φίλος μου είχε φύγει για να ανακουφιστεί ανάμεσα σε δύο γκρι αυτοκίνητα, κι εγώ, στο μεταξύ,χάζευα τυχαία το θορυβώδες και πρόχειρα ντυμένο πλήθος, πίνοντας την μπύρα μου. Αναρωτιόμουν αν οι ιδιοκτήτες αυτών των δύο γκρι αυτοκινήτων, ανάμεσα στα οποία κατουρούσε ο φίλος μου, ήδη διακοσμημένα με σερπαντίνα, κομφετί και φωσφορίζουσα μπογιά, ήταν απλώς αφελείς ή αν υποσυνείδητα επιθυμούσαν να βάλουν λίγη λάμψη στη ζωήτους.
Τότε είναι που τους είδα να εμφανίζονται, τόσο ασήμαντοι όσο ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο σε αγώνα στρουθοκαμήλων. Η παρέα φτάνει, με πηλίκια και δερμάτινες μπότες, με αψεγάδιαστες στολές. Μερικοί από το πλήθος αρχίζουν να χτυπιούνται με πανικό στους ώμους και να κρύβουν τους μπάφους τους στις τσάντες…!Αλλά ας είμαστε επιεικείς, έπρεπε να τους δείτε: μιμούνταν ακόμα και το αποφασιστικό βήμα, το σφιγμένο ύφος, την όψη ανθρώπων με συγκεκριμένο προορισμό. Ήταν αστείο να βλέπεις σε αυτό το πλήθος μια τόσο καλή απομίμηση: σχεδόν αστυνομικοί, από σάρκα και οστά! Εγώ έχω μια γενειάδα που έφτιαξα βιαστικά με έναν μαρκαδόρο. Ο φίλος μου είναι ντυμένος δικαστής, με μια γούνα ερμίνας φτιαγμένη από ξεσκονόπανα. Προσπαθήστε να βρείτε, μέσα σε αυτό το χάος, έναν αξιόπιστο μεταμφιεσμένο, έναν βασιλιά με λίγη μεγαλοπρέπεια, ένα ηλιακό σύστημα από στεφάνια με τον σωστό αριθμό πλανητών…
Έχουν φτάσει στο απόγειο του υπερβολικά καλού γούστου, αλλά βλέπω με ικανοποίηση πως το λάδι τους αρχίζει να αναμειγνύεται με το νερό. Ήδη μια βροχή από ροζ κομφετί έχει φωτίσει τα αυστηρά τους κουρέματα, τους έχουν ρίξει χρυσόσκονη από ευγένεια και μπύρα, μάλλον από απροσεξία. Πλησιάζουμε γύρω τους προσπαθώντας να τους κάνουμε να τραγουδήσουν, αλλά μοιάζουν λίγο ντροπαλοί. Ίσως να είναι η πρώτη τους φορά: του χρόνου θα έχουν καταλάβει πως ο μόνος τρόπος να αποτύχεις τη μεταμφίεση είναι να την πετύχεις τόσο καλά που να μοιάζει αληθινή. Αλλά εγώ τελείωσα την μπύρα μου και συνέβαλα με τον ήχο του μπουκαλιού μου στον ρυθμό των τυμπάνων. Ο φίλος μου επέστρεψε. Κάνω ένα αστείο για τους αστυνομικούς—φωνάζοντας λόγω της φασαρίας—και σκαρφαλώνω στους ώμους του. Νομίζω ότι παραπατάμε. Ανάβω το τελευταίο μου πράσινο καπνογόνο και προχωράμε τραγουδώντας για να βρούμε τους άλλους. Χαμογελώ σκεπτόμενος αυτούς τους αφελείς με τις στολές, που αμάρτησαν από υπερβολικό ζήλο: σε 500 μέτρα οι στρώσεις πούδρας και κομφετί θα τους έχουν μεταμορφώσει εντελώς, και επιτέλους θα αφεθούν στην κοινή μέθη. Έπρεπε απλώς να αφήσουν λίγο χρόνο στο καρναβάλι να τους χωνέψει.
