Πέρα από τον Φόβο
Όταν αναγνωρίσει η νυχτερίδα
τη μορφή της
όταν απογαλακτιστώ απ’ το
απαίσιο φεγγάρι
του πρώτου ορόφου
όταν θα πάψουν να παιδεύουνε
τους ταύρους
με το κόκκινο.
Αν έρθω
κάποτε
και μέσα απ’ τις ρωγμές
δεν θα’ μαι γλόμπος φαρμακείου
πράσινος έρημος σφυγμός
στον τοίχο
παράσιτο στο χαλασμένο ράδιο
συνοικιακού περίπτερου
ούτε και θα κοιμάμαι στα ρηχά
σαν ξεβρασμένο ξύλο
δεν θα προγκάει
ο βάτραχος
το πτώμα μου.
Θα έχω τον ήλιο
στην κωλότσεπη
δεν θα φοβάμαι
κλέφτες και παραχαράκτες.
Θα με αγαπούνε τα παιδιά
η μάνα Τύχη
και στους αγρούς
αμέριμνα θα παίζει ο ποντικός
με τη δενδρογιαλιά.