Ωδή στη μοναξιά

Για αιώνες
δυο γυμνοί ραγισμένοι λίθοι
πασχίζουν καθημερινά
να ενώσουν τις σκιές τους.
Μα η τροχιά του Ήλιου
ποτέ δε τους το επιτρέπει.
Μια φορά το χρόνο μονάχα
στο μέγιστο του Ηλιοστασίου
αγγίζονται για λίγα λεπτά.
Και τότε,
δυο ρυάκια υδραργύρου
ξεχύνονται
από το στερεό τους πυρήνα
ταξιδεύουν
επάνω στη πυρωμένη τους επιφάνεια
και εξατμίζονται
πριν ακουμπήσουν το διψασμένο χώμα.

Για αιώνες
δυο παιδιά
περπατάνε σε παράλληλες ευθείες
επάνω σε μια κίτρινη λίμνη
από παγωμένο θειάφι.
Πάντα κοιτάζουν κάτω
για να αποφύγουν τα καυτά αέρια
που ξετρυπώνουν
από το μάγμα του υπεδάφους.
Οι αντιασφυξιογόνες μάσκες
καταστέλλουν
την περιφερειακή τους όραση.
Κι έτσι,
όταν προσπερνούν
ο ένας την άλλη
δε μαθαίνουν τι έχασαν.
Η ζωή τους
παραμένει μια μοναχική διαδρομή
κι η αναζήτησή τους
ένας άτυχος σκοπός,
που ίσως και να είχε ευοδώσει
αν αποκλίνανε από τις ευθείες τους.

Για αιώνες
δυο άνθη ήταν φυτρωμένα
επάνω σε μια πέρλα.
Οι ρίζες τους
πεπλεγμένες.
Από όταν ήταν σπόρια
ακουμπούσαν το ένα το άλλο.
Ποτέ δεν ήταν μόνα.
Όμως όλα τους τα χρόνια
ήταν σε πόλεμο.
Δε φυτρώνουν εύκολα άνθη πάνω σε πέρλες.
Και ακόμα πιο δύσκολα κρατιούνται στη ζωή.
Ποιο θα στραγγίξει πρώτο
τις σταγόνες που δεν απορροφώνται
από τη λεία λευκότητα
της στρογγυλής τους φυλακής;
Ποιο θα εισπνεύσει περισσότερο ήλιο;
Ποιο θα μεγαλώσει πιο γρήγορα
ώστε να καταφέρει
να καταπιεί το άλλο;
Για αιώνες
δυο άνθη ήταν φυτρωμένα
επάνω σε μια πέρλα.
Πάντοτε ήταν μόνα.

Για αιώνες
δυο ηλεκτρομαγνητικοί παλμοί
ταξιδεύουν στο ολόμαυρο σιωπηρό διάστημα.
Οι πηγές τους διαφορετικές
άρα και τα μήκη κύματός τους.
Ο ένας
κατάφερε  αργά και οδυνηρά
να ξεφύγει
από το συμπυκνωμένο πλάσμα
στην καρδιά ενός ετοιμοθάνατου
ερυθρού γίγαντα.
Ο άλλος
εκτοξεύτηκε απότομα,
με βία,
από την πολύχρωμη έκρηξη
ενός σουπερνόβα.
Οι τροχιές τους ήταν αποκλίνουσες .
Δεν προορίζονταν για συνάντηση.
Κι όμως,
το βαρυτικό πεδίο
ενός ολάκερου γαλαξία
ήρθε να λειτουργήσει
σαν κοσμικός δίαυλος.
Η καμπύλωση του χωροχρόνου
λυγίζει τη μοίρα τους
και τους κάνει ένα.
Μια συμβολή συντελείται
και ως ένα φως πια
καταλήγουν στον κοινό τους προορισμό.
Πριν πεθάνουν,
διεγείρουν
το οπτικό νεύρο
ενός αστροπαρατηρητή
παρουσιάζοντάς του
μια αλλοιωμένη εικόνα.
Κρύψανε την αλήθεια του παρελθόντος τους
και τη μοναξιά από την οποία προέρχονται.
Αφήσανε τη νόηση να παραπλανηθεί
από την πορεία που καθόρισε
αυτή η τυχαία συνάντηση.

Ποιος ξέρει;
Ίσως και για εμάς
να υπάρχει κάπου στο σύμπαν
ένας βαρυτικός φακός.
Και ίσως μπορούμε να συνεχίσουμε
να πορευόμαστε στη μοναξιά
ελπίζοντας
ότι κάποτε θα φτιάξουμε
την κοινή φαιδρή μας εικόνα.

Ποιος ξέρει;
Ίσως κάποτε
να σε γνωρίσω.

Γιώργος Μανουράς