2
Τι τρέλα της λεοπάρδαλης τους έχει πιάσει όλους φέτος; Μας φάνηκε τέλειο ως θέμα τα λεοπάρ παλτά, σε εμένα και τους φίλους μου, αλλά βλέποντας την έκταση της έλλειψης, γρήγορα απογοητευτήκαμε. Φυσικά, εγώ, που τα αφήνω όλα τελευταία στιγμή, ήμουν ο μόνος που έπρεπε να πάρω το επόμενο τρένο,για να βρω ένα λεοπάρ: να περιμένω το άνοιγμα του μοναδικού καταστήματος μεταχειρισμένων ρούχων στην πόλη μου που δεν είχα δοκιμάσει ακόμα… Αλλά τώρα το είχα, το όμορφο μου παλτό μεγαλοκυρίας!
Κι όμως, τώρα που μπαίνω στον χορό, αναρωτιέμαι με ποιο μυστήριο τρόπο δημιουργούνται οι μόδες του καρναβαλιού. Είναι παντού! Τρέχω κατά μήκος των φραγμάτων του ζωολογικού κήπου, στολισμένων με γιρλάντες, βαμμένων σε ένα πρόχειρο ουράνιο τόξο. Ακούγεται μια σειρήνα από μέσα, σαν να συμμετέχει κι αυτή με τον τρόπο της στο χάος, και τα λεοπάρ παλτά περνούν μπροστά από τα μάτια μου: εκεί, τυλιγμένο με λωρίδες χαρτιού τουαλέτας· εκεί, να χορεύει στην κορυφή ενός άρματος υπό τους ήχους χυδαίων τραγουδιών· εκεί, ήδη μισοκαμένο από μια πράσινη φωτοβολίδα· εκεί, με αληθινά ψάρια να προεξέχουν από τις τσέπες, τα ψάρια που εκτοξεύουμε στα κεφάλια όσων έχουν τις πιο όμορφες μεταμφιέσεις…
Οι φίλοι μου είναι ήδη στην πλατεία της Βασίλισσας. Πώς θα τους αναγνωρίσω, ανάμεσα σε τόσα παλτά; Τρέχω όσο μπορώ, σπρώχνω έναν ξυλοπόδαρο—συγγνώμη, είμαι λίγο μεθυσμένος—, έναν δικαστή, μια γενειοφόρο νοσοκόμα και έναν λάγνο ιερέα, αποφεύγω όπως μπορώ τα παιδιά, καθώς και έναν πειρατή, γιατί παίζει καζού. Η μεγάλη μπάντα της πλατείας ακούγεται, και ζητωκραυγές, σφυρίγματα και χειροκροτήματα ηχούν ρυθμικά, αλλά για να είμαι ειλικρινής, όχι στον ρυθμό της μπάντας. Τρεις δρόμους αργότερα, φτάνω στον τόπο της μεγάλης εκλογής, του μεγάλου δράματος: οι τρεις υποψήφιοι της χρονιάς είναι εκεί, έτοιμοι να ανέβουν στην ξύλινη εξέδρα! Δε βλέπω τίποτα, δεν τους διακρίνω. Είμαι πολύ κοντός! Σκαρφαλώνω στους ώμους ενός ευγενικού, πολύ εξυπηρετικού μωρού δύο μέτρων, που γελάει καθώς με σηκώνει. Νομίζω ότι διακρίνω από μακριά μια μικρή ανωμαλία στην πυκνότητα του λεοπάρ μοτίβου. Είναι αυτοί; Κατεβαίνω. Νομίζω πως έσκισα την πάνα του μεγάλου μωρού καθώς ξεπέζευα. Η μπάντα βουίζει στα αυτιά μου. Πρέπει να ουρλιάξω για να με ακούσει ότι είναι τελείως γυμνός. Γελάει και πετάει την πάνα στο πλήθος, κάποιος την πιάνει στον αέρα και την ξαναπετάει… Μου δείχνει την περούκα μου. Παίρνει την περούκα μου για να αντικαταστήσει την πάνα του, και αυτό μας κάνει να γελάσουμε πολύ, κι εγώ τρέχω προς μια κατεύθυνση, περίπου προς την ανωμαλία, νομίζω… Ένα ακόμα παλτό, κι άλλο, κι άλλο… Ξαφνικά, ένας τοίχος με λεοπάρ μοτίβο υψώνεται μπροστά στα μάτια μου. Η αγέλη γυρίζει προς εμένα. Βρυχάται βλέποντάς με και μου φτύνει κομφετί.
