Μην αγχώνεσαι, κάποια μέρα θα πεθάνεις.

Σκέψου
να μεγάλωνες σε μια νύχτα
και όλος ο κόσμος σου να άλλαζε.
Τα σπίτια να γίνονταν αυλές
και οι άνθρωποι σωσίβια.

Σκέψου
να πήγαινες στη θάλασσα
και το νερό να μπλεκόταν στα μαλλιά σου.
Η άμμος να γινόταν ένα με το σώμα σου
και εσύ να μην μπορείς να κουνηθείς
από την οργή των μαραμένων γιασεμιών
που ξέχασες απότιστα
χθες το απόγευμα στο μπαλκόνι σου.

Σκέψου
οι νύχτες να σου φαίνονταν απέραντες, απάνθρωπες
και ήλιος να μην υπήρχε•
μόνο ένα φεγγάρι μακρινό,
μικρό στους δέκτες
μακριά από όλους.

Φθείρομαι.
Μισώ το μπλε, μου θυμίζει τη θάλασσα.
Αφήνω το μυαλό μου να κινείται,
το σώμα ακίνητο,
το πρόσωπο νεκρό.

Δεν βλέπει πια το πρόσωπό μας
ο ήλιος ο παντεπόπτης.

 

 

 

Ο σάλος

Προσπαθούσα να κολυμπήσω στη μοναξιά μου
αλλά δεν μ’ άφηνε η θάλασσα.

Προσπαθούσα να καταλάβω τι έκανα λάθος
αλλά οι άνθρωποι είμαστε τόσο ρηχοί.

Άπλωνα τα χέρια μου
κόβονταν κομμάτια.
Κοίταζα τ’ αστέρια
γίνονταν πλανήτες –

Προσπαθούσα να κολυμπήσω
μες στη θλίψη μου
αλλά δεν μ’ άφηνε η μάνα μου
γιατί ήτανε βαθιά.

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Ο Νίκος Αναστασίου γεννήθηκε το 2006 στη Θεσσαλονίκη και ζει στη Σκόπελο. Είναι μαθητής της Γ’ Λυκείου, ασχολείται με την ποίηση, τον κινηματογράφο και τον αθλητισμό και πιστεύει πως οι άνθρωποι δεν κοιτάνε πάνω.