Πολιτισμός και Τουρισμός
της Ιωάννας Λιούτσια
Καλησπέρα,
Στη δική μου σύντομη τοποθέτηση θα ήθελα να μιλήσω σχετικά με τη διαπλοκή κουλτούρας και τουρισμού, μέσα από ορισμένα παραδείγματα, σε μια προσπάθεια να υπενθυμίσω ορισμένες πρακτικές, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, που συνδέουν τον τουρισμό με τον αρχαίο και τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και συνακόλουθα με την πρόσληψη της Ελλάδας και της ελληνικής ταυτότητας, όχι μόνο από τους ξένους αλλά και από τους ίδιους ακόμη τους Έλληνες.
Η διαδρομή μας θα ξεκινήσει το 1955 όταν πρωτοξεκίνησαν – αρχικά ως δύο διαφορετικοί θεσμοί που στη συνέχεια συνενώθηκαν – το Φεστιβάλ Αθηνών στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Τα δύο αυτά φεστιβάλ, που φέτος γιορτάζουν τα 70 τους χρόνια, προέκυψαν στο πλαίσιο όχι μόνο της πολιτιστικής, αλλά και της τουριστικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης, της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπάγου. Την ημέρα της έναρξης του Φεστιβάλ μάλιστα ο Γεώργιος Ράλλης που εισηγήθηκε την ιδέα του Φεστιβάλ έβγαλε λόγο όπου υποστήριζε πως «Το Φεστιβάλ Αθηνών […] έχει συγκεντρώσει ζωηρότατον το ενδιαφέρον του ελληνικού και του διεθνούς κοινού, αποτελεί την μεγαλυτέραν καλλιτεχνικήν και τουριστικήν προσπάθειαν που εσημειώθη ποτέ εις την χώραν μας».[1]Κι αυτή η συνειδητή τουριστική προσπάθεια μέσω των παραστάσεων του Φεστιβάλ Επιδαύρου γίνεται φανερή κι από το γεγονός ότι από το 1955 μέχρι και το 1998 την αρμοδιότητα για τη διοργάνωση του Φεστιβάλ είχε ο Ε.Ο.Τ. (Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού). Αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί καταλαβαίνετε πως επί 44 χρόνια ο στόχος, ας πούμε, της ελληνικής πολιτείας δεν ήταν να στηρίξει τον πολιτισμό, να προάγει τη θεατρική τέχνη κ.λπ., αλλά να παρουσιαστούν έργα που θα προσελκύσουν τουρίστες στην Ελλάδα και στην Επίδαυρο.
Η επιθυμία αυτή συνδεόταν επίσης με μία έντονη αίσθηση «ιδιοκτησίας» πάνω στα αρχαία ελληνικά δράματα. Ειδικά τα πρώτα είκοσι χρόνια του Φεστιβάλ, όταν σ’ αυτό συμμετείχαν μόνο παραστάσεις του Εθνικού, παρουσιάζονταν αποκλειστικά αρχαία δράματα, οι εφημερίδες κρατούσαν σκορ πόσοι ξένοι ταξίδεψαν στην Επίδαυρο, προσκαλούνταν ακόμη πολλοί δημοσιογράφοι και κριτικοί από το εξωτερικό, ο τύπος αναδημοσίευε τις διθυραμβικές κριτικές τους για το πώς μόνο οι Έλληνες κατέχουν λόγω «συνέχειας», επειδή «υπάρχει στο DNA τους ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων» την ικανότητα να σκηνοθετήσουν αρχαίο δράμα. Πάνω σ’ αυτό το ιδεολόγημα που μετέφερα τώρα χονδροειδώς στηρίχθηκε όλη η σχετική με το Φεστιβάλ Επιδαύρου τουριστική καμπάνια. Αυτός ήταν κι ο λόγος που όταν τις δεκαετίες του 1980 και 1990 γινόταν σποραδικά κάποιες προσκλήσεις σε ξένους σκηνοθέτες, κοινό και ορισμένοι κριτικοί ξεσηκώνονταν γιατί δεν είχαν π.χ. τα φόντα να σκηνοθετήσουν αρχαίο δράμα, δεν γνώριζαν τη γλώσσα κ.λπ. Το θέμα ήταν θέμα αποκλειστικού δικαιώματος το οποίο βέβαια κεφαλοποιείται. Όπως είναι ένα θέμα π.χ. αν θα παιχτούν μη ελληνικά έργα στην Επίδαυρο – που είναι μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού οι φορές που συνέβη αυτό. Γιατί η Επίδαυρος είναι brand. Πουλάει κάτι συγκεκριμένο και φυσικά γύρω από το Φεστιβάλ έχει στηθεί μια μεγάλη επιχείρηση που κρατάει καλά μέχρι και σήμερα με πολλά τουριστικά καταλύματα, ταβέρνες που δουλεύουν μόνο κατά την περίοδο του Φεστιβάλ κ.λπ.
Έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε εδώ ένα λεπτό και την προσπάθεια που γίνεται για την προβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και την προσπάθεια προβολής του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η δεύτερη είναι μηδαμινή ή εμφανίζεται μόνο σε συνάρτηση με την πρώτη. Χωρίς βέβαια να υποστηρίζω πως έστω τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι φροντίζονται όπως θα έπρεπε, παρότι το ενδιαφέρον γι’ αυτούς από την πολιτεία είναι ασφαλώς μεγαλύτερο από ότι για τα σύγχρονα έργα τέχνης. Ας θυμίσω εδώ το «πούσι» που έπιασε στις Μυκήνες όταν έπιασε φωτιά η περιοχή.
Μία άλλη στάση στη διαδρομή μας είναι ο κινηματογράφος, ξεκινώντας από την ταινία Αλέξης Ζορμπάς ή όπως κυκλοφόρησε διεθνώς Zorba the Greek. Η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά κυκλοφόρησε το 1964 και δημιούργησε και παγίωσε μια συγκεκριμένη εικόνα για την Ελλάδα και τους Έλληνες την οποία μάλιστα οι Έλληνες, εσωτερικού και εξωτερικού, ενστερνίστηκαν ευχαρίστως σε μεγάλο ποσοστό τους. Αρκεί να σκεφτούμε πόσες φορές έχουμε ταξιδέψει σε τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας και έχουμε πετύχει μπροστά μας – συνήθως με «αρχαιοελληνική» γραμματοσειρά εστιατόρια που ονομάζονται Zorba ή Zorba the Greek. Η «αρχαιοελληνική» γραμματοσειρά είναι νομίζω, κατά την εμπειρία μου, ακόμη πιο συχνή στο εξωτερικό σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Από την ταινία αυτή ξεχώρισε επίσης η περίφημη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη με τον Άντονυ Κουίν να χορεύει συρτάκι. Αυτή η σκηνή ακολουθεί τους Έλληνες από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Σχεδόν σύγχρονη με την ταινία του Ζορμπά, η ελληνική κωμωδία της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη Ραντεβού στον Αέρα του 1966 ξεκινά με μία σκηνή όπου η Ρένα Βλαχοπούλου διδάσκει σε Γάλλους και άλλους ξένους συρτάκι σ’ ένα ξενοδοχείο, επειδή έμαθαν ότι είναι από την Ελλάδα.
Δεν ξέρω αν κι εσείς μοιράζεστε την ίδια εμπειρία, πάντως προσωπικά, μεγάλωσα νομίζοντας ότι το συρτάκι είναι ένας χορός παραδοσιακός που μας τον δίδασκαν στο σχολείο όπως μας δίδασκαν ας πούμε καλαματιανό, μπαϊντούσκα κ.λπ. Αλλά όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Το συρτάκι είναι μια χορογραφία που εμπνεύστηκε και σχεδίασε για την ταινία του Κακογιάννη ο χορογράφος Γιώργος Προβιάς. Δηλαδή, για να κάνω μια αντιστοιχία, είναι σαν μαθαίνουν στα ισπανικά σχολεία να χορεύουν μακαρένα τα παιδιά στο πλαίσιο εκμάθησης της χορευτικής τους παράδοσης. Δεν ξέρω, δηλαδή, μπορεί και να το κάνουν. Αλλά εμείς γιατί φορέσαμε τόσο πολύ το κοστούμι του Ζορμπά και σώνει και καλά μαθαίνουμε συρτάκι στο σχολείο; Γιατί αυτό από τη μία σέρνει επίσης ένα ιδεολόγημα από πίσω, του ανθρώπου που είναι ελεύθερο πνεύμα, του Έλληνα που και με το τίποτα θα κάνει κέφι – κι εδώ μπορούν να αρχίσουν κι οι άλλες ιδέες για τις λέξεις που είναι αμετάφραστες σε άλλες γλώσσες – του Έλληνα που δεν το βάζει κάτω κ.λπ. και από την άλλη πουλάει. Και πουλάει μέχρι σήμερα. Και εμείς το θέλουμε αυτό και συνεχίζουμε να το αναπαράγουμε και μάλιστα θεσμικά.