3
Είμαι ένας θάμνος στην οδό Scribouille, και όταν, στην αρχή του χειμώνα, η ρητίνη υποχωρεί στις ρίζες μου, χάνω όλες μου τις αναμνήσεις. Είναι ο λήθαργος, η χειμερία νάρκη, και ξυπνάω την άνοιξη αγνός σαν ένα νεογέννητο φύλλο. Έχω χάσει όλες μου τις αναμνήσεις, αλλά… πώς να το πω… νομίζω πως ο τόπος όπου υπήρχαν είναι ακόμα εδώ.
Το λέω αυτό γιατί σήμερα το πρωί, τα φύλλα μου συνέλαβαν μια ακολουθία δονήσεων μιας τόσο ιδιαίτερης ποιότητας… Κάτι πρόκειται να συμβεί, αλλά τι; Μα ναι! Αλλά όχι, δεν θυμάμαι, αλλά σίγουρα κάτι θα συμβεί, σωστά;
Η ένταση αυξάνεται. Ω! Τι είναι αυτό;Οι περαστικοί είναι πολύ παράξενοι, εξαιρετικά παράξενοι! Μπορώ να το πω, γιατί εγώ, που δεν έχω άλλη δουλειά από το να τους παρατηρώ καθημερινά, δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα. Εκείνος που θα σας φαινόταν εκκεντρικός, εγώ τον έχω δει εκατό φορές, και έχω δει χειρότερους. Αλλά τόσους αλλόκοτους περαστικούς μαζεμένους; Ποτέ, ποτέ από τον προηγούμενο χειμώνα! Και όμως, σας το λέω, νιώθω ευτυχισμένος, σαν να ξαναβρίσκω μπροστά μου μια σκηνή των παιδικών μου χρόνων, χιλιοαγαπημένη. Εκπληκτικοί! Έκαναν περισσότερο θόρυβο και χόρευαν πιο πολύ απ’ ό,τι μια ολόκληρη χρονιά! Και μεταλλικά τέρατα έκαναν ΜΠΟΥΜ και ΜΠΟΥΜ και ΜΠΟΥΜ, και χιόνι όλων των χρωμάτων εκτινασσόταν προς τον ουρανό, και μου πετούσαν δώρα! Κάποιες φορές όμως έπεφταν λίγο μακριά, όπως τα γυάλινα μπουκάλια στα λιθόστρωτα και τα απομεινάρια των πυροτεχνημάτων. Μια πάνα μωρού, μιας γιγάντιας μωρουδίστικης φιγούρας, έπεσε πάνω μου. Δεν έχω ξαναυπάρξει τόσο ντυμένος. Νιώθω ότι λάμπω.
