Μια επίκαιρη συνηγορία υπέρ των κλασικών σπουδών
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Στην αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή, Αντιγόνη, θίγεται το μεγάλο ηθικό δίλημμα της σύγκρουσης του γραπτού και ανθρώπινου νόμου, με τον άγραφο και θεϊκό. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης οδηγεί στην τιμωρία τόσο της Αντιγόνης, επειδή παραβίασε τον ανθρώπινο νόμο, όσο και του Κρέοντος, λόγω του ότι παραβίασε το θεϊκό δίκαιο. Στο έργο γίνονται αναφορές σε αρχαίους μύθους, προβάλλεται ένα μάλλον αμφίσημο εγκώμιο του έρωτα, και ένα ακόμη πιο αμφίσημο εγκώμιο του ανθρώπου. Τα πορτρέτα του «τυράννου» (Κρέων) και του «ήρωα» (Αντιγόνη) φιλοτεχνούνται με προσοχή και ακρίβεια. Ο Κρέων υποστηρίζει αδικαιολόγητα πως όσα διαπράττει οφείλονται στη γενναιότητά του και γίνονται για χάρη της πατρίδας, βλέπει παντού συνωμότες σε βάρος του, ενώ σταδιακά η αλαζονεία του τον οδηγεί σε ακρότητες. Η Αντιγόνη, παρότι υποστηρίζει πως σκοπός του ανθρώπου είναι η αγάπη και όχι το μίσος, διακρίνεται επίσης από αλαζονεία, σκληρότητα και, όπως κάθε αμφισβητίας, μοναξιά. Η καταστροφή, όμως, ακολουθεί τελικά και τους δύο. Η τιμωρία της ύβρεως προκύπτει αναπότρεπτα. Ο Σοφοκλής, ο δεύτερος χρονικά των τριών μεγάλων αρχαίων δραματουργών, ανάμεσα σε Αισχύλο και Ευριπίδη, κατασκευάζει ρεαλιστικούς διαλόγους που ψυχογραφούν τους χαρακτήρες, πάντα σ’ ένα ύφος απλό και ζωντανό. Δημιουργεί, έτσι, εξιδανικευμένους ήρωες, οι οποίοι αποκαλύπτουν τα διλήμματα των ανθρώπων και αναδεικνύονται σε πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του τι προσφέρει η κλασική παιδεία. Δυστυχώς, όμως, κάποτε λησμονείται από διάφορους προκατειλημμένους ακτιβιστές. Μια προειδοποίηση για τις ακρότητες των ακτιβιστών αυτών, αποτελεί η ιστορία της κλασικίστριας φιλολόγου και βραβευμένης ακαδημαϊκού, Mary R. Lefkowitz, η οποία συγκρούστηκε σφοδρά με τους συναδέλφους της, τους Aφροκεντριστές ιδεολόγους Yosef Ben Jochannan και Tony Martin, σύγκρουση που κατέληξε σε μια οδυνηρή δικαστική διαμάχη. Αφορμή της διαμάχης; Ο ιδεολογικός μύθος της «κλεμμένης κληρονομιάς», όπου, διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα και αγνοώντας ή παραποιώντας τα ιστορικά δεδομένα (όταν, για παράδειγμα, έλεγαν ότι η αρχαία θεά Αθηνά προερχόταν από τη θεότητα Νηίθ), οι Αφροκεντριστές ιδεολόγοι δημιουργούσαν έναν νέο ρατσισμό, αυτή τη φορά εναντίον όσων δεν συμφωνούν με το αφήγημα που επεδίωκε να ταπεινώσει τους Ευρωπαίους (εμπεριέχοντας, παράλληλα, γενναίες δόσεις αντισημιτισμού), στερώντας τους από τα αυθεντικά πολιτισμικά τους επιτεύγματα, τα οποία υποτίθεται ότι είχαν κλέψει εκείνοι από άλλους. Όπως γράφει η ίδια:
«Έμαθα για τη δυναμική τόσο του μεταμοντερνισμού όσο και της επανορθωτικής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν προς μεγάλη μου έκπληξη και δυσαρέσκεια ανακάλυψα ότι ορισμένοι καθηγητές του Wellesley πίστευαν ακράδαντα ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε κλαπεί από την Αφρική […] Οι φοιτητές καλούνταν να διαβάσουν συγγράμματα σχετικά με την αρχαία Αίγυπτο, τη φυλή των αρχαίων Αιγυπτίων, καθώς και την Κλεμμένη Κληρονομιά (Stolen Legacy), ένα σύγγραμμα που ισχυριζόταν ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχαν κλαπεί από την Αφρική- και συγκεκριμένα, τα είχε κλέψει ο Αριστοτέλης από τη μεγάλη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας».