Να σας θυμίσω στο σημείο αυτό τον Ιούνιο του 2023 όταν έδεσαν δύο κρουαζιερόπλοια στο καταταλαιπωρημένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τότε ο δήμαρχος της πόλης, ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, είχε οργανώσει φιέστα υποδοχής των τουριστών με θεσσαλονικείς να χορεύουν συρτάκι και να κερνάνε κουλούρια Θεσσαλονίκης. Αυτή βέβαια δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Στην Κρήτη τέτοιες πρακτικές είναι συνηθισμένες τόσο στην υποδοχή τουριστών από κρουαζιερόπλοια, όσο και στην πρώτη πτήση που ανοίγει τη σεζόν. Εκεί βέβαια με πεντοζάλη και τσικουδιά γίνεται το καλωσόρισμα. Και θα μπορούσε πράγματι να είναι μια ωραία κίνηση και ένα ζεστό καλωσόρισμα αλλά δυστυχώς εμένα μου φέρνει στο μυαλό σκηνές από την άλλη ελληνική ταινία, του Αλέκου Σακελλάριου αυτή τη φορά, το Καλώς ήρθε το δολλάριο, όπου περιμένουν με φιέστες και τυμπανοκρουσίες την άφιξη του Αμερικάνικου στόλου στην Τρούμπα.
Παρόμοια φολκλορική εικόνα προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε και σε πολλές άλλες τουριστικές περιοχές με θεατρικές αναπαραστάσεις παραδοσιακών γάμων. Στη Σαντορίνη λόγου χάρη δίνονται κανονικές παραστάσεις με πραγματικούς ηθοποιούς και μουσικούς κλπ, κοστούμια κι όλα όσα έχει μια παράσταση όπου ο τουρίστας πληρώνοντας το εισιτήριό του μπορεί να παρακολουθήσει πώς θα ήταν ένας παραδοσιακός σαντορινιός γάμος.
Στο ίδιο νησί, τη Σαντορίνη, παρουσιάζεται επίσης κάθε βράδυ σ’ ένα μπαρ-εστιατόριο η ταινία Mamma Mia! Αν τυχόν δεν γνωρίζετε, πρόκειται για μια ταινία μιούζικαλ του 2008 σε σκηνοθεσία της Φιλίντα Λόιντ η οποία γυρίστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ελληνικά νησιά, στη Σκιάθο και τη Σκόπελο, καθώς και στο Πήλιο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα μέρη που κάνουν τουριστική απόσβεση από την ταινία, για το οποίο θα σας πω σε λιγάκι. Το συγκεκριμένο μπαρ-εστιατόριο στη Σαντορίνη είναι συνεχώς γεμάτο – ακόμη κι αν άλλα μαγαζιά δίπλα του δεν έχουν τόσο κόσμο – χάρη σ’ αυτήν την προβολή. Από τα μέρη που γυρίστηκε το Mamma Mia μπορώ να μιλήσω αρκετά καλά για την περίπτωση της Σκοπέλου που είναι το μέρος που παραθερίζαμε οικογενειακώς πολλά χρόνια πριν από την ταινία και στην οποία συνεχίζω να πηγαίνω μέχρι και σήμερα.
Η Σκόπελος άλλαξε πρόσωπο μετά από την παραγωγή αυτής της ταινίας. Αναζωογονήθηκε τουριστικά, ακρίβυνε φυσικά, άλλαξε πολύ και προς το καλύτερο π.χ. με πιο καλή συγκοινωνία στο νησί για να εξυπηρετούνται οι τουρίστες αλλά και προς το χειρότερο με ένα beach bar – έκτρωμα που έχει δημιουργηθεί στην παραλία Καστάνη, μία από τις παραλίες που εμφανίζονται στην ταινία. Είναι από αυτά τα beach bar με τους τεράστιους καναπέδες, τη δυνατή μουσική που δεν ταιριάζει καθόλου στο φυσικό τοπίο και έχουν καταπατήσει μια τεράστια έκταση, αλλά ευτυχώς υπάρχει ακόμη ελεύθερος χώρος για ομπρέλες κλπ. Ταυτόχρονα άρχισαν να αναπτύσσονται και άλλα μέρη π.χ. το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη στην οποία λαμβάνει χώρα ο γάμος στο τέλος της ταινίας και παλιά εκεί ήταν πολύ απότομα να ανέβεις και δεν είχε πολλούς επισκέπτες, ήταν ένα παρεκκλήσι σ’ έναν βράχο και τώρα κάθε χρόνο που πάω υπάρχουν κι άλλα μαγαζιά γύρω, αλλαγές στις σκάλες, είναι πλέον στα must του νησιού. Περιττό να πω ότι υπάρχουν επίσης και τουρ οργανωμένα στα μέρη που γυρίστηκε η ταινία και φυσικά προβολές σε τακτική βάση.