Στον ορίζοντα, βλέπω μια γιγάντια γενειοφόρο αριστοκράτισσα να τραγουδάει όπερα. Την έχω ξαναδεί εδώ γύρω: τριγυρνά στις γωνιές των δρόμων και της πετούν κέρματα. Αλλά σήμερα είναι υπέροχη: φορά δεκάδες τεράστια μαργαριταρένια κολιέ, ένα όμορφο μπλε φόρεμα κάτω από ένα λεοπάρ παλτό, κόκκινα γοβάκια με ιλιγγιώδεις τακούνια και μακιγιάζ κλαμένου προσώπου. Περνάει δίπλα μου. Το τραγούδι της με γεμίζει νοσταλγία. Νομίζω πως την έχω ξανακούσει να τραγουδάει στο τέλος του χειμώνα, όταν έβλεπα τις στοίβες από εγκαταλειμμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, απογυμνωμένα από τα στολίδια τους…
Έπειτα, στριφογυρίζει ένα από τα κολιέ της γύρω από το μεγάλο της δάχτυλο. Στροβιλίζεται πάνω από το πλήθος. Ξεφεύγει. Λάμπει στον ουρανό. Θεέ μου, είναι μια γιρλάντα, θεέ μου, έρχεται! Πέφτει πάνω μου σε αλλεπάλληλες σπείρες. Πιάνεται σε ένα μπουκάλι σφηνωμένο στα κλαδιά μου, μετά σε ένα κομφετί. Η μεγάλη όμορφη κυρία πέρασε. Και, καθώς είναι τόσο γενναιόδωρη, με μεταμόρφωσε κι εμένα… Είμαι υπέροχος. Με έκανε ένα φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Έτσι, περιστρέφει ένα από τα κολιέ της γύρω από το μεγάλο της δάχτυλο. Στροβιλίζεται πάνω από το πλήθος. Ξεφεύγει. Λάμπει στον ουρανό. Θεέ μου, είναι μια γιρλάντα, Θεέ μου, έρχεται!Πάνω από μένα κάνει μια τελευταία περιστροφή. Η ουρά της τεντώνεται σαν την άκρη ενός μαστίγιου, χτυπάει πάνω στον εαυτό της, σπάζει την πορεία του κολιέ· πέφτει πάνω μου σε αλλεπάλληλες σπείρες. Κρέμεται από ένα μπουκάλι κολλημένο ανάμεσα στα κλαδιά μου, έπειτα από ένα κομφετί. Η όμορφη μεγάλη κυρία πέρασε. Πόσο καλή είναι, με έχει μεταμφιέσει κι εμένα… Είμαι υπέροχος. Με έκανε έναν πυρακτωμένο χριστουγεννιάτικο θάμνο.
4
– Άκουσες; ουρλιάζει προς εμένα. Είμαι ακόμα στους ώμους του φίλου μου. Σκύβω προς το μέρος του.
– Τι; δεν πρόκειται να κουραστεί ποτέ; Είμαι στους ώμους του εδώ και… δύο ώρες; Βασικά, δεν έχω ιδέα. Αλλά είναι πραγματικά η στιγμή που δεν πρέπει να κουραστεί, γιατί σε λίγο θα ξεκινήσει.
– Οι διπλανοί! Φαίνεται πως κάποιος μπήκε στο ζωολογικό κήπο…Ξαφνικά, μια φωνή αντηχεί από το μεγάφωνο.
– Κυρίες και κύριοι, ή ό,τι και αν έχετε αποφασίσει να είστε σήμερα…
– Ω! Ξεκινάει! Βγάλε τα ψαράκια! βγάζω τα ψάρια από την τσάντα μου, προσπαθώ να τα κρατήσω με το ένα χέρι και στο άλλο τη μπύρα μου.