Η Lefkowitz αποδόμησε το εν λόγω αφήγημα με τα βιβλία της, εναντίον των οποίων γράφτηκαν κατόπιν βιβλιοκρισίες που την μέμφονταν για ρατσισμό, με τελικό αποτέλεσμα τη γνωστή δικαστική τους περιπέτεια. Το αφήγημα στηριζόταν σ’ ένα δημοφιλές ιστορικό μυθιστόρημα του 1730, το οποίο αφηγούνταν ότι οι κάτοικοι της Αιγύπτιου είχαν κατακτήσει τον ελληνικό χώρο στη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία.
Η άποψη αυτή υπήρξε ενδιαφέρουσα, αλλά όταν λίγο αργότερα ο Champollion εξέδωσε το λεξικό των ιερογλυφικών του, όπου χάρη στις δικές του επίμονες προσπάθειες οι επιστήμονες κατόρθωσαν να διαβάσουν την ιερογλυφική γραφή των Αιγυπτίων κι αυτό έφτανε για να ακυρώσει κάθε ιδέα περί μιας υποτιθέμενης αιγυπτιακής κατάκτησης. Στις συζητήσεις που έκαναν τα ΜΜΕ σχετικά με την υπόθεση αυτή, το κύριο θέμα που σχεδόν μονοπωλούσε τη συζήτηση ήταν ο διχασμός. Αν όμως η εκπαίδευση αποσκοπεί στη μετάδοση έγκυρης γνώσης, τότε δεν πρέπει να προστατεύουμε πάντοτε τα συναισθήματα των άλλων. Παρ’ όλο που είναι ρατσιστικό να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, σε αυτές τις συζητήσεις η φυλετική καταγωγή χρησιμοποιήθηκε συχνά ως ένα έγκυρο προσόν για την ερμηνεία ιστορικών και ιστοριογραφικών θεμάτων.
Την παράξενη αυτή εποχή για τον ακαδημαϊκό χώρο, η φυλή είχε μετατραπεί σε γνώση. Το καρτεσιανό απόφθεγμα “cogito, ergo sum” είχε μετατραπεί σε “sum, ergo scio”. Για τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, όμως, η απλή ύπαρξη (π.χ. το να έχει κανείς μία συγκεκριμένη καταγωγή ή χρώμα δέρματος) δεν νοείται ν’ αποτελεί μέθοδο γνώσης. Ο μοναδικός τρόπος να μάθει κανείς για τον αρχαίο κόσμο είναι να ερευνήσει τα κείμενα και τα έργα τέχνης που μας έχουν διασωθεί. Αν σήμερα ο ρατσισμός απορρίπτεται στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι διότι οι ισχυρισμοί του δεν υποστηρίζονται απ’ τα επιστημονικά δεδομένα. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε κάποιους Αφροκεντριστές ιδεολόγους να διαδίδουν ψευδείς απόψεις που ήθελαν τους Εβραίους να είναι υπεύθυνοι για το δουλεμπόριο μαύρων σκλάβων. Ευτυχώς, η κοινωνία ήταν ευρύτερα έτοιμη να το παραδεχθεί το αναληθές μιας τέτοιας πρότασης. Γιατί, λοιπόν, δεν έδειχνε την ίδια ετοιμότητα να καταγγείλει τον αντεπιστημονικό διασυρμό της αρχαίας φιλοσοφίας;
Η άποψη αυτή υπήρξε ενδιαφέρουσα, αλλά όταν λίγο αργότερα ο Champollion εξέδωσε το λεξικό των ιερογλυφικών του, και χάρη στις δικές του επίμονες προσπάθειες οι επιστήμονες κατόρθωσαν να διαβάσουν την ιερογλυφική γραφή των Αιγυπτίων, πράγμα που ακύρωνε κάθε ιδέα περί μιας υποτιθέμενης αιγυπτιακής κατάκτησης. Στις συζητήσεις που έκαναν τα ΜΜΕ σχετικά με την υπόθεση αυτή, το κύριο θέμα που σχεδόν μονοπωλούσε τη συζήτηση ήταν ο διχασμός. Αν όμως η εκπαίδευση αποσκοπεί στη μετάδοση έγκυρης γνώσης, τότε δεν πρέπει να προστατεύουμε πάντοτε τα συναισθήματα των άλλων. Παρ’ όλο που είναι ρατσιστικό να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, σε αυτές τις συζητήσεις η φυλετική καταγωγή χρησιμοποιήθηκε συχνά ως ένα έγκυρο προσόν για την ερμηνεία ιστορικών και ιστοριογραφικών θεμάτων.
