Ξε – φύλ – λισμα: ανάγνωση της συλλογής ποιημάτων «Στην άκρη μια ουρά», της Αυγής Λίλλη*.
Γράφει η Αγνή Β. Μπαγκέρη
Συλλογιέμαι πως η μεταμορφωτική ουσία του πένθους, όλη τούτη η μακρά απόσταση από τη γέννησή του ως την Κατάδυση (ή σάλτο)1 που, κάποτε, κάνει νιώθεται χάδι απαλό σαν ζωγραφίζεται σ’ αράδες. Όταν, μάλιστα, τούτες μπορούν και κολυμπούν, όταν σα μικρά παιδιά ξέρουν και κρατούν την ανάσα τους κάτ’ απ’ τη θάλασσα, όταν μήτε το κύμα φοβούνται μήτε τον πνιγμό (σωτήρια, τότε, η ουρά), η καθεμιά σελίδα που γεμίζουν κλείνει στις αγκάλες της μια περασμένη εποχή ακροβάτρια πραγματικότητας και μη, συναιρώντας τις ώρες σε μια μονάχη, συμπυκνωμένη καθοριστική στιγμή. Η απατηλή απώλεια της ανθρώπινης ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου στη συλλογή είναι εκείνη που επιβεβαιώνει το φθαρτό της σάρκας,
και είναι πια βέβαιο, μοιραίο: θα πεθάνουμε όλοι.2
Τίποτε, όμως, δεν θα ‘μοιαζε μοιραίο πριν την πεθυμιά της καταβύθισης,
το μαύρο φανέρωσε κάτω να φτάσω3
ούτε του κατακερματισμού σε γυάλινες, άλαλες ψηδίδες ζωής ξένης,
εγώ αστέρας […] ακούω μόνο ήχους.4
Τα ανυπόφορα μέλη, τ’ ανυπόφορα άκρα σα φλέβες αιμάτινες αφήνουν τον θρήνο να πλεύσει σ’ όλες τις κατευθύνσεις ενός εγώ προσωρινά τυφλού. Το ποίημα δεν κατά-σπαράζει5 την ποιήτρια, μα ανοίγει δρόμο σωτήριο, μετουσιαστικό – δρόμο προς το συνειδητό τέλος, κοντύτερα στην αρχή. Η ερωτευμένη γοργόνα περνά τις συμπληγάδες ενός διχασμού, πιο πολύ, το στενόχωρο μονοπάτι της συνύπαρξης αντιθέτων που αντιπαλεύουν με το ανεκπλήρωτο του πόθου της, τον απόντα εραστή. Η απουσία, νερό κι αλάτι6, διαπλέκει το αδύνατο του έρωτά της με το δυναμικά πραγματωμένο ποίημα˙ η έμπνευση ανακηρρύσεται νικήτρια.
Όλες τούτες οι μορφές του πένθους δεν θα καταγράφονταν δίχως το άπλωμα μιας γλώσσας που φορά το μαύρο σάλι του μύθου, μιας γλώσσας που γελάει νευρικά στην τελεία της πιο τραγικής στιγμής, που εύχεται και πλάθει πολλαπλές πιθανότητες, που στα τόσα «θα» ξεπετάγεται θαλερή σαν μόσχος μωρού που σαραντίζει νιογέννητο στις κατακτημένες κιτρινωπές της σελίδες. Στον πλαστό θόλο πραγματικότητας που δια-γράφει η Αυγή, το σώμα δεν παύει να ‘ναι μοναχό ποτέ7, το σώμα δεν είναι παρά ένας ολόκληρος κύκλος ζωής, θνητό το δέρμα8, που διαβλέπει το ορισμένο σημαινόμενο και κυλά ρυάκι πικρόρευστο στα ευχετικά, παρακαλετά της σύμπαντα.
μισή
γυναίκα μισή
ψάρι 9
μα, τόσα περισσότερα, όσα γεννά τ’ αλφάβητο,
ανάμεσα στα πόδια μου γεννιέται ο κόσμος όλος˙10
μιλά τραγουδιστά με τον κόλπο της να χωράει και την ψυχή11 και τον αφρό12, και της αρκούδας την ουρά13 και το παρτέρι14, να χωρά το δέρμα15 του θανόντος. Στη στυφή πορεία, κάπου στης συλλογής τα μέσα, στα σκοτεινά δωμάτια, ανάβει ένα φως˙ η ανεπανόρθωτη ουρά, που πέφτει πολύχρωμη σκιά στα λυρικά λουσμένα λογάκια της ποιήτριας, εξανεμίζεται –
κι εγώ πίσω δυστυχώς
τη λησμονιά του προσώπου σου
σέρνω.16
Ύστερα τα όσα, ποτισμένα τη χολή της α-νούσιας α-λήθειας, προχωρά συνειδητά προς την ποθητή σιγουριά,
(σήμερα, τώρα λοιπόν, για σε ποίημα αθάνατο
γράφω ύστατο χαίρε θολό γράμμα από αδέξια πένα) 17
Ό, τι λ (ύ) πει από το ποιητικό εγώ θά
βε
ται
στον κρότο που κάνει ο τόπος, η λέξη εδώ18, με την οποία κλείνει η συλλογή. Στη συγκλονιστική ταυτόχρονη βύθιση19, έργο και εργάτρια αναδύονται μαζί, γοργόνα ολοζώντανη σαν άλλο χορικό, ένα συμπαγές κι υποσχόμενο ον που επιζεί και γράφει όσα – δεν – έχει.
* Αυγή Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά, επιμ. Άννα Φωτιάδου, Λάρισα: Εκδόσεις Θράκα, 2021.
Αγνή Β. Μπαγκέρη
1 Αυγή Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά, «Κατάδυση (ή σάλτο)», Λάρισα: Θράκα, σ. 17
2 Ό.π., «Στο κύμα», σ. 30
3 Ό.π., «Κατάδυση (ή σάλτο)», σ. 17
4 Ό.π., «Αρκούδα στον ουρανό», σ. 25
5 Ό.π., «Φωτοχυσία», σ. 9
6 Ό.π.
7 Ό.π., «Κατάδυση (ή σάλτο)», σ. 17
8 Ό.π., «Σειρήνα», σ. 9
9 Ό.π., «Απόσπασμα», σ. 12
10 Ό.π., «Ανάμεσα στα πόδια μου», σ. 19
11 Ό.π., «Πριν ανατείλει ο ήλιος», σ. 16
12 Ό.π., «Μετά την αυγή», σ. 23
13 Ό.π., «Αρκούδα στον ουρανό», σ. 25
14 Ό.π., «Ο κήπος σου», σ. 14
15 Ό.π., «Το σπίτι μου», σ. 13
16 Ό.π., «Αρκούδα στον ουρανό», σ. 25
17 Ό.π., «Επιγραμματικό», σ. 31
18 Ό.π.
19 Αναφορά στο ποίημα «Στο κύμα», σ. 30