– Και ο πρώτος διαγωνιζόμενος… που αποφάσισε να παρουσιαστεί αυτός… αυτή… ο διαγωνιζόμενος φωνάζει:
– Shadowwww…. Mysteria! Ανεβαίνει (αυτός; αυτή;) στη σκηνή μέσα από υστερικά ουρλιαχτά. Τι είναι αυτό;Ένα ρολόι του Νταλί βγαλμένο μόλις από το πλυντήριο; Ένα πιάνο τυλιγμένο σε σπείρα; Μια σιλουέτα ανοίγει τα χέρια και κάνει υπόκλιση μέσα από ένα όργιο από χαρτόνι και πολυστερίνη βαμμένη σε λευκό και μαύρο, με έγχρωμες πιτσιλιές εδώ κι εκεί. Οι κραυγές αντηχούν και μια ριπή από μικρά, κολλώδη ψάρια που πετούν προς τον ουρανό και καρφώνονται σε όλα τα σημεία – που δε μπορώ να κατονομάσω – του σώματος της χίμαιρας. Ίσως έχω πιει τόσο πολύ που δεν καταλαβαίνω; Μετά από μια τελευταία ριπή, το πλήθος ηρεμεί, η παραμορφωμένη σκακιέρα κάνει μια τελευταία υπόκλιση και κατεβαίνει. Ο παρουσιαστής σκύβει πάνω στη σκηνή και αρχίζει να μετράει τα ψάρια-ψήφους.
– Παρακαλώ υποδεχτείτε τον δεύτερο διαγωνιζόμενο…και ξαφνικά, πίσω από τη σκηνή, ακούγεται ένας τρομερός βρυχηθμός. Είναι τόσο πειστικός που για μισό δευτερόλεπτο —και αυτό είναι επίτευγμα — το πλήθος σωπαίνει. Και τότε, πιο ζωντανή κι από αληθινή, μια λεοπάρδαλη ανεβαίνει στη σκηνή. Το λείο τρίχωμά της είναι γεμάτο γκλίτερ κι η αίλουρη κίνησή της μας καθηλώνει αυτοστιγμεί. Ξαφνικά, κι ενώ ένας ζωηρός θεατής αρχίζει να συνειδητοποιεί αυτό το θαύμα μεταμφίεσης και ετοιμάζεται να πετάξει επιτέλους το ψάρι του, αυτή η ιδιοφυΐα του καρναβαλιού πηδάει με τερατώδη ταχύτητα, μετεωρίζεται και πιάνει με το στόμα του το ψάρι που σκιρτάει. Το πλήθος εκρήγνυται, ουρλιάζει, χειροκροτά, πετάει όλα του τα ψάρια μαζί.
Είπα ότι οι μεταμφιέσεις που είναι πολύ πετυχημένες είναι βαρετές; Εντάξει, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Και δακρύζω.
5
— Τι διάολο συμβαίνει εδώ;
Με την παρέα μου ουρλιάζαμε σαν τρελοί βλέποντας αυτό τον μουρλό στη σκηνή — πώς το κάνει αυτό; — μα ξαφνικά ένιωσα κάτι περίεργο στο πλήθος. Είμαι καθισμένος με τον μισό μου κώλο στους ώμους ενός φίλου, τον άλλο μισό στους ώμους ενός άλλου, και προσπαθώ να γυρίσω πίσω για να δω. Νιώθω να μας σπρώχνουν, φωνάζουν.
— Σπρώξτε!
Μια ομάδα αστυνομικών φορτσάρει προς εμάς με ταχύτητα. Οι φίλοι μου το βλέπουν. Απομακρύνονται, αλλά όχι στην ίδια κατεύθυνση. Πέφτω στους ώμους ενός αστυνομικού, που με παρασύρει μαζί του τρέχοντας.
— Τι κάνεις στην πλάτη μου;
— Είσαι όντως μπάτσος;
— Ναι! Μαλάκας είσαι;
— Αν είσαι μπάτσος, δεν είναι λίγο χαζό να ντύνεσαι μπάτσος;
— Είμαστε της Δράσης, ηλίθιε.
—Τί έγινε;
—Μια λεοπάρδαλη έφυγε από τον ζωολογικό κήπο.
—Γαμάει! Και τη βρήκατε;
— Τι βλαμμένος… Είναι στη σκηνή! Σάλτα από την πλάτη μου τώρα!
