ΑΠΕΡΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ

Οι ποιητές γεννιούνται μόνοι
και πεθαίνουν μόνοι
Τελεία
Δυο τελείες
Τρεις, δηλαδή
Σιωπή
Ρώμη, αιώνια πόλη
Λούζομαι στον Τίβερη ποταμίσια όνειρα
Ξεπλένω τις τύψεις μου
με ροδοκόκκινα κοχύλια
Ανασαίνω τείχη παμπάλαια και λειμώνες
Τώρα αποχαιρετώ τη νιότη με βρισιές
Ωρίμασα κι έμαθα να καγχάζω
Σαρκασμούς και χειρονομίες στυγνής θέλησης
Απέφυγα όμως τη ρήξη με νεότευκτες αυταπάτες
Αθανασία, μυρίζεις στάχτη
κι εγώ λευκή σελίδα
περιμένοντας να με υπομνηματίσεις
λουλούδι κρύο, μαραμένο,
στο φυτολόγιο, σελίδα 9
με τίτλο
απεργία διαρκείας
βραδύνους άπνοια
ακατέργαστη ονειρομίχλη
πέτρα
σκοτάδι
χαρτί

 

 

ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ

Ασημένιες βουνοκορφές αντιφεγγίζουν στη λίμνη, δίπλα ένα βότσαλο μισοκαλυμμένο από φύλλα, ανεμώνες ανυπότακτες και βρύα, λιωμένα χιόνια, ψίθυροι χαράς και νοτισμένη ομίχλη, αλαβάστρινα χέρια, εγκοπές του χτες και του αύριο, γυάλινη αστροφεγγιά

Σε είδα ν’ ανασαίνεις αργά και να χαϊδεύεις το μισοβρεγμένο χόρτο και να χαίρεσαι,
αποθηκεύοντας τη θλίψη σε μικρά μυστικά κουτάκια βαθιά στη γη

Ψιθύρισα σιωπηλά : Θα ξαναγυρίσω κι έφυγα για τη ρυτιδιασμένη μέρα, τις ανομολόγητες
επιθυμίες, την αναψοκοκκινισμένη ανάγκη

Έξω χάραξε αυγή και μια στάλα λύπης έπεσε από τον ουρανό

Πίσω στη γη μύρισε σύννεφο

Αποχαιρέτησα το θρόισμα της νύχτας και την αφή της πέτρας

Κι έγειρα να ξαποστάσω.

Ένα πουλί κελαηδάει βραχνά, παιδιά σφυρίζουν και παίζουν μ’ ασημένιες σφεντόνες, γυναίκες λούζονται στα ποτάμια κι άντρες καπνίζουν στις εισόδους εργοστασίων, στάσεις μετρό αποκεφαλισμένες, αυτοκίνητα ακινητοποιημένα, καπνοί στον ορίζοντα και φωτιές, παραίσθηση, η γη χρυσή κι ο ήλιος τόπι χρωματιστό, τα σύννεφα ηλιοκαμένα και τα στάχια έτοιμα για συγκομιδή,

τρέξε να τουφεκίσεις τη στιγμή· εκεί·

ώσπου να ξαναγίνει ίσκιος η μέρα, ώσπου να ξανακουστούν θρήνοι και μοιρολόγια στη θέση της χαράς, ώσπου η εφεύρεση της λύπης να ξαναγίνει αίτημα κοινό κι ο φόβος να φυλάει τα έρμα·

και προσπάθησε αυτή τη φορά να μην αστοχήσεις·

προπάντων να κυνηγήσεις την ελπίδα·

κι αν κανείς ψελλίσει αντίσταση, απείλησε τον με το απόλυτο σκοτάδι, χωρίς άστρα.

Να είσαι αυστηρός και ακριβής.

Και να μην κάνεις χάρες σε λιποζωισμένα όνειρα και ελεήμονες φαντασιώσεις.

Εσύ ξέρεις καλύτερα απ’ όλους πως είσαι δολοφόνος της στιγμής

Και ξέρεις πώς να μπήγεις το καρφί στο κόκκαλο του ζώου που εξουθενωμένο ξεψυχά χωρίς να πάψει να σκέφτεται το νοτισμένο χώμα, τη γούρνα με το καθαρό νερό, το στάρι της θημωνιάς και τον Αποσπερίτη …

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Η Κωνσταντία Γέροντα γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Είναι διδάκτορας Σύγχρονης Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου της Nanterre. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές. Η πιο πρόσφατη τιτλοφορείται Σιωπηλές Επιγραφές και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.