Για το Η λειψυδρία και άλλες ιστορίες (Θεμέλιο, 2023), της Τζένης Οικονομίδη

Γράφει ο Γιάννης Ζαρκάδης

 

Ας είναι η αρχή αυτού του κειμένου, δύο ριπές. Δύο μικρά αποσπάσματα. Δυο σταγόνες που νοτίζουν τη «Λειψυδρία», της Τζένης Οικονομίδη:

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟ ΑΚΑΛΥΠΤΟ « …Δεν την έφτανε ως εκεί που ήταν. Ένα εμπόδιο, ένα φράγμα είχε υψωθεί. Οι λέξεις το είχαν φτιάξει. Το κάνουν κι αυτό οι λέξεις όταν λέγονται. Ξεθάβουν τα πράγματα και στα βάζουν μπροστά σου, σε αναγκάζουν να ζήσεις μαζί τους. Και κόβουν το χρόνο στα δύο. Η Μαρία στεκόταν στη μια άκρη του χρόνου κι ο Παναγιώτης στην άλλη…».

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «…Ύστερα ξερός, σκληρός κατέφτανε ο γδούπος. Σάρωσε με τα μάτια της το τοπίο. Κάτι έμπαινε στο δρόμο και τον καθυστερούσε. Κάπου πιανόταν κάτι τον κρατούσε κι έρχονταν δεύτερος. Κι έτσι τη στιγμή που έφτανε στ΄ αυτιά σου, εκεί πάνω στον λόφο και πίσω από αυτόν κι απέναντι στη πλαγιά τη χαμηλή το πράγμα είχε τελειώσει…».

Στις μέρες μας τις «σακάτικες», όπως έλεγε πριν 60 και πλέον χρόνια ο Εγγονόπουλος, σε ένα κείμενό του για τον Λόρκα, όλο και περισσότερο, δύσκολα αφαιρείται ο άνθρωπος (άκρατος πληθωρισμός βασιλεύει παντού), δύσκολα χαζεύει, δύσκολα είναι στον κόσμο του, δύσκολα ελπίζει και αναστοχάζεται, κι ακόμα πιο δύσκολα συγκινείται ως το μεδούλι. Δεν προκάνει… Έτσι, δέκα μέρες πριν, έφτασε στα χέρια μου, από τον Παντελή (Κυπριανό) να ’ναι καλά, η «ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ», το πρώτο βιβλίο της Τζένης Οικονομίδη. Και τα παραπάνω «δύσκολα» με βρήκανε, ανοίγοντάς το, από την αρχή, σελίδα τη σελίδα, όχι με τη σειρά, αλλά με μπουκιές ―για να αντέχεται― άσε που μου έχουν μείνει πολλά κενά, (άσε που όταν αποφάσισα να γράψω δυο λόγια, πλήθαιναν αυτά τα κενά) κρύα, σαν τις θύρες και τα ανοίγματα στα παραθύρια, στο μητρικό μου σπίτι στο Πόποβο, που σφύριζαν, όταν κατέβαινε ο χιονιάς τις πλαγιές του Κουρίλα, και ημέρευαν πάντα, όταν το ’στρωνε.

Στη «ΛΕΨΥΔΡΙΑ» της Τζένης Οικονομίδη, είναι σαν να συναντάμε ακούσματα και εικόνες και έννοιες και πιο πέρα, επιστήμες, της γεωγραφίας, της ιστορίας και της ψυχολογίας, σε μια νέα διάσταση του χρόνου, του τόπου και των συναισθημάτων των ανθρώπων της.

Σαν να πιάνει τα γεγονότα η Οικονομίδη, ρίχνοντας απόχη. Κι εκείνη, όταν την αδειάζει, ούτε κι αυτή το περίμενε [έτσι είναι η γραφή], άλλοτε γεμάτη ψάρια κι άλλοτε πεταλούδες κι αποκρίσεις της ψυχής, πολύχρωμες. Ποια γεγονότα, δηλαδή. Σα να έρχονται όνειρα με εκείνη την μοναδική τους μαεστρία, να μην ακολουθούν της μέρας τη χρονική σειρά, και την αιώνια πορεία του ήλιου, αλλά, το ’να νά μπαίνει στην καρδιά του άλλου, εκεί που ήταν μάτια έτοιμα να δούνε, έρχονται ξαφνικά άλλες αισθήσεις και κατοικούν, κι ανοίγουν τα δικά τους σπιτικά, χέρια, έτοιμα να ψηλαφίσουν και γλώσσες να μιλήσουν.

Μια περίεργη σχέση με τον χρόνο έχει η Οικονομίδη, εκεί που ξετυλίγονται οι σκέψεις της, κουβάρι σαν να ήτανε στ’ αδράχτι. Περιοχές μακρινές ν’ αγκαλιάζονται σφιχτά, να μη χωρίζουν, να τρομάζουν, να μη θέλουν να πέσουν στο γκρεμό. Κι άλλες που ‘ναι κοντά, να μακραίνουν, να γίνονται ξενιτιά, να γράφουν γράμματα…

Στο βιβλίο της  Τζένης Οικονομίδη, είναι σαν να παρακολουθώ ένα σπίτι να χτίζεται. Από την αρχή. Αλλά η πορεία του και ο χρόνος, σπαράγματα και κομμάτια. Σε βρίσκουν και σε ξετρυπώνουν, στον απέναντι λόφο του χωριού, μέσ’ στα φυλλώματα που ήσουν. Πρώτα έρχονται οι γραντές, αόρατα χέρια τις κρατάνε στη θέση τους. Ούτε τοίχοι να σταθούν ούτε πλάκες να τις  σκεπάσουν. Αυτά σε βρίσκουν αργότερα. Και τα θεμέλια, ακόμα πιο μετά εμφανίστηκαν. Με το αίμα και τη βραχνή λαλιά του πετεινού να αργούνε κι άλλο, καθώς πρώτα πέσανε στη ρεματιά, κι έκαναν χρόνο, για να ανέβουν να σε βρουν.