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω αυτήν την μικρή αποτύπωση των δεσμών μεταξύ των πολιτισμικών αγαθών και του τουρισμού με μια εικόνα που συνάντησα τον περασμένο Αύγουστο στη Μακρινίτσα Πηλίου, όπου βρισκόμουν στο πλαίσιο του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης. Καθώς πηγαίναμε στον χώρο της ποιητικής εκδήλωσης συνάντησα ένα μαγαζί με σουβενίρ που απ’ έξω έγραφε «ο ιδιοκτήτης είναι το παιδί που έπαιζε στην ταινία με τη Βουγιουκλάκη». Δίπλα είχε δύο φωτογραφίες από την ταινία του 1969 Η Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά. Δηλαδή, 55 χρόνια μετά την ταινία κάποιος προσπαθεί να τραβήξει τους τουρίστες στο δικό του μαγαζί έναντι των άλλων μαγαζιών που πουλάνε τα ίδια πάνω-κάτω προϊόντα, χάρη σ’ αυτήν του τη συμμετοχή στην ταινία. Και για να το κάνει, μάλλον πιάνει.
Είναι λοιπόν ο πολιτισμός ή καλύτερα η ποπ κουλτούρα ένα τυράκι για να «τσιμπήσεις»; Μάλλον ναι – άλλωστε κι εμείς τουρίστες στο εξωτερικό κάνουμε, μάλλον, τις περισσότερες φορές ακριβώς τα ίδια. Διαλέγουμε κιτς αγαλματάκια που στην Ελλάδα θα κοροϊδεύαμε ως επιλογή, επισκεπτόμαστε τις τοποθεσίες που γυρίστηκαν ταινίες και σειρές όπως π.χ. τα κάστρα κι οι πόλεις του Game of Thrones και χαιρόμαστε με οποιαδήποτε αφορμή μας φέρει μπρος σε παραδοσιακούς χορούς και μουσική. Αν και αυτή η σύνδεση μεταξύ πολιτισμού και τουρισμού έχει φυσικά και θετικές πλευρές, το ζητούμενο είναι να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στην προβολή του πολιτισμού και την εμπορευματοποίησή του, ώστε να μην χάσουμε την ουσία των πολιτιστικών μας αγαθών εργαλειοποιώντας τα για χάριν του (υπερ)τουρισμού.
Σας ευχαριστώ πολύ.
*Το κείμενο αυτό διατηρεί την προφορικότητα με την οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Λογοτεχνία και Τουρισμός» που διοργάνωσε η Θράκα στο Ζάτοπεκ καφέ-βιβλιοπωλείο, στις 14/11/2024.
Η Ιωάννα Λιούτσια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1992. Υποψήφια
διδάκτορας στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) με αντικείμενο διατριβής την τέχνη της περφόρμανς στα Βαλκάνια και τις πολιτικές της διαστάσεις. Απόφοιτη των τμημάτων Ιστορίας –Αρχαιολογίας & Θεάτρου ΑΠΘ και της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής «Σύγχρονο Θέατρο Βασίλης Διαμαντόπουλος». Έχουν κυκλοφορήσει τέσσερις ποιητικές της συλλογές με πιο πρόσφατη τα Ανοιχτά Φωνήεντα και Δαγκωμένα Σύμφωνα (2022), ένα μουσικό θεατρικό παραμύθι (τα δρακουλινάκια, 2024), μία συλλογή θεατρικών έργων για παιδιά (12 σκετς για 19 Παγκόσμιες Ημέρες, 2021), καθώς και οι μεταφράσεις της στα έργα του Ε. Ίψεν Νόρμα ή Ο έρωτας ενός πολιτικού (2020) και Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη (2023). Είναι συνδημιουργός της ομάδας συγγραφέων δρόμου «γραφούλες» και μέλος της οργανωτικής ομάδας του διαθεματικού φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία «Μωβ Μέδουσες». Εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, δραματουργός και θεατροπαιδαγωγός.
[1] Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001. Τα εγκαίνια έγιναν 24.08.1955 με την Εκάβη σε σκην. Μινωτή από Εθνικό.