Την παράξενη αυτή εποχή για τον ακαδημαϊκό χώρο η φυλή είχε μετατραπεί σε γνώση. Το καρτεσιανό απόφθεγμα “cogito, ergosum” είχε μετατραπεί σε “sum, ergoscio”. Για τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, όμως, η απλή ύπαρξη (π.χ. το να έχει κανείς μία συγκεκριμένη καταγωγή ή χρώμα δέρματος) δεν νοείται ν’ αποτελεί μέθοδο γνώσης. Ο μοναδικός τρόπος να μάθει κανείς για τον αρχαίο κόσμο είναι να ερευνήσει τα κείμενα και τα έργα τέχνης που μας έχουν διασωθεί. Αν σήμερα ο ρατσισμός απορρίπτεται στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι διότι οι ισχυρισμοί του δεν υποστηρίζονται απ’ τα επιστημονικά δεδομένα. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε κάποιους αφροκεντριστές ιδεολόγους να διαδίδουν ψευδείς απόψεις που ήθελαν τους Εβραίους να είναι υπεύθυνοι για το δουλεμπόριο μαύρων σκλάβων. Ευτυχώς, η κοινωνία ήταν ευρύτερα έτοιμη να το παραδεχθεί το αναληθές αυτής της πρότασης. Γιατί, λοιπόν, δεν έδειχνε την ίδια ετοιμότητα να καταγγείλει τον αντεπιστημονικό διασυρμό της αρχαίας φιλοσοφίας;
Όταν οι Aφροκεντριστές ιδεολόγοι αντιμετωπίζουν την αρχαία Αίγυπτο σαν συνώνυμη με τη σύγχρονη Αφρική αυτό που στην ουσία κάνουν είναι να την εισάγουν στην πολιτική του παρόντος:
«Η προσέγγιση ακολουθεί τα πιο κάτω στάδια: (1) μείνε όσο πιο μακριά μπορείς από τα δεδομένα, αφού είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν ημερομηνίες που να επιβεβαιώνουν ρατσιστικές θεωρίες, (2) κράτησε την προσοχή των αναγνωστών σου στραμμένη στον ρατσισμό, επειδή το πανίσχυρο πλεονέκτημα της φυλής σού παρέχει ένα ηθικό επιχείρημα. Μπορείς ακόμη και να ισχυρισθείς ότι οι αντίπαλοί σου είναι και οι ίδιοι ρατσιστές ή ότι ωθούνται άθελά τους από ρατσιστικά κίνητρα, (3) μην υποτιμάς ποτέ την ισχύ του μύθου ο οποίος γίνεται ευκολότερα κατανοητός από την ιστορία και κτυπάει κατευθείαν στα συναισθήματα».
Οι διοικήσεις των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, και ακόμη και τα δικαστήρια, είχαν παγιδευτεί σ’ έναν φαύλο κύκλο και απέφευγαν το ζήτημα της ποιότητας αυτών που διδάσκονταν. Όμως, ο σκοπός των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ήταν η διάδοση της γνώσης. Η Lefkowitz δεν μπορούσε να κατανοήσει για ποιο λόγο γινόταν ανεκτή η διδασκαλία επιστημονικά αβάσιμων «θεωριών». Όχι μόνο στο Wellesley, αλλά και σε άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι φοιτητές διδάσκονταν ότι οι Ευρωπαίοι κλασικιστές είχαν συνωμοτήσει για να αποκρύψουν την αλήθεια σχετικά με τους αρχαίους αφρικανικούς πολιτισμούς. Οι ακαδημαϊκοί που εξέφραζαν αυτές τι ιδέες προστατεύονταν από την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αξίωμά τους, ενώ οι διοικήσεις των κολεγίων προτιμούσαν να μην παίρνουν καν θέση στη διαφωνία.
Το πιο εντυπωσιακό, ίσως στοιχείο ήταν η απροθυμία πολλών συναδέλφων της να την υπερασπισθούν, αφενός διότι δεν ήθελαν να εμπλακούν στη διαμάχη, και αφετέρου επειδή είχαν εμποτισθεί με μία «μεταμοντέρνα» άποψη περί αλήθειας, θεωρώντας πως όλες οι απόψεις είναι σε τελική ανάλυση εξίσου πιθανές.
«Αυτή η προσαρμοστικότητα είναι που παρέχει στην κριτική του μεταμοντερνισμού την πολύπλευρη ισχύ της. Η ανάλυση του μεταμοντερνισμού δίνει τη δυνατότητα σε όποιον διαθέτει ρητορικές ικανότητες να εμφανίζεται πειστικός επάνω σε ένα θέμα, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρήσει τη συζήτηση σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο γενικότητας».
Η Lefkowitz τελικά δικαιώθηκε πλήρως και συνέγραψε το παρόν βιβλίο, όπου και διηγήθηκε απ’ την αρχή το χρονικό της περιπέτειάς της. Το συμπέρασμά της είναι πως οι ακαδημαϊκοί οφείλουν στους ανθρώπους του παρελθόντος να καταγράψουν την ιστορία τους με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, αναζητώντας την αλήθεια, όποια και αν είναι αυτή. Διαφορετικά, εάν επιτραπεί σε οποιονδήποτε να χρησιμοποιήσει την ιστορία και να την ξαναγράψει, όπως θεωρεί εκείνος ότι είναι σωστό, πάντοτε κάποιοι άνθρωποι θα βιώνουν την αδικία.
Ο Μύρων Ζαχαράκης γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα και σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, συνεχίζοντας με μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της Φιλοσοφίας, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (ΙΦΕ) του ΕΚΠΑ. Άρθρα και βιβλιοπαρουσιάσεις του έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά και σε ιστοτόπους.