Αλλά  θα σταθώ για λίγο στα γράμματα ― σαν κι αυτά που έστελνα και λάβαινα κι εγώ από την Γερμανία (Plettenberg, Ρηνανία-Βεστφαλία), την ίδια περίοδο, σε ένα κοντινό χωριό από τη Σέλλιανη της Θεσπρωτίας, πίσω από το βουνό της Παραμυθιάς. Στα γράμματα, με τον αφοπλιστικό τίτλο «Στα δύο». Γράμματα, άχρονα στην κουβέντα τους, δεν συναντιότανε πουθενά παρότι δεν περίμενε το ένα να φτάσει, για να ξεκινήσει το άλλο. Σχεδίες που πήγαιναν πάνω στα ποτάμια της γης και του νου! Βδομάδες στο δρόμο τους, διαστελλόμενοι χρόνοι και χώροι και ψυχές που τα υποδέχονταν και τ΄απαντούσαν. Τα στοιχειώδη, μόνο να ’ναι καλά οι αποδέκτες, κι ύστερα στον κόσμο του ο καθένας… να γκιζεράει (που θα πει στον τόπο μας ― έτσι χωρίς νόημα, αλλοπαρμένος). Σαν να ’ναι η ξενιτιά, ο κάτω κόσμος, και μια ανάμνηση της σάρκας και μια απαντοχή να τον ακυρώνει, όσο γίνεται… «χωρίς εμάς είστε μειοψηφία (ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ), χωρίς εσάς οστά γεγυμνωμένα», έλεγε στην ΠΑΡΑΛΟΓΗ ο Μιχάλης Γκανάς, που χάσαμε αυτές τις μέρες, για τον Χρήστο Μπράβο, όταν αυτός σπαρακτικά τού ’λεγε― μη μας ξεχάσετε!

Δεν μπορεί να ’ναι, ούτε από την Ηγουμενίτσα ούτε από την Θεσσαλονίκη αυτή η εικόνα της Οικονομίδη. Ποια εικόνα, δηλαδή, ολούθε σκοτάδι… γράφει «…περπατώντας νύχτα στο δρόμο για το σπίτι. Οι σκιές και οι ήχοι φιλικοί εφιάλτες… στο σκοτάδι ανάβει η αλήθεια…». Όποιος δεν περπάτησε σε χωριό, σε γνώριμα μονοπάτια, νύχτα, πίσσα, να χαθεί κι έτσι να ενηλικιωθεί, με τον ουρανό καμβά και μουσαμά κι οθόνη, όπου προβάλλονται βράχοι και δέντρα και θάμνοι και κορφές, πότε αρκούδες και λύκοι, πότε καλικάντζαροι και ξωτικά, πότε σπαθιά και γιαταγάνια, γυμνά να στέκονται πάνω από το κεφάλι σου, με γκιώνηδες, να χτυπάν τα δευτερόλεπτα στο ρολόι της νύχτας. Όποιος δεν περπάτησε… Ένα σπουδαίο κεφάλαιο του παιδικού κόσμου. Με πήγαν αυτές οι  εικόνες της ―παιχνίδια των νευροδιαβιβαστών που κεντάνε πάνω στα κύτταρα της μνήμης και τα φωτίζουν― σε εκείνο το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Το παιδί και οι ληστές». Πού ο μύθος και πού η πραγματικότητα!

Πήρα να διαβάσω το βιβλίο, σαν αναγνώστης, αλλά από τις πρώτες σελίδες έκανα πίσω. Κατάλαβα ότι δεν είναι μόνο για «διάβασμα» αυτό. Οι σπίθες που άναβαν στον ψυχικό μου κόσμο, όποιο διήγημα κι αν άρχισα,  αμέσως λαμπαδιάζαν. Γιατί το σαράκι της γραφής δεν μ’ άφηνε να προχωρήσω, άσε που δεσμεύτηκα να γράψω δυο λόγια, κι έγινε ακόμα πιο δύσκολο. Σαν να πέφτεις σε τόπο με τσαγιές, τα διηγήματα. Να λαμπυρίζουν στη πλαγιά. Και πρέπει τότε να διαλέξεις, ψηλά κλωνιά και τρυφερά. Κι εκεί που ήσουνα παραδομένος, πίσω-πίσω γλυκά, στον πρωτόγονο άνθρωπο τροφοσυλλέκτη, μπραφ! πετάγονται οι πέρδικες σαν ντουφεκιές.

Έτσι, ήσυχα κι ωραία, από αύριο θα το απολαύσω. Αγαπητή Τζένη σε ευχαριστώ για το δώρο που μας έκανες.

                                         βιβλιοπωλείο Πίξελ Books, Πάτρα, 22 Νοεμβρίου 2024

 

Ο Γιάννης Ζαρκάδης είναι Καθηγητής Μοριακής Βιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και Έλληνας ποιητής και στιχουργός.