Με πέταξε πάνω σε κάποιους άγνωστους, που με πιάσανε και με τοποθέτησαν μαλακά στο πλακόστρωτο. Αληθινοί μπάτσοι, και τώρα και αληθινή λεοπάρδαλη; Έχουν κατάλαβει μερικοί άραγε τι είναι το καρναβάλι; Τέλος πάντων… Είμαι σχεδόν κάτω από τη σκηνή τώρα… Δεν έχω παρά να βρω το δίμετρο μωρό, γιατί δεν έχω ιδέα πού είναι οι φίλοι μου.
6
Μην φεύγετε, μην φεύγετε! Θεέ μου!Ναι! Είναι αλήθεια!Κάθε χρόνο έτσι είναι… Δεν παραπονιέμαι, πέρασα λίγο χρόνο μαζί τους, αλλά νά, η πομπή πέρασε, και τώρα είμαι μόνος. Πόσο όμορφη ήταν! Θα ήθελα να με πάρει, με τη γη μου και τις ρίζες μου, σε ένα μικρό γλαστράκι στην πλάτη της… Αλλά πήρα ήδη την όμορφη γιρλάντα της, και ξέρω ότι θα περάσουν καλά στην πλατεία, και χαίρομαι γι’ αυτούς.
Κι έπειτα, δεν είμαι μόνος. Βρήκα έναν φίλο. Με πλησίασε λίγο πριν τελειώσει η πομπή.
— Μπορώ να κρυφτώ μέσα σου; Θα με σκεπάσεις με τα φύλλα σου.
Είχε μια στολή φτιαγμένη εξολοκλήρου από βαμμένα χαρτόκουτα, με σχέδιο λεοπάρδαλης, και ένα μεγάλο προσωπείο άγριου θηρίου στο πρόσωπο.
— Φυσικά, χαρά μου! Είσαι ντυμένος λεοπάρδαλη;
— Ακριβώς.
Πάσχισε να χωθεί μέσα μου, μπουσουλώντας στα τέσσερα, και μετά έμεινε ακίνητη.
— Γιατί κρύβεσαι;
— Γιατί είμαι πραγματικά μια λεοπάρδαλη.
— Και λοιπόν;
— Και λοιπόν; Το έσκασα από τον ζωολογικό κήπο. Πραγματικοί αστυνομικοί με ψάχνουν.
— Ωχ! Καημένη μου! Μα μπορείς να μείνεις εδώ όσο θες.
— Είσαι τόσο καλός.
— Ευχαριστώ.
— Θα φύγω όταν περάσει η πομπή, αλλά θα ξανάρθω να σε δω.
— Ευχαριστώ.
Μείναμε έτσι για λίγο, κοιτάζοντας τους τελευταίους καρναβαλιστές να απομακρύνονται χορεύοντας.
— Δε φοβάσαι πολύ;
— Όχι, εντάξει. Υπάρχει κι άλλος ένας ντυμένος λεοπάρδαλη. Και τόσο καλά ντυμένος, που θα έλεγες πως είναι αληθινός…
— Ωχ! Ο χαζός!
Γελάσαμε για λίγο. Ύστερα, ο δρόμος άδειασε, και μου είπε :
— Τα λέμε, θάμνε. Την επόμενη φορά θα σου φέρω ένα στέμμα βασιλιά.
Ονομάζομαι Ιωσήφ Κουαρέδεκ, γεννήθηκα το 1997 στην Αθήνα και ζω εδώ και λίγα χρόνια στο Παρίσι. Εργάστηκα ως κοινωνικός λειτουργός σε οργανισμούς απασχόλησης ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, κι εδώ κι ένα χρόνο γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Είναι μια περίοδος πολύτιμου πειραματισμού κι εκμάθησης. Συμμετέχω για πρώτη φορά σε διαγωνισμό γραφής, το θέμα με έχει εμπνεύσει ιδιαιτέρως κι ελπίζω το αποτέλεσμα να σας διασκεδάσει