Nίσυρος
Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν’ αλλάζεις το πετσί σου
Μ. Γκανάς
Μπαίνουμε σ΄ ένα πλοιαράκι για Νίσυρο. Απέναντι μας κάθεται μια γυναίκα πληθωρική, μεγαλόσωμη, που χειρονομεί έντονα και φωνάζει: «Ε ρε, φεύγω, πάω στο νησί μου εγώ, ουρε, δεν ξανάρχομαι». Την ακούει όλος ο κόσμος αλλά δεν τη νοιάζει. Χαίρεται πολύ. Καθόμαστε στο κατάστρωμα, στα παγκάκια. Εγώ ξαπλώνω με το κεφάλι στα πόδια του. Κλείνω τα μάτια. Βλέπω ένα κομμάτι ουρανού γαλάζιου και γύρω σύννεφα λευκά και γκρίζα που ανοίγουν αργά κι αφήνουν να φανεί ένας ήλιος πολύ δυνατός. Τόσο λευκός που τα σύννεφα σκουραίνουν από κάτω. Ανοίγω τα μάτια, τα ξανακλείνω κι είναι ακόμα εκεί. Για πολλή ώρα. Είμαι σίγουρη πως δεν κοιμάμαι. Αυτός ξαπλώνει στα πόδια μου, το κεφάλι λίγο πιο κάτω απ’ την κοιλιά, το χέρι πάνω στα γόνατα. Το σώμα μου ενώνεται με το δικό του σ΄ένα κλειστό υδάτινο κύκλωμα και μέσα του κυκλοφορεί ανεμπόδιστα ρεύμα ηλεκτρικό που γλύφει τα κόκκαλα, τα δάχτυλα, τα δόντια και τα λειαίνει όπως η θάλασσα τα βότσαλα, αργά-αργά και βασανιστικά, ύπουλα και φαινομενικά ακίνδυνα, σχεδόν με ανακούφιση δέχονται το πηγαινέλα των νερών και νίκησε το νερό το βότσαλο χωρίς να γίνει μάχη, τα νερά τραβιούνται και τα βότσαλα κοχλάζουν, Νίσυρος, κρανίου τόπος, ακόνισε ο δολοφόνος το μαχαίρι του και τσάκισε την πέτρα, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, η πέτρα σπάει το ψαλίδι έλεγε το παιχνίδι όταν παίζαμε μικρά, κανένας δεν αμφέβαλλε, στη Νίσυρο το νερό σπάει την πέτρα και η πέτρα βγάζει ήχο, κοχλάζει η παραλία σα να ‘ναι ζωντανή κι ένας άντρας παίζει με τα βότσαλα κρουστά, ακονίζει την πέτρα με πέτρα, γίνεται ένα με τη φύση αλλά πιο σκληρός αυτός, έκανε το σώμα μου νερό, χωρίς κόκκαλα, λάστιχο, σα φίδι κι εγώ υποτάχτηκα – ασπόνδυλη.
Σύντομο βιογραφικό:
Η Κωνσταντία Γέροντα γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Είναι διδάκτορας Σύγχρονης Λογοτεχνίας .του πανεπιστημίου της Nanterre. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει 6 ποιητικές συλλογές με τελευταία την Σιωπηλές Επιγραφές (Οδός Πανός).














